ΚΑΙ ΠΡΟΣΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ!
Το 55ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι πια παρελθόν και το «Φίλμ Νουάρ» σταχυολογεί τρία από τα lowprofile «διαμαντάκια» που ανακάλυψε στις σκοτεινές αίθουσές του.
Η ΦΥΛΗ (THETRIBE)
Το φιλμ του Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι, ενώ μοιάζει αρχικά με ενδοφιλμικό πείραμα, που δεν μπορεί παρά να αφορά τους πολύ μυημένους ρέκτες του διαφορετικού (οι ήρωες είναι όλοι κωφάλαλοι και συνεννοούνται στην νοηματική: κανένας υπότιτλος, καμιά εξήγηση), αποκαλύπτεται σαν μια ολοκληρωμένη, συναρπαστική ταινία με κώδικές απολύτως κατανοητούς, μια οπτική αναπαράσταση που καμιά ανάγκη δεν έχει απ’ τον λόγο για να λειτουργήσει.
Και, πιστέψτε με, λειτουργεί στην εντέλεια! Αρκεί γι’ αυτό, η δύναμη και η γλαφυρότητα της ιστορίας. Μιας σκληρής ιστορίας, οριακά γκαγνστερικής, που καμιά σχέση δεν έχει με μελοδραματισμούς, εύκολης κοινωνικής ευαισθησίας (τα άτομα με αναπηρίες δεν παρουσιάζονται σαν καλοκάγαθοι άγιοι, είναι εξίσου ικανά για το κακό).
Το «Thetribe» είναι μια σπουδαία κινηματογραφική εμπειρία χωρίς λέξεις ή μουσική. Η ωμή αποτύπωση του πραγματικού, μέσα σε ένα ιδιότυπο, βουβό νατουραλισμό, μιλάει πιο εύγλωττα απ’ τον οποιοδήποτε διάλογο. Πρωτόγονη συναισθηματική δύναμη (χωρίς την επένδυση της γλωσσικής «ζεστασιάς», οι πράξεις γυμνές, αποκτούν τερατώδεις διαστάσεις), φοβερή αφηγηματική τεχνική, άγρια ταξική κριτική. Άφωνο αυτό, άφωνοι κι εμείς! Όσοι βρέθηκαν στην πρεμιέρα του στο «Ολύμπιον», (στην οποία λιποθύμησε και άνθρωπος!), καταλαβαίνουν τι εννοώ. Οι υπόλοιποι να “χουν το νου τους για τη στιγμή που, σε αντιδιαστολή με την περήφανη σιωπή του, θα βουίξει ο τόπος για πάρτη του.
Γιάννης Σμοΐλης
FORCEMAJEURE
Ο γαλλικός όρος «Forcemajeure», όπως είναι ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας του υπέρ-ταλαντούχου Σουηδού Ρούμπεν Όστλουντ, μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να σημαίνει «μείζων δύναμη», αλλά ως όρος έχει επικρατήσει να χρησιμοποιήσει για την «ανωτέρα βία» – για την περίπτωση εκείνη, δηλαδή, όπου οι συνήθεις πρακτικές σταματούν να εκτελούνται ομαλά λόγω συνθηκών που τις υπερβαίνουν.
Ακριβώς αυτό συμβαίνει στο φιλμ του Όστλουντ, που εκκινεί από μια εκπληκτική σεναριακή ιδέα: μια σουηδική οικογένεια με τα νιάτα και την φωτογένεια καταλόγου ΙΚΕΑ σταθμεύει για χειμερινές διακοπές σε ένα χιονοδρομικό κέντρο. Όλα βαίνουν καλώς(;), μέχρι που μια, θεωρητικά ελεγχόμενη, χιονοστιβάδα λοξοδρομεί και προκαλεί ανεξέλεγκτες αντιδράσεις. Κάπου εκεί, οι έννοιες της «μείζονος δύναμης» και της «ανωτέρας βίας» έρχονται σε ευθεία σύγκρουση.
Η δύναμη των αρσενικών που έχουμε χάσει τους εαυτούς μας αλλά πρέπει να παραμείνουμε «άντρες», των δυτικών ανθρώπων που πρέπει να υπηρετήσουμε μια συγκεκριμένη αντίληψη περί ασφάλειας, η οποία δεν συνειδητοποιεί πως ούτε ορθολογικά φερόμαστε, ούτε το χάος των ανθρώπινων αντιδράσεων εξαντλείται στην όποια λογική μας. Το υπέροχο στην περίπτωση του Ρούμπεν Όστλουντ είναι πως αποκαλύπτει τα παραπάνω όντας ακριβής σαν χειρουργός και την ίδια στιγμή, απόλυτα ξεκαρδιστικός.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η κοφτερή ανατομία του Χάνεκε ποτίζεται με την απελπισμένη αμηχανία του Ρόι Άντερσον, αλλά και πάλι δε θα είχε καταφέρει να περιγράψει αυτό το τόσο ιδιαίτερο βλέμμα. Ένα υπέροχο σινεμά που καταφέρνει να σε κάνει να νιώθεις άβολα με τον εαυτό σου και σου αρνείται οποιαδήποτε εύκολη απάντηση.
Κωνσταντίνος Παύλου
ΤΡΕΛΗ ΑΓΑΠΗ (AMOU RFOU)
Γιατί μπορεί να αισθάνεται ένας σκηνοθέτης την ανάγκη να σημειώσει σήμερα το δικό του υστερόγραφο στη ρομαντική περίοδο; Νοσταλγεί –ίσως και δικαιολογημένα– την εποχή στην οποία κάθε καλλιτεχνική πράξη έπρεπε να έχει κάποιου είδους διακύβευμα; Έλκεται από την αψάδα του ρομαντικού ιδεώδους και την πρόκληση τού να βρει τρόπο ν’ αποδώσει υπερβατικές μορφές και μεγάλες ιδέες; Θέλει να δηλώσει τη συνέπεια του τρόπου ζωής του με το «μήνυμα» του έργου τέχνης του;
Προσπαθεί να ξανανιώσει νέος, αν κι ευάλωτος μπροστά στην ματαίωση κάθε μικρού θανάτου; Στην περίπτωσή μας, η Τζέσικα Χάουζνερ κατάγεται από μια χώρα που όχι μόνο γνώρισε τον ρομαντισμό εξ αντανακλάσεως, αλλά συνδέθηκε με την… ψυχανάλυση και τον θετικισμό! Η τελευταία ταινία της Αυστριακής σκηνοθέτιδαςέχει ως φόντο τη ρομαντική εποχή και ως αφετηρία το πραγματικό περιστατικό της διπλής αυτοκτονίας του Γερμανού ποιητή Χάινριχ Φον Κλάιστ και της Εριέτα Φόγκελ, μιας όχι και τόσο κοντινής του γυναίκας, που έπασχε από ανίατη νόσο, το Νοέμβριο του 1811.
Ωστόσο, είναι μια σπουδή σ’ έναν τύπο ειρωνείας που επιτέλους δεν αποκλείει τη συναισθηματικότητα. Καθώς οι πρωταγωνιστές της ανταλλάσσουν λεπταίσθητες, μακρόσυρτες στιχομυθίες, οι επιφάνειες στους κλειστούς χώρους μοιάζουν να αφηγούνται ιστορίες –μοτίβα σε ταπετσαρίες, πτυχώσεις σε βαριά υφάσματα, διάκοσμοι επίπλων αποκτούν τρίτη διάσταση. Η αίσθηση του «ψηφιακού» στη φωτογραφία εξασφαλίζει την αποτύπωση της απειροελάχιστης λεπτομέρειας μαζί με την ψυχρότητα του βλέμματος από απόσταση: ενός βλέμματος που δεν περιηγείται τόσο σε τοπία που παίζουν με την εικαστική παράδοση του 19ου αιώνα, όσο στην αγωνία και την απορία της ανθρώπινης ψυχής που μένει απαράλλαχτη ανά τους αιώνες. Με τα κωμικά της ξεσπάσματα και τα μουδιάσματά της.
Γκέλυ Μαδεμλή