ΚΟΜΙΚΣ
ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ
Κόμικς και κινηματογράφος: γράφει ο Γιάννης Δεληολάνης
Τι ενώνει τα κόμικς και τον κινηματογράφο; Η παρουσία της εικόνας. Τι τα χωρίζει; Το πλεονέκτημα της κίνησης. Έδωσε την αναμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία στη σύγχρονη αρένα της pop(ular) culture στο δεύτερο. Ή μήπως όχι; Κόμικς και κινηματογράφος.
ΚΟΜΙΚΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ
Σε κάθε σύστημα συμβόλων και σε κάθε σύστημα αναπαράστασης υπάρχει στην πραγματικότητα μόνο μια κίνηση: Αυτή του νου που επενδύει το ερέθισμα με την ακατανίκητη φωτιά της φαντασίας. Αυτήν που πάντα μεσολαβεί για την ανάδυση του όποιου προσωπικού «νοήματος». Με άλλα λόγια, τη μεταφορική μετουσίωση και ενσωμάτωση του ερεθίσματος, στο πλαίσιο της (αναπόφευκτα) υποκειμενικής συνείδησης. Τούτο το θεμελιώδες υπόβαθρο περικλείει ένα ολόκληρο σύστημα φαινομενικών αντιμαχιών στην ιστορική αλληλεπίδραση των κόμικς και του κινηματογράφου.
Το κόμικς μοιάζει να βρίσκεται πιο κοντά στην αφήγηση του μυθιστορήματος. Σαν μια μετάβαση από την έλλειψη εικόνας του γραπτού κειμένου στην κινούμενη (κινηματογραφική) εκδοχή της. Ακριβώς επειδή αφήνει περισσότερα στη φαντασία. Είναι μια πιο «λιτή» πλατφόρμα ανάπτυξης της φαντασίας σε σχέση με τον κινηματογράφο. Αυτό, θεωρούμενο στο ίδιο συμβατικό τερέν, ξεκινά από τη λογική του τα-δείχνω-όλα, την επίφαση της πραγματικότητας «όπως είναι».
Πως είναι όμως η πραγματικότητα; Επειδή είναι πάντα μεγαλύτερη από οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί γι’αυτήν. Ή από οτιδήποτε μπορεί να δειχθεί από αυτήν. Κόμικς και κινηματογράφος παραμένουν από τούτη την άποψη ομοειδή. Ελλειπτικές πλατφόρμες πυροδότησης της φαντασίας μάλλον παρά αναπαραστάτες ενός άφατου πραγματικού. «Ψέματα» που αντανακλούν την αλήθεια απλώς παραπληρωματικά. Υπονοώντας μόνο μέσα από τον εγγενή περιορισμό τους την απερίγραπτη διάσταση του απεριόριστου.
ΚΟΜΙΚΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ
Το κόμικς αφήνει αφθονία χώρου στην ενορχήστρωση της φαντασίας, μέσα από τα μικρά του κάδρα, τα στατικά του χρώματα και τις ακίνητες γραμμές του. Ο κινηματογράφος κερδίζει το στοίχημα της αμεσότητας μέσα από το μεγαλύτερο αισθησιακό του εύρος. Άσχετα αν τελικά η μονομανής διεκδίκηση του πραγματικού δεν κάνει παρά μεγαλύτερο το ψέμα του και πιο ανέφικτο, ακριβώς, τον δηλωμένο στόχο του.
Έτσι η υποβολή της κινούμενης εικόνας είναι απλώς πιο υπνωτική, πιο μαζική, πιο απόλυτη σε μια εποχή δοσμένη στα «ακριβή» αντίγραφα. Ανύποπτη για το γεγονός ότι αυτά δεν προσεγγίζουν περισσότερο το πραγματικό. Ακριβώς και αντίστοιχα, όσο αυξάνεται η λεπτομέρεια της υποθετικής αναπαράστασής του τόσο πιο ολοκληρωτικά καταργείται το πραγματικό, αντικαθιστώμενο από την ψευδαίσθηση της αναπαραγωγής του.
ΚΟΜΙΚΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ
Αντιλαμβανόμενοι το αντιληπτικό εύρος της κινηματογραφικής αναπαράστασης ως τη λειτουργική μηχανή, τεχνική ή τεχνολογία της ψευδαίσθησής του. Ο κινηματογράφος εμφανίζεται φαινομενικά στις μέρες μας ως πιο «εξελιγμένο» ή «πραγματικό» από τα κόμικς. Παρόλο που τα τελευταία έπονται χρονολογικά του κινηματογράφου με τη μορφή με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι μαζί τους.
Τα κόμικς, με τη σύγχρονη μορφή τους, αυτήν που κυριάρχησε στην ποπ κουλτούρα, υφίστανται σχετικά απαράλλακτα στα βασικά τους στοιχεία: Από τις δεκαετίες του ΄30 και του ΄40. Έχοντας βεβαίως προλάβει να επηρεαστούν στην αφηγηματικότητά τους από την τέχνη του κινηματογράφου. Της αντίληψης της κινούμενης εικόνας σε σχέση με τη «φωτογραφική», θα μπορούσε να πει κανείς, στατικότητα, της παραδοσιακής ζωγραφικής.
Η αφήγηση μιας κινηματογραφικής ιστορίας πάλι, το κλασικό κινηματογραφικό fiction, ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει από την εποχή του Τσάρλι Τσάπλιν. Η καταλυτική σύγχρονη κυριαρχία της προσομοίωσης. Η κυρίαρχη, πανταχού παρούσα και διαβρωτική λατρεία της ψευδαίσθησης και της bigger, better, more καταναλωτικής προσέγγισής της έχρισαν, μεταξύ άλλων, τον κινηματογράφο τελικό ευεργετούμενο της αλληλεπίδρασης: Ψυχαγωγική αιχμή του δόρατος προς ένα αμφιλεγόμενο μέλλον που θέλει το πραγματικό να μην ξεχωρίζει από την αναπαράστασή του.
ΚΟΜΙΚΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΣΧΕΣΗ
Τα κόμικς μοιραία ακολούθησαν σε προσπάθειες «εκμοντερνισμού» της γλώσσας τους. Αφομοιώνοντας τεχνικές και κάθε είδους διδάγματα από τον κινηματογράφο. Δεν θα ήταν υπεραπλουστευτικό να πούμε ότι η επιτομή της εξέλιξής τους αυτής ήταν η προσπάθεια για μια πιο «κινηματογραφική» αφήγηση. Ρίχνοντας, εν είδη παραδείγματος. Μια ματιά στην αμφίδρομη σχέση των αμερικάνικων κόμικς με υπερήρωες με τις αντίστοιχες χολιγουντιανές ταινίες: Ανακαλύπτουμε πάντως ότι η σε βάθος αλληλεπίδραση των δύο μέσων ουσιαστικά δεν έχει τερματιστεί ποτέ.
Τα μοντέρνα κόμικς του είδους επιδιώκουν ποικιλοτρόπως έναν ευρύτερο ρεαλισμό. Μέσα από τον αυξανόμενο δυναμισμό της σκιτσογραφίας τους (στη θέση των οπτικών εφέ;). Την όλο και τολμηρότερη παραβίαση του άλλοτε παραδοσιακού και συμβατικού σχεδιασμού των καρέ (στη θέση του μοντάζ;). Την συνεχιζόμενη «ενηλικίωση» της θεματικής τους (στη θέση του σεναρίου;). Με θανάτους ηρώων (concept που έμοιαζε ουσιαστικά απαγορευμένο για τα κόμικς υπερηρώων, ως τα τέλη της δεκαετίας του ΄70).
Ατυχείς ή ανεκπλήρωτοι έρωτες θέματα κοινωνικής διάστασης, όπως ο ρατσισμός ή ο φασισμός. Χαρακτήρες των οποίων οι υπερδυνάμεις μπορεί να εμφανίζονται ως κατάρα ή απλώς να μην αρκούν για να ξεπεράσουν τα πολύ ανθρώπινα ψυχολογικά τους αδιέξοδα. Αυτά είναι ικανά να τους οδηγούν στα όρια της εμμονοληψίας, της διχασμένης προσωπικότητας ή και της τρέλας. Ένα μικρό και υπερβατικό υπόδειγμα της τελευταίας τάσης του είδους είναι το «Batman-the killing joke», του σκιτσογράφου Μπράιαν Μπόλαντ και του Άλαν Μουρ. Κορυφαίου ανανεωτή των κόμικς σεναρίων του τέλους του 20ου αιώνα.
ΚΟΜΙΚΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΣΗΣ
Με τη μορφή που παραπάνω περιγράφηκε, ένας… χάρτινος υπαρξισμός αναδύθηκε. Έστω και υπεραπλουστευμένος. Στα κόμικς του είδους ήδη από την δεκαετία του ΄60. Έδωσε στην Marvel Comics, του Σταν Λι, την ευκαιρία να κερδίσει την πρώτη μάχη του ψυχολογικού ρεαλισμού από τους πιο «ατσαλάκωτους» ήρωες της αντίπαλης DC Comics.
Το να περιγράψει κανείς τις εξελίξεις αυτές σαν ένα αίτημα για περισσότερο ρεαλισμό ίσως να είναι πιο άστοχο από να τις χαρακτηρίσει το μέσο ενός επιδιωκόμενου υπερρεαλισμού. Μιας φόρμουλας ικανής να κάνει δυνητικά τις εικόνες να ξεπηδήσουν από τη σελίδα για να κατακτήσουν στο φαντασιακό ενδιάμεσο που τους χωρίζει από τον αναγνώστη. Τις ενώνει, τελικά, με αυτόν, με γέφυρα, πια, όχι μόνο τη διέγερση της παιδικής φαντασίας. Αλλά και με την προσομοίωση με διαστάσεις σκέψης και αίσθησης ενός πιο ενήλικου ψυχισμού.
Όσο για τους υπερήρωες του κινηματογράφου; Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσει κανείς μια εκ πρώτης όψεως αντίστροφή πορεία: Ταινίες σαν τον «Spider-man» ή τους «X-men» ξεκίνησαν από την πιο «ενήλικη» εκδοχή των ηρώων-με-προβλήματα. Μια πιο σύνθετη ματιά στον κόσμο, αξιοποιώντας πιο δραματικές καταστάσεις. Για να αγγίξουν ένα μεγαλύτερο ηλικιακά κοινό. Αξιοποίησαν, ταυτόχρονα, τα σύγχρονα ψηφιακά εφέ για να θαμπώσουν οπτικά… και τους μικρότερους.