το πεσμένο σπίτι
Έχεις φύγει. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Η Ελλάδα ήταν ένα μεγάλο πεδίο μάχης: αριστεροί με δεξιούς, προσωπικές παρεξηγήσεις, κάθε λίγο και λιγάκι ήταν επικίνδυνο να στιγματιστείς. Η ανάπτυξη δεν έρχεται, δεν την αφήνουν να έρθει. Ήθελες να ζήσεις καλύτερα και σηκώθηκες και έφυγες.
Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Αγγλία, Ιταλία, Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία, χώρες που δέχτηκαν στρατιές μεταναστών, αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου. Πιο πριν οι χώρες του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ γέμισαν από άλλους: Ρωσία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Πολωνία. Οι μεν έφευγαν με ιατρικό πιστοποιητικό, οι δε με κομματικό και ακολουθούσαν τη φράξια του κομμουνιστικού κόμματος, με την οποία αισθάνονταν πιο καλά.
Δεν ήταν μόνο από την Ελλάδα. Όταν πήγες εκεί, έβλεπες και άλλους, από άλλες χώρες, να δουλεύουν για να ανορθώσουν την οικονομία αυτής της χώρας. Δούλευαν καλά, δουλεύατε καλά. Θέλατε να αποδείξετε ότι είσαστε καλοί. Η απαξίωση από τις χώρες σας δημιούργησε την ανάγκη να ξεχωρίσετε. Και ξεχωρίσατε. Φτιάξατε χώρες κατεστραμμένες, δημιουργήσατε οικονομικές δομές από το μηδέν, περίσσευαν λεφτά για τη οικογένεια που έμενε πίσω και δεν τα κατάφερνε να ζήσει. Εν των μεταξύ, στην Ελλάδα ήταν όλο ταραχές, το αστυνομικό κράτος της Δεξιάς, του Καραμανλή, πριν το 1967, η χούντα, μετά, δεν άφηναν το νέο να εκφρασθεί.
Εσύ ήσουν εκτός. Είχες κάνει ένα άλμα. Ήσουν κάποιος. Αν γύριζες πίσω, για διακοπές λίγων ημερών ήσουν κάποιος μέσα στην τοπική κοινωνία που είχες αφήσει πίσω σου. Όλοι σε κοίταζαν και σε θαύμαζαν. Έτσι το καταλάβαινες. Είχε δημιουργηθεί μέσα σου η πραγματικότητα του «κάποιου» και κόμπαζες. Ξεχώριζες σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Δεν ήξερες όμως γιατί. Δεν είχες καταλάβει ότι περίμεναν από εσένα αυτή τη βοήθεια που θα τους ξελάσπωνε. Γνωστοί και φίλοι, έστω και μακρινοί, σε έβλεπαν σα μία ευκαιρία. Από κάτι νύξεις μέσα στις κουβέντες κάτι είχες καταλάβει. Η καταγωγή σου ήταν από τη Θεσσαλονίκη.
Θυμόσουν αυτή την πόλη σα μία μεγάλη, αλλά επαρχιακή πόλη, όταν έφυγες. Νοσταλγούσες το κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της που χάθηκε με τις αλλεπάλληλες καταστροφές, βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ και Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, εμφύλιος, η σφαγή των Εβραίων, ο διωγμός των μουσουλμάνων, η περιθωριοποίηση των άλλων στοιχείων. Θυμόσουν τις γειτονιές που ήταν πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης, διατηρούσαν όμως το δικό τους χαρακτήρα. Η γειτονιά Λεβαντή. Εκεί έστεκε το πατρικό σου. Εκεί έπαιξες και έμαθες τον κόσμο.
Με τον καιρό άρχισες να καταλαβαίνεις. Ήσουν αυτός που ήθελαν να εκμεταλλευτούν, αυτό άρχισε να σε αποξενώνει. Κάθε χρόνο δεν έκανες το ταξίδι σου στα «πάτρια εδάφη». Ας πάμε και αλλού βρε αδελφέ. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να δουν και άλλα μέρη. Όλα τα ίδια και τα ίδια. Προσπάθησες να το ιδεολογικοποιήσεις. Μέσα σου ήξερες ότι κάτι σε αποξένωνε από αυτούς. Από «αυτούς». Αυτή η λέξη. Οι «αυτοί» ήταν παλιά οι κολλητοί σου, η δεύτερη οικογένειά σου. Τώρα άρχισες να απομακρύνεσαι και από τη πρώτη οικογένειά σου. Τα γράμματα λιγοστεύουν, το τηλέφωνο έμεινε, που και που. Για να δεις τι κάνουν οι γέροι.
Οι γέροι έμειναν πίσω για να φυλούν τα έρμα. Να φυλούν τις Θερμοπύλες από τον εχθρό που δεν μπόρεσαν να το σταματήσουν, ίσως δεν ήθελαν κιόλας, όταν ήταν νέοι. Τώρα αγκομαχούν. Δεν έχει μείνει κάποιος όμως να τους κοιτάξει, πολύ περισσότερο να τους κρατήσει σαν παρακαταθήκη γνώσης και σοφίας. Δεν είχαν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η παράδοση πεθαίνει, παραδίδεται στο νέο που δεν μπορεί να αντέξει την ασφυκτική αγκαλιά του παλιού. Η παράδοση παραδόθηκε και δεν μπόρεσε κανένας να τη σώσει από το εκτελεστικό απόσπασμα. Έγινε μουσειακό είδος.
Το σπίτι άρχισε να χαλάει. Η γειτονιά άλλαξε πολύ. Σε μία γωνιά ανάμεσα σε ένα βράχο και σε ένα δρόμο, έξω από τα κάστρα, απέναντι από τις εργατικές κατοικίες, μικρά σπιτάκια που προσπαθούν να θυμίσουν το παρελθόν, αυτό που κανένας δεν το θέλει ούτε καν να το έχει στο πολύ πίσω μέρος του μυαλού του. Όπως και εσύ. Θα έπεφτε. Το ήξερες, αλλά δεν έκανες κάτι να το κρατήσεις. Δεν σε ενδιέφερε, όχι το σπίτι μόνο, αλλά και η ίδια η περιοχή. Έτσι σκεφτόσουν. Η Ελλάδα σε έδιωχνε. Οι «γέροι» αργοπέθαιναν σε μία κοινωνία που ακολουθούσε με γοργό ρυθμό την κατηφόρα προς το θάνατό της. Θα ερχόταν το μοιραίο.
Όλο έλεγες να γυρίσεις πίσω, να δεις για τελευταία φορά τη γειτονιά, εκεί που μεγάλωσες, να θυμηθείς. Αισθανόσουν και ενοχές που έφυγες. Κάτι σα λιποτάκτης. Δεν τολμούσες. Όταν «έφυγαν» οι γονείς, κάτι γκρέμισε τις γέφυρες. Και δεν επέστρεψες ποτέ.
Το σπίτι έπεσε. Ακόμα και η σκεπή του. Ο δρόμος σου είχε απομακρυνθεί πολύ και δεν μπορούσες να δεις την παλιά ζωή σου, από τόση απόσταση. Ήσουν άλλος πλέον. Τα αναφερόμενά σου ήταν άλλα, το εγώ σου είχε άλλες δομές, η πραγματικότητά σου ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που ήταν τότε, στα παιδικά σου χρόνια. Δεν σε ένοιαζε πλέον το σπίτι αν είχε πέσει. Το όνειρο όμως παρέμενε.
Σε στοίχειωνε αυτή η μνήμη που πλέον διεκδικούσε το δικό της κόσμο. Ήθελες να συμφιλιωθείς με τα άσχημα του παρελθόντος, να δεις το παρόν, όλη τη διαδρομή σου, με ένα άλλο μάτι. Το είχες ανάγκη. Αλλά πως; Είχες το κλειδί, σε ένα μικρό κουτί μαζί με κάτι φωτογραφίες από τα παλιά. Το έβλεπες και σε έβλεπε. Διστάζατε. Κανένας δεν έκανε το πρώτο βήμα.
Το όνειρο σου, αυτό που είδες. Είχες πάει πίσω, στην πόλη σου. Άκουγες από έναν άλλον τις παλιές αφηγήσεις. Ακολούθησες τη διαδρομή. Τα σπίτια δίπλα από τα κάστρα, τον πόνο και την απελπισία, την πορτάρα, τους δρόμους δίπλα από την Άνω Πόλη, κοντά στο Τσινάρι. Το βράχο που σε ψυχοπλάκωνε αλλά σου άρεσε. Άφησες το σακίδιό σου και βγήκες βόλτα. Γύρισες και έβλεπες. Ήσουν νέος. Έβλεπες το ίδιο μέρος πολλά χρόνια μετά. Δεν το έβλεπες εσύ αλλά τα μάτια της ψυχής σου, με κάποιο τρόπο ασυνείδητο.
Το πρωί ο δρόμος σε έβγαλε μπροστά στο σπίτι. Είχες το κλειδί στο χέρι. Δεν έμενε παρά να το βάλεις στην κλειδαριά και να μπεις μέσα. Να καθίσεις στα παλιά έπιπλα και να αισθανθείς παιδί. Το είδες. Είχε πέσει. Μόνο η σκαλίτσα, τα μπροστινά ντουβάρια, ο κήπος αριστερά δεν υπήρχε. Το παρελθόν σου δεν υπήρχε. Είχε πεθάνει, είχε σκοτωθεί. Έφταιγες εσύ, οι άλλοι; Ποιος ξέρει; Πάντως δεν υπήρχε. Το κλειδί έπεσε και εσύ;
Η μνήμη, το πνεύμα σου, πέταξε πάνω από το σπίτι. Άρχισες να καταλαβαίνεις. Σαν ένα πουλί πετάχτηκε η ψυχή σου και ταξίδεψε προς τη θάλασσα. Έφυγε ξανά. Τώρα όμως είχε αυτό που ήθελε από τα παλιά. Αυτό που ήθελε να κρατήσει στο συνειδητό της. Και ξύπνησες. Μόλις είχες επιστρέψει από το ταξίδι που δεν έκανες ποτέ, όμως, με τρόπο ψυχικό, το έκανες με τον καλύτερο τρόπο. Και τότε τα κατάλαβες όλα.
Κείμενο-φωτογραφία: Γιάννης Φραγκούλης