ΠΑΓΚΑΚΙΑ
Περπατάς συχνά στους δρόμους μιας μεγάλης πόλης. Εγώ, τουλάχιστον, βλέπω σε κάποια σημεία παγκάκια άδεια. Στα πιο κεντρικά σημεία όλο και κάποιος θα βρεθεί να ξαποστάσει. Μερικές φορές, σε ορισμένα σημεία θα βρω μία ομάδα ανθρώπων που θα κάνουν μία συγκεκριμένη δραστηριότητα. Όταν θα πλησιάσω θα ανακαλύψω τι συμβαίνει.
Βλέπουμε στη φωτογραφία ένα τοπίο το οποίο είναι όλο και πιο συχνό στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας. Πλατείες και πάρκα που τα παγκάκια αν δε χρησιμεύουν για κρεβάτι από κάποιους άστεγους, τότε μένουν άδεια, πολύ λίγοι τα προτιμούν. Τι είναι πιο καλύτερο να κάθεσαι σε ένα παγκάκι και να κάνεις κάτι -να διαβάζεις ένα βιβλίο ή ένα περιοδικό, ένα χειροτέχνημα, να καθίσεις και να σκεφτείς τι γίνεται και τι σου συμβαίνει- ή να πας σε ένα καφέ και να πιεις το ρόφημά σου; Σαφέστατα το δεύτερο, θα απαντούσαν οι περισσότεροι Έλληνες.
Όταν πλησιάζω πιο κοντά, μία παρέα όπου διάφοροι άνθρωποι έχουν μαζευτεί και κάνουν κάτι, τότε θα ανακαλύψω ότι δεν είναι Έλληνες. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι μετανάστες. Φαντάζομαι ότι έχουν ακόμα τη συνήθεια από τις πατρίδες τους, οι περισσότεροι από την Ανατολή, να μαζεύονται σε ένα μέρος και να τα λένε, να παίζουν, να ανταλλάσσουν απόψεις. Πολύ πιθανόν αυτό να μη θυμίζει κάτι σε πολλούς. Αν πάμε πίσω όμως, στα αρχαία χρόνια θα βρούμε την Αγορά, όπου ο Δήμος, οι πολίτες αυτής της πόλης συνήθιζαν να μαζεύονται και να συζητούν για κοινά θέματα, να σχηματίζουν μία άποψη. Άλλωστε σε αυτά τα μέρη αναπτύχθηκαν οι μεγαλύτερες φιλοσοφίες, όταν διάφοροι άνθρωποι ήρθαν σε επαφή με τη φύση και ο ψυχισμός τους βρήκε διέξοδο στην παραγωγική διαδικασία του λόγου.
Αν, ακόμη, πάμε στα ρωμαϊκά χρόνια, θα βρούμε ανάλογες δραστηριότητες σε μέρη παρόμοια. Στη βυζαντινή εποχή επίσης ήταν συνηθισμένο αυτό το κοινωνικό φαινόμενο. Στην τουρκοκρατία ήταν μία ανάγκη των υποταγμένων λαών να συζητούν και να αποφασίζουν για αυτά που πρόκειται να κάνουν. Η ίδια δραστηριότητα συνεχίστηκε, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, και οι πλατείες ή τα πάρκα ήταν οι χώροι όπου δοκιμάζονταν οι ιδέες, γίνονταν γνωριμίες, έπεφτε ο σπόρος των νέων ιδεών, των πιθανών αλλαγών στην κοινωνία.
Κάπου στην Ελλάδα του μεσοπολέμου έγιναν της μόδας τα καφέ, μίμηση του τρόπου ζωής της Ευρώπης, πιο ειδικά της Γαλλίας. Και όμως, λίγα ήταν τα καφέ που είχαν το νόημα του «στεκιού» μιας συγκεκριμένης παρέας, όπως ήταν και είναι στο Παρίσι, για μεγάλο βαθμό, και ακόμη πιο λίγα έχουν παραμείνει μέχρι σήμερα. Τα εκατοντάδες καφέ έχουν πλέον εκφυλιστεί σε μία μοναχική συνεύρεση, όπου, μέσα στον κόσμο, αισθάνεσαι ακόμα πιο μόνος. Μόνος γιατί δεν επικοινωνείς, δεν υπάρχουν κοινά ενδιαφέροντα, ακόμα και οι πολιτικές συζητήσεις είναι σπάνιες, έστω με τη βαρβαρότητα που υπήρχε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Μένουν τα παγκάκια άδεια και παραπονεμένα, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Θα μπορούσε να τα ακούσει να λένε, να συζητούν μεταξύ τους, που πήγαν αυτοί οι άνθρωποι, που είναι όλοι αυτοί που ζουν στις γύρω πολυκατοικίες, γιατί δεν τα προτιμούν. Ίσως δε θα μπορούσαν να φανταστούν ότι ο περιορισμός στο σπίτι τους ήταν κάποτε μία επιβαλλόμενη οδηγία της κατασταλτικής εξουσίας, για να μην υπάρχει υποκίνηση ταραξιών ενάντια στο καθεστώς, σήμερα όμως είναι μία επιβολή από εμάς στον εαυτό μας.
Η αλλοτρίωση του ανθρώπου στη δυτική κοινωνία είναι τέτοια που δεν μπορεί να ανεχτεί πλέον μία διαφορετική άποψη, έστω και λίγο. Και τι άραγε θα προσέφερε μία συνάθροιση ανθρώπων σε μία πλατεία ή σε ένα μικρό πάρκο; Μήπως τη γνωριμία των ατόμων μιας κοινωνίας, τη συνοχή της, την κατανόηση των προβλημάτων, την αλληλεγγύη, τη θέση και την ενδεχόμενη επίλυση κάποιων θεμάτων; Ή, μήπως, αυτό απαγορεύεται στο δυτικό άνθρωπο;
Πράγματι, σκέφτομαι, η ίδια η εξουσία έχει επιβάλλει έναν παραβατικό λόγο στους πολίτες της κοινωνίας που θέλει να εξουσιάσει. Πολύ σωστά σκέφτηκαν ότι είναι πιο εύκολο να κάμψεις την αντίσταση λίγων ανθρώπων, παρά πολλών. Τι πιο απλό από το να δημιουργήσεις την έννοια του φόβου στα μέλη αυτής της κοινωνίας για να μπορεί να δεχτεί πιο εύκολα την εξουσία του Πατέρα, έτσι όπως έχει μεταφερθεί από την οικογένεια, στην οποία έχει εμφυτευθεί από τη θρησκευτική ιδεολογία των μονοθεϊστικών θρησκειών, έτσι όπως εκφράζεται πλέον σε όλες τις δομές της κοινωνίας. Στη δουλειά, στην αγορά, παντού.
Αν σκεφτούμε λίγο καλύτερα είναι εύκολο να καταλάβουμε την υποτροπιασμένη νεύρωση του δυτικού ανθρώπου που, από τη μία μεριά θέλει να ανοιχτεί στην κοινωνία στην οποία ζει, από την άλλη έχει σαφείς και δυνατούς περιορισμούς για να το κάνει. Είναι αυτονόητο ότι μέσα στο κοινωνικό σύνολο όπου ζει αισθάνεται ασφάλεια και εκεί βρίσκει την απόλαυση με διαφορετικούς τρόπους. Στην πραγματικότητα όμως αρνείται αυτή τη στάση, του κοινωνικού όντος, για το οποίο είχε μιλήσει ο Αριστοτέλης. Ο Επίκουρος, ο οποίος είχε αναφερθεί πολύ στην απόλαυση και στην ηδονή, είναι άγνωστος στους Έλληνες της εποχής μας.
Ο άνθρωπος παραμένει θιασώτης μιας συνομιλίας μεταξύ του υπερεγώ του και του Άλλου, δηλαδή ενός παραφουσκωμένου εγώ και μιας κατασκευασμένης προσωπικότητάς του από αυτόν τον ίδιο, κάτι που δημιουργεί τον παραβατικό λόγο και οδηγεί στην υστερία. Είναι πολύ συνηθισμένη, κατά συνέπεια, η ναρκισσιστική νεύρωση, αυτή που τον οδηγεί πολύ μακριά από αυτό που είναι στην πραγματικότητα, του δημιουργεί ψυχολογικό τραύμα, τόσο έντονο που είναι πολύ δύσκολο να επιστρέψει. Το χειρότερο είναι όταν μεταδίδει αυτό το λόγο και στα παιδιά του, έτσι ώστε να μεταφέρεται αυτή η πληγή από γενιά σε γενιά, με μεγαλύτερο όμως βαθμό κακοποίησης των δομών του ψυχισμού του.
Η κοινωνικοποίηση είναι ένας τρόπος για να ξεπεράσουμε αυτή την πληγή. Είναι, συγχρόνως, μία επαναστατική πρακτική, γιατί υπηρετεί ουσιαστικά τη δημοκρατία. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει ο άνθρωπος να σπάσει πρώτα κάποιους μικρούς φραγμούς, μετά μεγαλύτερους, μέχρι να απελευθερωθεί σε μεγάλο βαθμό. Να βγάλει από μέσα του το Νάρκισσο και να επαναφέρει το κοινωνικό ον που είναι εκ των πραγμάτων. Να συναντήσει το συνάνθρωπό του και να κάνει προσπάθεια πρώτα να τον ακούσει και μετά να συνομιλήσει μαζί του.
Ας ανατρέξουμε στους αρχαίους ή στους κλασικούς συγγραφείς. Ας ακούσουμε την Τέχνη, σε όλες τις μορφές της τι έχει να μας πει για την ανθρώπινη φύση. Ας ακούσουμε την ίδια την ψυχή μας που μας καλεί να την αφήσουμε να εκφρασθεί ελεύθερα, όπως ένα μικρό παιδί, χωρίς αναστολές, φόβους και εμπόδια. Ας αρνηθούμε οποιαδήποτε αρχή μας βάζει εμπόδια σε αυτόν τον τρόπο ζωής. Τελικά, ας είμαστε, όσο μπορούμε περισσότερο, ο εαυτός μας.
Φωτογραφία-κείμενο: Γιάννης Φραγκούλης