Πετυχαίνοντας τη μεγάλη έκπληξη
Κοίτα να δεις που ήρθε η στιγμή το Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα να καταφέρει να κερδίσει τις εντυπώσεις από τους πολύ πιο δημοφιλείς Ανοιχτούς Ορίζοντες. Εξαιρετικές ταινίες ως επί τω πλείστον, ασχολούνται με τον άνθρωπο, με την κοινωνία, με την κρίση, διαθέτοντας και πολλά, πολλά προσόντα που τις κάνουν αξιοθέατες. Και ναι, μπορείς να τις συστήσεις σε λιγότερο σινεφίλ φίλους σου, χωρίς να φοβηθείς ούτε μια στιγμή πως θα σε χαρακτηρίσουν… κουλτουριάρη. Καλό, ανθρωποκεντρικό σινεμά χωρίς μεγαλοστομίες, αλαζονείες και γραφικότητα. Υπάρχει τίποτε καλύτερο;
(το κείμενο που ακολουθεί βασίστηκε στις καθημερινές μας ανταποκρίσεις για την ιστοσελίδα www.moviesltd.gr)
«Εκτός ελέγχου» (She’s Lost Control) της Άνια Μάρκαρτ. Χαρακτηριστική περίπτωση ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, με τα θετικά του και τα αρνητικά του έχουμε εδώ. Η Μάρκαρτ ελέγχει τα εκφραστικά της μέσα, δεν φλυαρεί παραδόξως, κάνει αντίστιξη της απρόσωπης μεγαλούπολης με μια γυναίκα που προσπαθεί να λειτουργεί όχι ως πόρνη αλλά ως πραγματική θεραπεύτρια. Που δίνεται με όλο της το είναι σε κάθε προβληματικό «πελάτη», που δεν λέει ψέματα, που πραγματικά αισθάνεται και ξεχωρίζει σαφώς μέσα της το empathy από το sympathy. Φαίνεται όμως πως όσο πιο πολύ παίζεις με τη φωτιά, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα καείς (μικρό spoiler αυτό). Οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές είναι εξαιρετικοί, όλα βαίνουν καλώς, η λύση του δράματος όμως είναι σαφώς αμήχανη.
«Η φυλή» (Plemya/ The Tribe) του Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι. Ταινία που αποτελεί ως σύλληψη ένα εντελώς τολμηρό εγχείρημα. Μια ταινία στην οποία πρωταγωνιστούν κωφάλαλοι και όπου όλοι οι διάλογοι γίνονται στη νοηματική γλώσσα. Χωρίς υπότιτλους, χωρίς voiceover, χωρίς επεξηγήσεις, όπως αναφέρεται πριν φωτιστεί το πρώτο πλάνο της ταινίας. Οι θεατές ακούμε τους φυσικούς ήχους αλλά μένουμε απ” έξω από το τι ακριβώς «παίζεται» επί της μεγάλης οθόνης. Ο Σλαμποσπίτσκι ποντάρει στο ρεαλισμό κι ας βρίθει η ταινία του συμβόλων, έχοντας πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Η σκηνή της απόξυσης είναι απίστευτα ρεαλιστική (στην προβολή στο «Ολύμπιον» υπήρξε λιποθυμία!) και το φινάλε με τα σπασμένα κεφάλια θα κάνει πολλούς να φρικάρουν με την αγριότητά του. Έτσι είναι, όμως: οι νταήδες αντιμετωπίζονται με τα ίδια τους τα όπλα. Και στο τέλος δεν έχεις παρά να κλείσεις την πόρτα στους παντώς είδους φασίστες και να πετάξεις και το κλειδί.
«Μάθημα αποκατάστασης» (Klass Korrekzii/ CorrectionClass) του Ιβάν Ι. Τβερντόφσκι. Όμορφο και κυρίως έξυπνο κορίτσι με αναπηρία, διεκδικεί τα αυτονόητα. Όμως, απέναντί της το σύστημα, που έχει δημιουργήσει για αυτήν και τους ομοίους της έναν εκπαιδευτικό Καιάδα. Όμως, απέναντί της οι αδιάφοροι καθηγητές. Όμως, απέναντί της οι προκαταλήψεις, τόσο των «υγιών» συνανθρώπων της όσο και των ομοίων της, που όταν τη βλέπουν να μην κινείται στο πλαίσιο που επιθυμούν προσπαθούν να τη ρημάξουν Το φινάλε, με την απηυδισμένη από την αδικία μητέρα της κοπέλας να ξεσπάει, δεν μπορεί παρά να σε κάνει να «σπάσεις» αν είσαι άνθρωπος.
«Magical Girl» του Κάρλος Βερμούτ. Η ταινία του Βερμούτ σήνεται ως παζλ που χτίζεται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας. Ναι, κάποια πράγματα δεν επεξηγούνται, ναι, κάποια πράγματα παραμένουν μυστήρια και αδιευκρίνιστα αλλά αυτές οι «ελλείψεις» αντί να μειώνουν τη δυναμική της ταινίας αυξάνουν γεωμετρικά τη γοητεία της. Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος μας λέει ουσιαστικά η ταινία. Μαγικό το κορίτσι, μαγική η ταινία. Μιλάμε όμως για μια μαγεία κατάμαυρη, για μια ταινία κατασκότεινη, που δεν αφήνει αυταπάτες, που δεν φτιασιδώνει τον μισανθρωπισμό της, που λέει τα πράγματα ως έχουν. Η οικονομική κρίση έγινε κοινωνική κρίση, έγινε κρίση ηθικής. Και παρά το γέλιο που χαρίζει σποραδικά η ταινία, αυτό παγώνει στο τέλος στα χείλη του θεατή. Πάρα πολύ σπουδαία δουλειά
«Μόντρις» (Modris) του Γιούρις Κουρσιέτις. Ο Μόντρις του τίτλου είναι ένας έφηβος που μεγάλωσε με τη μητέρα του, χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα του κι έχοντας μόνη πραγματική πηγή ευχαρίστησης τα «φρουτάκια». Σπάνια δείχνει τα συναισθήματά του. Έχει μονίμως μια έκφραση στο πρόσωπο, εκείνη της πλήρους απάθειας. Λες και βιώνει τη ζωή του υπνοβατώντας, λες και μονίμως θα υπάρχει κάποιος που να βγάζει τα κάστανα από τη φωτιά για εκείνον. Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και το φινάλε της μέσα στον πεσιμισμό του για την κατάληξη του Μόντρις αφήνει και μια χαραμάδα ελπίδας.
«Δίπλατης» (At Li Layla/ Next to Her) του Ασάφ Κόρμαν. Η φροντίδα ατόμου με ειδικές δεξιότητες θέλει κότσια, κουράγιο και πολύ αγάπη. Τούτη η ταινία μας λέει απλά και ωραία πως η πολύ αγάπη κάποια στιγμή μπορεί να γίνει ασφυκτική. Και η σχέση φροντιστή – αρρώστου μεταβάλλεται σε σχέση εξουσίας, Η πρωταγωνίστρια είναι ταυτόχρονα σύγχρονη ηρωίδα εξαιτίας της αυταπάρνησής της στη φροντίδα της αδελφής της αλλά και μια γυναίκα που η αγάπη της εντέλει καταπιέζει αντί να ελευθερώνει. Ακόμα και όταν ερωτεύεται έχει το μυαλί της στην αδελφή της – είναι εκείνη που έχει εξάρτηση, είναι εκείνη που έχει ιδρυματοποιηθεί.
«Μάθημα» (Urok/ The Lesson) των Κριστίνα Γκρόζεβα και Πέταρ Βαλτσάνοφ. Οι δύο σκηνοθέτες από τη Βουλγαρία στήνουν ένα νεορεαλιστικό κομψοτέχνημα, μια ταινία που βροντοφωνάζει πως φιλήσυχοι, νομοταγείς και νοήμονες πολίτες μπορούν να χάσουν τη μπάλα από τη μία μέρα στην άλλη λόγω οικονομικών αναγκών και να προβούν σε απεγνωσμένες και απέλπιδες προσπάθειες λειτουργώντας όχι με λογική αλλά με το θυμικό, με παρορμητισμό και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Η δασκάλα προσπαθεί να δώσει στα παιδιά ένα μάθημα ζωής, το μάθημα όμως τελικά το παίρνει εκείνη. Αυτά που συμβαίνουν επί της μεγάλης οθόνης φαίνονται απίστευτα αλλά δεν είναι. Και για την Ελλάδα της κρίσης είναι πάρα πολύ γνώριμα. Σπουδαία η ερμηνεία της Μαργκίτα Γκόσεβα και τεράστιο κατόρθωμα των σκηνοθετών είναι πως μέσα σε όλη τη ζοφερή εικόνα βρίσκουν τον τρόπο να βάλουν και έξυπνο χιούμορ στο σενάριό τους.
«Αμνησία» (Amnesia) της Νίνι Μπουλ Ρόμπσαμ. Συνήθως οι γυναίκες τρελαίνονται με τη μητρότητα, η Νορβηγίδα σκηνοθέτιδα όμως θέλει σε τούτη την ταινία να δείξει πως κάποιοι άντρες μπορεί να γίνουν… στρίγκλοι αν δεν πετύχουν την πατρότητα. Αυτό είναι η σπίθα που πυροδοτεί το φυτίλι για να εξελιχθεί μια άγρια εκδοχή του «Πόλεμου των Ρόουζ». Από εκεί και πέρα όλα είναι προβλέψιμα, όλα είναι ξεκάθαρα, όλα είναι… χολιγουντιανά. Ένα φτηνό ριμέικ θα μπορούσε να βγάλει χρήματα στις ΗΠΑ. Μέχρι και οι ερμηνείες είναι χάλια. Και το σενάριο λες και γράφτηκε στο πόδι. Η πιο αδύναμη από τις ταινίες του τμήματος που είδαμε ως τώρα.
«Πλευρικοί άνεμοι» (Risttuules/ Inthe Crosswind) του Μάρτι Χέλντε. Από τα πιο όμορφα πράγματα που έχουμε δει ποτέ στο σινεμά! Και είναι παράδοξο αυτό, καθότι μιλάει για μια άγρια ιστορία από τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν θέλεις να γίνεις κακός δηλαδή, μπορείς να πεις ότι δείχνει όμορφη τη φρίκη. Επίσης, όσοι έχουμε κάνει κουκουέδες, μας έρχεται δύσκολο ιδεολογικά να θίγεται η Σοβιετική Ένωση και ο κλασικός κακός της, ο πατερούλης Ιωσήφ Στάλιν. Η ταινία είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, δεν έχει διαλόγους αλλά voiceover, αυτό όμως που σε τρελαίνει και δεν το χορταίνεις είναι οι 13 σκηνές ταμπλό βιβάν. Τι μεγάλο εικαστικό, καλλιτεχνικό κατόρθωμα! Κάθε μία από αυτές τις σκηνές χρειαζόταν από δύο έως έξι μήνες πρόβας για να στηθεί και γυρίζονταν μέσα σε μία και μόνη ημέρα! Συνολικά, τα γυρίσματα κράτησαν τέσσερα χρόνια, άξιζε όμως ο κόπος. Η κάμερα κινείται ανάμεσα από σώματα που είναι παγωμένα στο χρόνο, λες και παίζουν αγαλματάκια. Σπουδαία δουλειά, που 99% θα τσακώσει στο φεστιβάλ τα βραβεία καλλιτεχνικού επιτεύγματος και μουσικής.
Θόδωρος Γιαχουστίδης