ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΑΣ
Οκτώ συντάκτες του «φιλμ νουάρ», νεώτεροι και παλαιότεροι, ξεψαχνίζουν τα κιτάπια της μνήμης τους και θυμούνται την ταινία του φεστιβάλ που τους έδεσε κόμπο το στομάχι και τους έκανε να γυρίσουν σπίτι, με το μυαλό να ταξιδεύει πολύ μακριά…
Ο ευνουχισμός της γλώσσας
«Η σφαγή του κόκορα» του Αντρέα Πάντζη (1996)
Βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη από το 1988. Είχα περάσει τότε 8ος θυμάμαι στην Κτηνιατρική του ΑΠΘ. Περισσότερα χρόνια ζω εδώ απ” ότι προσθέτοντας τα χρόνια στη Φρανκφούρτη, το Λευκώνα και την Προσοτσάνη… Τότε ήταν και η πρώτη φορά που παρακολούθησα το φεστιβάλ. 26 χρόνια μετά, πάνω από 1000 ταινίες μετά (και λίγες λέω), οι μνήμες είναι πάμπολλες. Ακόμα θυμάμαι τις τουαλέτες του «Παλλάς» στην παραλία και του «Έσπερου» πριν γίνει πάρκινγκ: εκεί… κρυβόμουνα με το πέρας της μίας ταινίας και παραφύλαγα μέχρι να ξεκινήσει η επόμενη, προκειμένου να μην κόψω κι άλλο εισιτήριο! Φτώχεια γαρ και δεν είχαμε και τα τυπικά προσόντα για να παρακολουθήσουμε δημοσιογραφικές προβολές εκείνα τα χρόνια. Το 1996 ήταν η χρονιά που πήρα πτυχίο (ναι, οχτώ χρόνια έκανα, τραβάτε κανά ζόρι;). Και το Νοέμβριο πήγα φαντάρος. Λίγο μετά το πέρας του φεστιβάλ!
Τη συγκεκριμένη ταινία την είχα δει θυμάμαι σε δημοσιογραφική προβολή στο «Ανατόλια», το σινεμά των Ψυχόπουλων (με τι να ασχολούνται άραγε τώρα;). Μαζί και ο Ξιφ. Στην αρχή κοιτιόμασταν: η ταινία μας φαινόταν πολύ παράξενη. Και… weird. Και σοκαριστική. Αλλά όσο περνούσε η ώρα το φιλμ σε έμπαζε στο σύμπαν του και παρακολουθούσες με κομμένη την ανάσα. Και να η υπέροχη Βαλέρια Γκολίνο, πανέμορφη, να μη μιλάει, να είναι βωβή. Και δες, ο Σίμορ Κάσελ, από τα πουλέν του Κασσαβέτη, να υποδύεται τον Αχιλλέα. Και ο Χωραφάς ως Ευαγόρας, στα ντουζένια του. Και να, βλέπουμε πράσινα και δεν γελάμε: θαμπωνόμαστε από την τόση ομορφιά. Και την ποίηση. Και την αλληγορία για το διχασμό την Κύπρου. Και το στοχασμό πάνω στην επικοινωνία. Τόσο που ο Ευαγόρας κόβει τη γλώσσα του για να βρίσκεται σε ανάλογη θέση με τη γυναίκα που αγαπά. Για να μην μιλάει. Από τις σκηνές που σου μένουν όχι για μέρες αλλά για χρόνια. Κι ένα υπέροχο παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι να συνοδεύει τη σκηνή (όποιος έχει λινκ στο youtube και ξέρει για ποιο ομιλώ, ας μου το στείλει στο inbox της σελίδας μου στο fb – θα έχει την αιώνια ευγνωμοσύνη μου). Συγκλονιστική εμπειρία. Και τη διάλεξα από τις άλλες γιατί αυτή είναι η ταινία που θα ήθελα περισσότερο να ξαναδώ. Και θα το κάνω συντόμως.
Θόδωρος Γιαχουστίδης
Γκροτέσκος χορός κάτω από το δέρμα
«Ταρίχευση» του Γκιόργκι Πάλφι (2006)
(Taxidermia)
Η «Ταρίχευση» είναι αδιαμφισβήτητα ένα συναρπαστικό ταξίδι κάτω απ’το δέρμα. Κι είναι και μια αναπάντεχη περιπέτεια που πρωτοείδα (με μεγαλύτερη διάρκεια, πιο τολμηρή) στο 47ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Μην ακούτε αυτούς που λένε πως κάνει κριτική εκ του ασφαλούς. Αν ήταν έτσι θα έμενε στο «ένδοξο» παρελθόν και δε θα τολμούσε να αναμετρηθεί με τη σημερινή ζοφερή παρακμή. Τουναντίον επιδιώκει τη σύγκρουση με τη βολεψιακή μας παχύσαρκη συνείδηση, επιδιώκει την πρόσκρουση στην Ιστορία, αμφισβητεί τη μονόπλευρη εκδοχή της, την υπονομεύει συστηματικά κι εντέλει την ακυρώνει.
Ο Ούγγρος Γκιόργκι Πάλφι, που τη μαστόρεψε, είναι παλιός γνώριμος. Το 2002 μας τον είχε συστήσει ο Δημήτρης Εϊπίδης μες από τους Νέους Ορίζοντες. Η τηλεταινία του «Λόξιγκας» (Hukkle, 2002) είναι ένας ύμνος στις λεπτομέρειες, στις μικρές ηδονοβλεπτικές χαρές, στις διαφορές και στα ασήμαντα, που σημαίνουν τα πάντα. Είναι μια σπάνια ταινία χωρίς καμιά ανθρώπινη λαλιά, με μόνη εξαίρεση τα τραγουδιστικά τσιτάτα του τέλους. Ο τίτλος υποδηλώνει έναν χρόνιο παππουδίστικο λόξιγκα, του γέρου που περιμένει υπομονετικά στο παγκάκι ώσπου να τελειώσει η ταινία. Σταματάει δε, προσωρινά, όταν περνάει το αεροπλάνο. Ο λόξιγκας βλάπτει σοβαρά την υγεία των άλλων, διότι οι κηφήνες πρέπει να θανατώνονται.
Με την υπερπαραγωγή «Taxidermia», η παραξενιά παίρνει πια μορφή και διαστάσεις επιδημίας. Είναι πραγματικά άξιον θαυμασμού πώς ένα τρίπτυχο αριστούργημα και αρρωστούργημα συγχρόνως, κατάφερε να χωρέσει τις ανησυχίες του 20ού αιώνα σε τρεις γενιές ανδρών. Παππούς – λάσπη – πηλός – πήδημα – θάνατος. Πατέρας – υπεραθλητής – ιδεαλιστής – πληθωριστής. Γιος – παγερός – κλινικός – δεξιοτέχνης – αθάνατος. Εμβόλιμο πρόσωπο ο στρατιώτης Μοροσγκοβάνιι ο οποίος μας σοκάρει με τα πλέον αντιφατικά συναισθήματα, τρόμου λαγνείας και αηδίας. Οι υπερβολές τους γίνονται παραβολές, το κόμικ υποτροπιάζει, ο τρόμος παραμονεύει σ” ένα παγωμένο χαμόγελο, το γκροτέσκο χορεύει πάνω σε ηδονική πυρά, και ο μινιμαλιστής τέκνο συνθέτης Amon Tobin υπονομεύει και αναδομεί το παραλήρημα.
Κώστας Γ. Καρδερίνης