ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ΜΑΡΤΥΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ
Παναγία Σουμελά: γράφει ο Κώστας Γιαννόπουλος
Παναγία Σουμελά: Το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά αποτελεί σύμβολο που σηματοδοτεί τη μαρτυρική πορεία του ποντιακού ελληνισμού ανά τους αιώνες. Συμβολίζει και εκφράζει τον χριστιανισμό του ελληνικού Πόντου. Μέσα από τα ηρωικά κατορθώματα: Των Ακριτών του Βυζαντίου, των Μεγαλοκομνηνών αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας. Τους θρύλους, τα τραγούδια τους χορούς. Το πνεύμα, την ψυχή, τον πολιτισμό των προγόνων. Εκείνων που βίαια ξεριζώθηκαν από την ιστορική τους πατρίδα, στα παράλια του Εύξεινου Πόντου.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: Η ΕΙΚΟΝΑ
Τα πολύτιμα θησαυρίσματα αποδόθηκαν στην Ελλάδα το 1930. Μαζί με την εικόνα της Παναγίας που οι μοναχοί έθαψαν και διαφύλαξαν σε παρεκκλήσι κοντά στη μονή. Τοποθετήθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο μέχρι το 1951.Από τότε, η εικόνα της Παναγίας συνεχίζει την ιστορική της πορεία στη νέα μονή της Παναγίας Σουμελά. Στις πλαγιές του Βερμίου όρους, στο χωριό Καστανιά. Με την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήρθε ο Πόντος στην Ελλάδα.
Στα νοτιοανατολικά του βυζαντινού Δικαιόσημου ή Δικαισήμου, των Καριών ή Ματσούκας, της σημερινής Maçka, εκτείνεται η κοιλάδα με το φαράγγι της Παναγίας. Τη διατρέχει ο ομώνυμος ποταμός Meryemana deresi, όπως εξακολουθούν να τον ονομάζουν οι Τούρκοι. Εκεί υπάρχουν και πολυάριθμα ρυάκια, κρήνες και καταρράκτες.
«Παναγία Σουμελά: ο δρόμος εκτυλισσόταν
μέσα από το στενό φαράγγι και
τη βαθύσκια κοιλάδα της Παναγίας.»
Στα μέσα του 19ου αιώνα το Δικαιόσημον ή Ματσούκα, όπως ήταν ευρύτερα γνωστό, αποτελούσε έδρα Επάρχου. Σταθμός σημαντικός στον άλλοτε δρόμο των καραβανιών. Με χάνια, ξενώνες και μικρή παραποτάμια αγορά. Στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν ακραιφνώς ελληνικά χωριά. Όπως η Λιβερά (Yazlik köy), Καπικιογιού. Εκεί ήταν η Βερναδάκειος Σχολή και πλήθος αρχαίων εκκλησιών των Κομνηνών. Επίσης τα χωριά Σπέλια και Δανείαχα. Κοντά στη γέφυρα της Παναγιάς, το μοναστήρι του Κουσπιδή.
Στη συνεχεία, ο δρόμος εκτυλισσόταν μέσα από το στενό φαράγγι και τη βαθύσκια κοιλάδα της Παναγίας. Παράλληλα με τον ομώνυμο ποταμό. Η κοιλάδα είναι υποβλητική και κατάφυτη με ωραία ροδόδενδρα, αζαλέες, πυκνό δάσος πεύκης, σφενδάμου, ελάτης και πύξου. Από την πύξο πήρε την ονομασία του ο Πυξίτης ποταμός που πήγαζε από τα υψίπεδα του όρους Κολάτ. Μικρό τμήμα του αποτελούσε το ποτάμι της Παναγιάς.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Πάνω από το ποτάμι και το πυκνό δάσος «κρέμεται» κυριολεκτικά η μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Σουμελάς. Σε κάθετο υπερύψηλο βράχο του όρους Μελά. Τα κτίσματά της περικλείουν υπόσκαφο ναό. Σπήλαιο ιερό στο οποίο, κατά την παράδοση, εναπόθεσαν την εικόνα της Θεοτόκου οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, οι Αθηναίοι. Κατά κόσμον είχαν το όνομα Βαρνάβας Βασίλειος και Σωφρόνιος Σωτήρχος.
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς οι δύο μοναχοί ήρθαν στην αφιλόξενη και δυσπρόσιτη αυτή άκρη της επαρχίας της Τραπεζούντας. Σύμφωνα με την παράδοση αυτό συνέβη στα χρόνια της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στις αρχές, δηλαδή, του 4ου αιώνα. Στη μακρά όμως διήγηση του ταξιδιού τους περιγράφονται συμβάντα και εικόνες ενός Βυζαντίου της μακεδονικής δυναστείας.
«Παναγία Σουμελά: δεν θα αργούσαν όμως
να κάνουν την εμφάνισή τους προ των πυλών
του Πόντου οι διάφορες τουρκομανικές
ορδές και τα μπεηλίκια.»
Είναι πιθανότερο η εδώ εγκατάσταση των ασκητών να χρονολογείται περί τον 10ο αιώνα. Είναι γνωστό ότι η εικόνα της Θεοτόκου είχε περιέλθει στην κατοχή του Οσίου Λουκά της Φωκίδας. Είχε κομίσει στην Αθήνα και εναποθέσει στην εκκλησία της Μεγάλης Παναγίας ο μαθητής του Ανανίας, το 953. Μετά τον θάνατο του Οσίου. Τότε, κατά την καταστροφή της Αθήνας από τους Σαρακηνούς, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος παρέλαβαν την εικόνα. Τη μετέφεραν στο όρος της Τραπεζούντας Μελά, όπου και ίδρυσαν τη μονή.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Είναι γεγονός ότι όλη η γύρω περιοχή είχε σχετικά ηρεμήσει και γαληνέψει. Μετά την αποχώρηση από το αρμενικό και μικρασιατικό οροπέδιο των τελευταίων «βαρβάρων». Δεν απειλούνταν ο τόπος από τις ληστρικές επιδρομές τους. Δεν θα αργούσαν όμως να κάνουν την εμφάνισή τους προ των πυλών του Πόντου οι διάφορες τουρκομανικές ορδές και τα μπεηλίκια.
Κυρίως εισέβαλλαν οι Σελτζούκηδες Τούρκοι του Ικονίου με τις πρώτες ανιχνευτικές διεισδύσεις των Μογγόλων. Παράλληλα δεν έλειπαν και οι ληστρικές επιδρομές των γειτονικών Τζάνων και Τσεπνήδων. Των ορεσίβιων που συχνά απειλούσαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς του Μεσοχαλδίου και της Άνω Ματσούκας.
Το 1222, σελτζουκικές ορδές διαβαίνουν τα φαράγγια και τις κλεισώρειες. Φτάνουν μέχρι τα τείχη της πρωτεύουσας πόλης των Μεγαλοκομνηνών. Οχυρώνονται στη φρουριακή μονή του πολιούχου της Τραπεζούντας, Αγίου Ευγενίου. Τότε είχε απειληθεί σοβαρά το βασίλειο των Κομνηνών. Όμως τελικά διασκορπίστηκαν. Ο Μελίκ συλλαμβάνεται από τους Ματσουκαίους. Φέρεται δέσμιος στον αυτοκράτορα.
Ο Ανδρόνικος Γίδων και οι μετά από αυτόν αυτοκράτορες αναδιοργάνωσαν την άμυνα των ορεινών περασμάτων. Ενδυνάμωσαν τα υπάρχοντα φρούρια. Έκτισαν νέα. Οχύρωσαν, παράλληλα, και τα απόμακρα καστρομοναστήρια.
Τότε ενίσχυσαν και την ασκητική πολιτεία του όρους Μελά. Ίδρυσαν ένα οργανωμένο φρουριακό μοναστικό κέντρο. Αυτό θα έλεγχε τα ορεινά περάσματα προς την Κρώμνη και τις πύλες του Πόντου. Στα όρια του δοκιμαζόμενου Μεσοχαλδίου οροπεδίου.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Πολλές δηλώσεις και καταστροφές έμελλε να υποστεί κατά καιρούς η μονή. Πάντα κατά την παράδοση, σε μια από εκείνες τις ληστρικές επιδρομές εναντίον των μοναχών αρπάχτηκαν αντικείμενα και η εικόνα της Παναγίας. Την έκοψαν στα δύο. Ξέσπασε φωτιά και από τότε ο τόπος έμεινε γνωστός ως τα «Καμμένα». Την επόμενη μέρα, μπαίνοντας οι μοναχοί στο ναό είδαν την αγία εικόνα, αναστηλωμένη στο σημείο όπου βρισκόταν.
«Παναγία Σουμελά: ο πιο σημαντικός
δωρητής και ευεργέτης της μονής
υπήρξε ο αυτοκράτορας Αλέξιος ο Γ΄.»
Σε μια δεύτερη επιδρομή των βαρβάρων έμελλε και πάλι να ερημώσει η μονή. Κατά την παράδοση, την ίδρυσε εκ νέου ο όσιος Χριστόφορος. Έγινε ηγούμενος της μονής από τον επίσκοπο Τραπεζούντας. Ο Χριστόφορος έφερε μαζί του στη μονή το λεγόμενο ευαγγέλιο του αγίου Χριστοφόρου.
Η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία αποτελεί χρυσόβουλο που εξέδωσε ο Ιωάννης Β΄ ο Μέγας Κομνηνός (1280-1297). Όσον αφορά στις ιστορικές αναφορές της μονής. Σε αυτό περιγράφονται λεπτομερώς τα κτήματα και τα χωριά που παραχωρούνται στη μονή. Αναφέρονται ονομαστικά οι αρχηγοί των σαράντα οικογενειών. Αυτοί ως πάροικοι ανήκουν σε αυτήν, θα δουλεύουν στα κτήματα και τους αγρούς. Παράλληλα θα μεριμνούν και θα φυλάσσουν τα ορεινά περάσματα από τους επιδρομείς.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: Η ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Χρυσόβουλα υπέρ της μονής έχει δώσει και ο γιος του Ιωάννη και μετέπειτα αυτοκράτορας Αλέξιος (1298-1330). Καθώς και ο γιος του Βασίλειος ο Μέγα Κομνηνός (1332-1340). Όμως, ο πιο σημαντικός δωρητής και ευεργέτης της μονής υπήρξε ο αυτοκράτορας Αλέξιος ο Γ΄ που βασίλευσε από το 1349 έως το θάνατό του, το 1390.
Μέχρι την ανακαίνιση του 1650, σωζόταν στο διάζωμα της πύλης του καθολικού επιγραφή του έτους 1360. Σε ιαμβικούς στίχους μνημόνευε τον κτήτορα «Κομνηνόν Αλέξιον, τον εν Χριστό πιστόν βασιλέα, στερρόν, ένδοξον, μέγαν και αεισέβαστον, ευσεβήν αυτοκράτορα πάσης Ανατολής τε και Ιβηρίας».
«Παναγία Σουμελά: τότε οχυρώθηκε
η μονή με ψηλό τείχος. Κτίστηκαν πύργοι
δυνατοί και αρκετά κελιά.»
Μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση, η γαλέρα που μετέφερε από την Κωνσταντινούπολη τον Αλέξιο Κομνηνό έπεσε σε δεινή τρικυμία καθώς έπλεε στα Πλάτανα. Ο Αλέξιος ήταν ανήμπορος μπροστά στα στοιχεία της φύσης. Επικαλέστηκε τη βοήθεια της Θεοτόκου. Όντως η Θεοτόκος εμφανίστηκε στο όνειρό του. Φορούσε βασιλικά ενδύματα και ζήτησε να ανακαινίσει το ανάκτορό της στο όρος Μελά. Να διευρύνει και να οχυρώσει με τείχος το ιερό σπήλαιο.
Τότε, ως εκ θαύματος, η θάλασσα γαλήνεψε και ο αυτοκράτορας αγκυροβόλησε σώος με το πλοίο του στο λιμάνι. Σε σύντομο διάστημα επισκέφθηκε μαζί με αρχιερείς και άρχοντες το όρος Μελά. Προσκύνησε την εικόνα της Θεομήτορος. Έσπευσε να φέρει σε πέρας όσα εκείνη πρόσταξε. Τότε οχυρώθηκε η μονή με ψηλό τείχος. Κτίστηκαν πύργοι δυνατοί και αρκετά κελιά.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: ΤΟ ΧΡΥΣΟΒΟΥΛΟ
Το θαύμα αυτό εξιστορεί ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης. Ο μεγάλος σεβασμός του Αλέξιου φαίνεται στο χρυσόβουλο λόγο που εξέδωσε υπέρ της μονής το 1364. Επικαλούμενος τη Θεοτόκο: «Φρούριον ανάλωτον και τάφρον και πόλιν απολιόρκητον και όπλον κατ’εχθρού πληκτικό και απαλλαγή παντοίων αλγεινών τε και συμφορών και κινδύνων και παραστάσεων».
Το χρυσόβουλο αυτό του Αλεξίου πρώτος δημοσίευσε ο Φαλμεράιερ (Jakomp Philipp Fallmerayer) ως αυθεντικό. Ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης με τον μητροπολίτη Χρύσανθο θεωρούν αυτό αντίγραφο του πρωτοτύπου. Αυτό θα έπρεπε να ήταν κομψότερο και λαμπρότερο.
«Παναγία Σουμελά: ήταν το μόνο
από τα πολλά σιγίλλια και χειρόγραφα
με τα οποία είχαν προικίσει τη μονή οι Κομνηνοί.»
Μέσα στις τόσες συλήσεις, εμπρησμούς και καταστροφές που έχει υποστεί η μονή ήταν φυσικό να απολεσθεί η χρυσή αυτοκρατορική βούλα. Ο προσεκτικός παρατηρητής όμως διαπιστώνει ότι μόνο το πάνω μέρος του χρυσόβουλλου είναι ασφαλώς νεότερης εποχής. Σε αυτό υπήρχαν οι απεικονίσεις των αυτοκρατόρων. Τα υπόλοιπα, περίπου τρία μέτρα του χρυσόβουλου λόγου, καθώς και η υπογραφή του Αλεξίου, είναι αυθεντικά.
Πιθανώς οι μικρογραφίες αυτές να είχαν αφαιρεθεί από επιτήδειους όπως είχε συμβεί σε ορισμένα τετραευαγγέλια της μονής. Είχαν αφαιρεθεί οι απεικονίσεις των Ευαγγελιστών.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο Φαλμεράιερ μέμφεται του Σουμελιώτες μοναχούς για αδιαφορία, απέναντι στους κώδικες και τα χειρόγραφά τους. Αποδίδει την κακή κατάσταση του χρυσόβολου σε αμέλειά των, μάλλον, απαίδευτων κατοίκων της ειδυλλιακής και ορεινής αυτής περιοχής της Κολχίδος.
Δύο μοναχοί είχαν προσκομίσει το χρυσόβουλο αυτό ηγουμενείο της μονής. Τόσο αυτοί όσο και ο ηγούμενος είχαν παραξενευτεί, όπως γράφει, για τη συγκίνηση και αγωνία με την οποία άρχισε αυτός να ξετυλίγει το -μήκος περίπου είκοσι ποδών και πλάτους ενός- ιστορικό κειμήλιο.
Από όσα του είχαν διηγηθεί τότε, ήταν το μόνο από τα πολλά σιγίλλια και χειρόγραφα με τα οποία είχαν προικίσει τη μονή οι Κομνηνοί. Είχε διασωθεί από τη μεγάλη εκείνη πυρκαγιά η οποία, εβδομήντα χρόνια πριν, είχε κατακάψει το ιστορικό συγκρότημα μαζί με το αρχειοφυλάκιο της μονής. Έκτοτε το φύλαγαν ως κόρη οφθαλμού, ασφαλισμένο σε σιδερένιο κιβώτιο.
«Παναγία Σουμελά: την απαλλαγή
από τους φόρους και την υπαγωγή της
στη «βασιλική αυθεντία».»
Αυτά γράφει ο Φαλμεράιερ. Κάνει λόγο για ένα αντίγραφο του χρυσόβουλου. Οι Miklosich-Müller το αναφέρουν στο έργο τους. Έσπευσαν να επαναλάβουν τα γραφόμενά του. Ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης που το είδε το 1898 έγραψε ότι του φάνηκε ως απομίμηση. Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος Παπαμιχόπουλος, που πέρασε από το μοναστήρι το 1903, αναφέρεται και αυτός στο επιμελώς φυλασσόμενο χρυσόβουλο. Πάντως, είναι αμφίβολο εάν ο Ιγνάτιος, ηγούμενος και πατριαρχικός έξαρχος τότε της Μονής Σουμελά, του επέτρεψε την είσοδο στο ερμητικά ασφαλισμένο στον βράχο αρχειοφυλάκιο της μονής.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: Η ΦΗΜΗ ΤΗΣ
Ως προς τον χρυσόβουλο λόγο που εξέδωσε ο Αλέξιος, φυλάσσεται σήμερα στα παλιά κατηχούμενα της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης. Χειρόγραφο καταχωρημένο με τον αριθμό 12901. Μαζί φυλάσσονται πολλά πατριαρχικά, αρχιερατικά και οθωμανικά φιρμάνια. Μαζί με αυτά το κεκτημένο προνομιακό καθεστώς της μονής, τη μεγάλη της περιουσία. Την απαλλαγή από τους φόρους και την υπαγωγή της στη «βασιλική αυθεντία». Είχαν αποδεχτεί και διατηρήσει με όλο τον σεβασμό προς τη Θεοτόκο που της αξίζει. Όπως και αυτοί οι ίδιοι οι Οθωμανοί κατακτητές μετά το 1461.
Εκτός από τα πολιτικά κίνητρα της εύνοιας αυτής, η αίγλη και η φήμη που είχε αποκτήσει η Παναγία Σουμελά συγκινούσε κάθε θεοσεβούμενο, ανεξαρτήτως θρησκείας. Ο σουλτάνος Σελίμ Α΄ (1467-1520), γιος και διάδοχος του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄ και της Γκιουλμπαχάρ Χατούν, της κόρης από την Τραπεζούντα, Μαρίας, δώρισε στη μονή πέντε λαμπάδες. Κάλυψε τη στέγη του ναού με χαλκό. Έσπευσε να επικυρώσει και να ανανεώσει με μουσουλμανικό διάταγμα τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στη μονή από τους Κομνηνούς αυτοκράτορες. Τα προνόμια αυτά θα κατοχύρωναν με ανάλογο σεβασμό και υψηλά φιρμάνια και οι διάδοχοί του στον σουλτανικό οθωμανικό θρόνο.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Περιγραφή της μονής είχε συντάξει, περί το 1600, ο Αθανάσιος, μητροπολίτης Τραπεζούντος. Αναφέρεται στα της επανίδρυσης αυτής. Αλλά και στον μετέπειτα βίο της. Το χειρόγραφο αυτό σωζόταν μέχρι το 1875 στα αρχεία της μονής. Τότε εστάλη στον Καυσοκαλυβίτη και από τότε αγνοείται.
Με τα ιστορικά της Σουμελά έχουν, κατά καιρούς, ασχοληθεί και οι: Νικόδημος ιερομόναχος, από την πόλη Φασίδα της Κολχίδας. Δοσίθεος, πατριάρχης Ιεροσολύμων, κατά το 1700. Διονύσιος, αρχιεπίσκοπος Χαλδίας, κατά το 1760. Ο ονομαστός Τραπεζούντιος σοφός Σεβαστός ο Κυμινήτης, Γεώργιος ο Τραπεζούντιος.
«Παναγία Σουμελά: οι τοιχογραφίες
των διαφόρων παρεκκλησίων της μονής
ανάγονται, οι περισσότερες, στον 16ο και 17ο αιώνα.»
Τις σημειώσεις του παρέλαβε από τους παροίκους της μονής Λάζαρος ο Σκρίβας. Ο Ιωάννης Πουτπούτας ή Δομνηνός. Αυτός σύνταξε και ακολουθία των οσίων πατέρων. Τέλος ο Νικόλαος ο Βελαράς, γραμματέας των ηγεμόνων Ουγγροβλαχίας Νικολάου και Κωνσταντίνου των Μαυροκορδάτων.
Επιπλέον, κατά τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ο Ιωάννης Ξιφιλίνος συνέγραψε για την βασιλική μονή Σουμελά Τραπεζούντας αλλά και για τους βασιλείς αυτής. Ο συγγραφέας έγινε πατριάρχης Κωνσταντινούπολης επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Δούκα, το 1064.
Το 1732 η μονή ανακαινίστηκε επί του αρχιερέως Τραπεζούντας, Ανανίου, Χαλδίας Ιγνατίου. Αυτό το μαρτυρεί επιγραφή που σώζεται. Ακόμη, το έτος 1744, ανακαινίστηκαν οι τοιχογραφίες του Ιερού Βήματος και του προαυλίου του ναού.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι τοιχογραφίες των διαφόρων παρεκκλησίων της μονής ανάγονται, οι περισσότερες, στον 16ο και 17ο αιώνα. Το μεγαλόπρεπο τετραώροφο κτίσμα είναι κρεμασμένο πάνω από την κοιλάδα. Πυρπολήθηκε και ρημάχτηκε μετά την έξοδο των Ελλήνων του Πόντου. Ανακαινίστηκε πρόσφατα. Ανάγεται στα χρόνια γύρω από το 1860. Ο θεμέλιος λίθος της είχε τεθεί επί ηγουμενίας των αρχιμανδριτών Παρθενίου Σπινθηροπούλου, Γερασίμου και Ιγνατίου.
Ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος γράφει: «Μετά τον διωγμό των Ελλήνων του Πόντου, το 1923, τα χειρόγραφα και τα λοιπά ιερά κειμήλια της μονής διερπάγησαν από τους Τούρκους. Δεν επετράπη στους μοναχούς να τα πάρουν μαζί τους, ενώ η μονή ερειπώθηκε».
«Παναγία Σουμελά: αν σώζονταν αλώβητα και σώα
όλα τα κειμήλια που αποκτήθηκαν κατά καιρούς,
λίγα μουσεία της χριστιανικής αρχαιολογίας θα είχαν
να επιδείξουν τέτοιο πλούτο, όπως αυτή η μονή.»
Οι Τούρκοι αφαίρεσαν από τη στέγη τα κεραμίδια. Αναζητούσαν κρυμμένους θησαυρούς. Διέρρηξαν τους ορόφους και έσκαψαν τα δάπεδα. Μόνο τον ναό δεν μπόρεσαν να καταστρέψουν εξολοκλήρου οι Τούρκοι. Επειδή αυτός είναι λαξευμένος σε βράχο.
Σύμφωνα με τις καταγραφές του κώδικα επισκεπτών της μονής, ο τελευταίος προσκυνητής χρονολογείται στις 24 Ιουνίου 1921. Λίγο αργότερα η μονή εγκαταλείφθηκε. Ο τελευταίος μοναχός έφυγε το 1923.
Για ένα διάστημα ο απόμερος χώρος της μονής θα γινόταν καταφύγιο των λαθρεμπόρων καπνού. Τα ξύλινα τμήματα του περίβολου θα πυρποληθούν το 1930.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Το 1898, ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης έγραφε ότι αν σώζονταν αλώβητα και σώα όλα τα κειμήλια που αποκτήθηκαν κατά καιρούς, λίγα μουσεία της χριστιανικής αρχαιολογίας θα είχαν να επιδείξουν τέτοιο πλούτο, όπως αυτή η μονή.
Προσθέτει ότι η απώλεια πολλών κειμηλίων οφείλεται και στις, κατά τους καιρούς, αρπαγές. Στις οικονομικές δυσπραγίες, όπως και στην αδιαφορία ή άγνοια των μοναχών. Όσα μέχρι τότε είχαν σωθεί ήταν κάποια ευαγγέλια, λειψανοθήκες, άμφια και εικόνες.
Από τα σπουδαιότερα κειμήλια υπήρξε ο Σταυρός του Μεγάλου Κομνηνού Αλεξίου Γ΄. Ο Φαλμεράιερ αναφέρει ότι οι μοναχοί συνήθιζαν κάθε πρώτη νέου μηνός να τελούν αγιασμό με αυτό τον σταυρό. Είχε επισκεφθεί τη μονή στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο σταυρός, κατά την παράδοση, φέρεται ότι δωρίστηκε στη μονή από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Κομνηνό. Σήμερα θησαυρίζεται στη νέα μονή Σουμελά, στο Βέρμιο όρος.
Ο διάκοσμος, γενικά, τα θέματα που απεικονίζει, αλλά και η τεχνική του σμάλτου, με όλα τα μεταβυζαντινά στοιχεία που παρουσιάζουν, αναγάγουν την κατασκευή του στον 15ο αιώνα. Η βαρύτιμη αργυρή θήκη, στην οποία ήταν τοποθετημένος, παραμένει σήμερα μαζί με άλλα κειμήλια της μονής που έχουν κρατηθεί, σε χώρο που δεν είναι επισκέψιμος, στο χώρο των κατηχούμενων στην αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: Ο ΣΤΑΥΡΟΣ
Στις κεραίες του σταυρού υπάρχουν ενσωματωμένα ιερά λείψανα και μεγάλο κομμάτι του Τίμιου Ξύλου. Το ύψος του φτάνει τα 22 εκατοστά. Ο σταυρός είναι επενδυμένος από συρματένιο σμάλτο με πολύτιμους λίθους. Στις κεραίες του υπάρχουν τέσσερις κοραλλιοκόσμητες ακτίνες.
«Παναγία Σουμελά: η έφιππη απεικόνιση
του Αγίου Γεωργίου Δρακοντοκτόνου
είναι σφυρηλατημένη σε χαλκό.»
Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Χρύσανθο και σύμφωνα με την παράδοση ο σταυρός «κατείχε τα δευτερεία», όσον αφορά το «τρισόλβιον ξύλον» που είχε ενσωματωμένο. Με πρώτο το σταυρό που είχε κάνει δώρο ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Ραγκαβές, στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους.
Αυτό που ξεχωρίζει είναι το ευαγγέλιο . Ανήκει στα κειμήλια της Μονής Σουμελά που έχουν κρατηθεί από τις τούρκικες αρχές και έχουν μεταφερθεί στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης. Ξεχωρίζει με στάχωση, βιβλιοδεσία, δερμάτινη, παλαιότερη του 1700. Είναι καλυμμένη με πλούσια αργυρή επένδυση. Κοσμημένη με ημιπολύτιμους λίθους. Έχει αφιέρωμα «στην Παναγία» από τους Ιωασάφ και Γρηγόριο. Αυτό αναφέρεται σε αφιερωματική γραφή στην μπροστινή όψη της σταχώσεως.
Άλλο ευαγγέλιο, επενδυμένο με αργυρή στάχωση, είναι δαπάνη του Ιωάννη Τραπεζούντιου. Υπήρξε αφιέρωμα προς τη σεβάσμια μονή Σουμελά τη χρονιά 1730. Σε ένα άλλο ευαγγέλιο υπάρχει αυτή αφιερωτική γραφή: «ΜΝΗCΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΜΟΗCI 1805».
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: ΤΑ ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ
Η έφιππη απεικόνιση του Αγίου Γεωργίου Δρακοντοκτόνου είναι σφυρηλατημένη σε χαλκό. Κοσμεί την μπροστά όψη του τέταρτου από τα εννέα ευαγγέλια που είχαν εντοπιστεί το 1965. Ανάμεσά τους ενδιαφέρον παρουσίαζε ένα με επίσης αργυρή στάχωση και επιγραφή ελληνική και λατινική. Η χρονολογία είναι το 1699.
Από τα εκκλησιαστικά κειμήλια που είχαν μεταφερθεί τότε στην Αγία Σοφία από την Άγκυρα ξεχώριζε ένα ωράριο. Ακόμη, τέσσερα επιμανίκια, πέντε επιτραχήλια, μία ποδιά, ένα ωμοφόριο, τρεις σάκοι και ένα ρώσικο επανωκαλύμμαυχο, κοσμημένο με μαργαριτάρια.
Τέλος ένα λάβαρο εξαίρετης τέχνης που απεικόνιζε την Κοίμηση της Θεοτόκου. Υπήρχε σχετική επιγραφή και χρονολογία 1678. Στο ωράριο ήταν κεντημένο το όνομα της κεντήστρας Ευδοκίας από τη Σινώπη με χρονολογία 1682.
Το ένα από τα πέντε επιτραχήλια έχει ωραία χρυσοκέντητη απεικόνιση του αγίου Λαυρεντίου. Ιστορείται από το χέρι του Κωνσταντίνου από τη Σινώπη. Αποτελούσε αφιέρωμα προς τη μονή της δούλης του θεού Αναστασίας και του γιου της Κανάκη.