Μία από τις πιο γοητευτικές απεικονίσεις που μπορείς να δεις σε μία πόλη είναι αυτό που λέμε γκράφιτι. Ένα είδος τέχνης πλέον αρκετά διαδεδομένο σε όλο τον κόσμο, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει έρθει και στην Ελλάδα και είναι μία μορφή τέχνης που τη βλέπεις ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Είδα αυτή την εικόνα και την αποτύπωσα με το φωτογραφικό φακό. Μετά, σα μία νεκρή ανάμνηση την κοίταξα πιο καλά. Στο κομμάτι της μνήμης μπορείς να κάνεις πιο εύκολα μία ανάλυση ανά σημείο, κάτι σα μία τομογραφία. Όταν βλέπεις αυτή την εικόνα, πριν να σκεφτείς καν να την κρατήσεις σαν αποτύπωμά της, υπάρχει ένα βλέμμα αμφίδρομο, τη βλέπεις και σε βλέπει. Την παρατηρείς και σε παρατηρεί. Μπαίνεις μέσα της και μπαίνει μέσα βαθιά στον ψυχικό σου κόσμο. Διεισδύει όλο και περισσότερο, προοδευτικά. Το αναφορικό της στοιχείο βρίσκει άλλα σημεία και δημιουργεί αλλεπάλληλες αφηγηματικές διαδικασίες. Είσαι εσύ και αυτή, αλλά και αυτά που έχουν δημιουργηθεί από την είσοδό της, τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα που έχει δημιουργήσει αυτός ο μουσαφίρης. Εκείνη τη στιγμή είναι δύσκολο να καταλάβεις τι γίνεται. Η απάντηση στην ερώτηση: «Τι είναι αυτό;» απλά δεν υπάρχει. Και αυτό γιατί δεν ξέρουμε για ποιο «αυτό» μιλάμε. Η εικόνα που έχουμε δει έχει μεταλλαχτεί σε διαφορετικά σημαίνοντα που δημιουργούν αναγκαστικά διαφορετικά σημαινόμενα.
Είναι αδύνατον ο άνθρωπος να μπορέσει να αναλύσει όλα αυτά τα σημαίνοντα και σημαινόμενα που ξεπηδούν σα μανιτάρια, από εδώ και από εκεί, μέσα στον ψυχικό του κόσμο, ανασύρουν στοιχεία και συνδυάζονται για να δημιουργήσουν όλο μεγαλύτερες και διαφορετικές αφηγηματικές διαδικασίες. Για να μπορέσει κάποιος να αναλύσει in vivo αυτή τη σημειωτική διαδικασία και τη νοηματοδοσία που παράγεται αλλεπάλληλα, θα πρέπει να «βγει απ’έξω» από αυτό το σύστημα στο οποίο συμμετέχει, του οποίου μέρος είναι και ο ίδιος, να το δει «αντικειμενικά». Αυτό όμως είναι αδύνατον αυτή τη στιγμή. Το καλύτερο είναι να αφήσουμε αυτή τη διαδικασία να παραχθεί έτσι όπως η ίδια το έχει σχεδιάσει και, αργότερα, να το εξετάσουμε.
Αν αυτό ακούγεται σα μία μεταφυσική σκέψη, απλά δεν είναι. Σεβόμαστε τον άνθρωπο, τα στοιχεία της ταυτότητάς του, τις ψυχικές του διεργασίες και δε θέλουμε να τον ενοχλούμε στην παραγωγική αυτή διαδικασία. Κρατάμε επιφυλάξεις για να επανέλθουμε αργότερα. Αν όχι θα δούμε να παράγονται πολλαπλές και σε διαφορετικές κατευθύνσεις νευρωτικές διαδικασίες που θα δημιουργήσουν ψυχωτικές καταστάσεις, άρα θα είμαστε ανίκανοι να αντιληφθούμε με κάπως ξεκάθαρο τρόπο την «πραγματικότητα». Κατά συνέπεια δε θα καταλαβαίναμε τίποτε από αυτό που ήταν μπροστά μας. Την αφήνουμε. Τη βλέπουμε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα.
Θα δούμε έναν άγγελο, μάλλον γένους θηλυκού. Αν και οι άγγελοι δεν έχουν φύλο, σύμφωνα με τη χριστιανική μυθολογία, αυτός ο καλλιτέχνης προτίμησε να το προσδιορίσει έτσι ώστε να μοιάζει με άνθρωπο. Καταλαβαίνουμε ότι έχουμε την προβολή του ανθρώπου σε ένα άγγελο. Το σώμα προβάλλεται στην ψυχή που έχει αγιάσει. Για ποιο λόγο; Βλέπουμε ότι ο άγγελος κρύβει το σώμα και το φύλο του, μόνο τα παπούτσια του θα μας μιλήσουν για το φύλο του. Με τα χέρια του έχει καλύψει το πρόσωπό του. Είναι θλιμμένος. Για ποιο λόγο;
Πολύ πιθανόν ο άγνωστος σε εμάς καλλιτέχνης έχει δει το πάθος του ανθρώπου, όχι αναγκαστικά το δικό του, που έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο να ακουμπά το θείο δράμα, όπως τα μοντέλα του Θεοτοκόπουλου που είχαν τη μορφή ενός αγίου επειδή ο ζωγράφος στο περιθωριακό άτομο είχε δει την αιτία που είχε φτάσει στο σημείο να ζει στο περιθώριο της κοινωνίας. Με ανάλογο τρόπο εδώ το άτομο που αναπαριστάται έχει πάθει τόσο που μπορεί πλέον να φτάσει η ψυχή του σε επίπεδα αγιοσύνης.
Ακόμη, εδώ δεν έχουμε την επικοινωνία που θα βλέπαμε σε έναν ζωγραφικό πίνακα. Τα πάθη δε μεταδίδονται σε εμάς με ένα βλέμμα για να μάθουμε από αυτά να δούμε μέσα τον εαυτό μας για να ανακαλύψουμε ίσως κάποιες πτυχές του που δεν είχαμε μέχρι τώρα μάθει. Μένει απροσδιόριστη και αυθαίρετη η αιτία αυτού του ανθρώπινου πάθους, ενισχύοντας έτσι το απροσδιόριστο του σημαίνοντος, κάνοντας αυτή την εικόνα πιο οικουμενική. Κατά συνέπεια, στη θέση αυτή μπορεί να τοποθετηθεί οποιοσδήποτε.
Αυτός ο άνθρωπος επιμένει να μη θέλει να μας δώσει κάτι, θέλει να είναι μόνος του και να κλείσει μέσα του τις νευρωτικές του καταστάσεις που ίσως θα διογκωθούν για να γίνουν ψυχωτικές. Έχουμε περάσει, λοιπόν, από την προβολή του ατομικού στο κοινωνικό, στα έργα ζωγραφικής του προπερασμένου αιώνα, στην προβολή του ατομικού στο ατομικό, άρα σε μία αδιέξοδη κατάσταση που χαρακτηρίζει ειδικά τη σημερινή κοινωνία, την έλλειψη επικοινωνίας. Όμως και αυτός ο τρόπος είναι ένα είδος επικοινωνίας, απελπισμένος βέβαια, αλλά εγγράφεται στο κοινωνικό πεδίο σαν τέτοια.
Για να το πούμε πιο καθαρά. Η επικοινωνιακή διαδικασία που δεν επικοινωνεί, που θέλει να μεταδώσει αυτή ακριβώς την έλλειψη κοινωνικής επαφής, που θέλει να μας μιλήσει για τη μοναξιά του ανθρώπου, ακόμα και όταν βρίσκεται με άλλους ανθρώπους, ακόμα όταν είναι μέσα σε μία σχέση, ερωτική ή φιλική, έχει μεγαλύτερη δύναμη από ένα επικοινωνιακό βλέμμα που αρχίζει και μιλάει γιατί, σε αυτή την περίπτωση, σε προκαλεί να μιλήσεις εσύ. Ο άγγελος αυτός θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε άνθρωπος που υποφέρει από αυτή την έλλειψη επικοινωνίας, άρα και της αγάπης, που βλέπει την ανθρώπινή του υπόσταση να καταργείται ή να μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο που ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε να το φανταστεί, στον άνθρωπο που δεν είναι κοινωνικό ον.
Μας δίνει τα θραύσματα της κοινωνίας, όχι αυτή σα σύνολο, αλλά σα μικρές ψηφίδες, όπου η μία δεν έχει σχέση με την άλλη, βρίσκονται σε ένα ιδιότυπο ψηφιδωτό που κάθε στιγμή είναι έτοιμο να σπάσει και να διαλυθεί, δίνοντας τη θέση του στα δομικά στοιχεία του, σα να μην υπήρξε ποτέ. Αυτή η εικόνα μένει εκεί για να μας υπενθυμίζει αυτή την ανάγκη επικοινωνίας, για να υπάρξει η κοινωνική συνοχή, ως απαραίτητη και αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη του ανθρώπου.
Κείμενο-φωτογραφία: Γιάννης Φραγκούλης