Κι όμως είναι ακόμα εδώ κι αυτόν το Νοέμβρη
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή γράφουμε κάτι για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και πρέπει να γράφουμε για αυτό. «Πρέπει» διότι είναι ένας υπέροχος θεσμός, ο οποίος ομορφαίνει την πόλη και είναι μια μικρή άνοιξη μες στο χειμώνα, κάτι σαν τις αλκυονίδες μέρες. Παρακολουθώ σχεδόν ανελλιπώς το φεστιβάλ από όταν ήμουν πιτσιρίκος, τα τελευταία είκοσι χρόνια. Είναι οι δέκα μέρες του χρόνου που δεν θα άλλαζα με τίποτα.Μας αρέσει να γκρινιάζουμε και η αλήθεια είναι πως προσωπικά γκρινιάζω πολύ. Πολύ κακή συνήθεια.
Πρέπει να τη διορθώσω. Η γκρίνια άλλοτε μπορεί να είναι εποικοδομητική, αν συνοδεύεται και από μια συνειδητοποίηση ή μια προσπάθεια αλλαγής, αλλά η γκρίνια είναι και εύκολη. Πάρα πολύ εύκολη. Αν δεν ήταν τόσο εύκολη, δεν θα γκρινιάζαμε όλοι για τα πάντα. Ε, αυτήν τη φορά δεν θα γκρινιάξω. Είναι αλήθεια πως ο προϋπολογισμός του Φεστιβάλ έχει σμικρυνθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά για το μέσο θεατή αυτό δεν φαίνεται σχεδόν πουθενά. Λείπουν ίσως οι πολύ «μεγάλοι» καλεσμένοι και με τη λέξη «μεγάλοι» εννοώ αυτούς οι οποίοι είναι αναγνωρίσιμοι όχι μόνο από τους σινεφίλ, αλλά και από το ευρύ κοινό. Ε, δεν πειράζει. Αυτό που έχει σημασία είναι η ποιότητα, αλλά και η ποσότητα του προγράμματος και σε αυτό πάμε πολύ καλά.
Στο φεστιβάλ δεν ερχόμαστε (μόνο) για να δούμε συμβατικές ταινίες, από αυτές που θα βλέπαμε ένα βράδυ κουρασμένοι για να χαλαρώσουμε, αλλά ταινίες που θα δοκιμάσουν τις αντοχές μας, θα μας προκαλέσουν, θα μας εκνευρίσουν, θα μας ταράξουν, θα μας κάνουν να αναρωτιόμαστε και επιτέλους θα μας ωθήσουν να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό μας, να ξεκινήσουμε ένα διάλογο, να πούμε κάτι παραπάνω από το απλό «μου άρεσε», «δεν μου άρεσε». Θα αιτιολογήσουμε, θα μιλήσουμε, θα ακούσουμε, θα σκεφτούμε. Και μέχρι τώρα απ’ όλα είχε ο μπαξές. Αποχωρήσεις, μια λιποθυμία, οριακό γιουχάισμα, γέλιο και πολλούς να στριφογυρίζουν άβολα στην καρέκλα τους.
Ακόμα δεν έχω καταλάβει ποιος είναι ο αλγόριθμος για να αποκωδικοποιήσω σε ποια ταινία θα γίνεται χαμός και σε ποια θα μπορείς να βρεις θέση. Πας τρεις η ώρα καθημερινή στην αίθουσα και βλέπεις στο ταμείο μια ατελείωτη ουρά σε στιλ «σε πατώ με πατάς για να μην ανέβουμε μαζί το γκρεμό» για το ποιος θα πάρει το μαγικό χαρτάκι για την ταινία που θα ξεκινήσει σε πέντε λεπτά. Και την ίδια ώρα σε κάποια άλλη αίθουσα υπάρχουν πενήντα κενές θέσεις. Προφανώς με κάποιον τρόπο πέφτει σύρμα, αλλά ακόμα δεν έχω καταλάβει ποιος είναι ο μηχανισμός του σύρματος.
Δεν το είδα με τα δικά μου μάτια. Μου το είπαν, οπότε δεν ξέρω αν ισχύει. Το σπασμένο τηλέφωνο δεν ήταν ποτέ καλός οδηγός. Όπως και να ‘χει σε κάποια προβολή χουχούλιασε ένας επιδειξιομανής. Σύμφωνα με την… ίδια πηγή, το θέμα διευθετήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες.
Αν ακούσω άλλη μια φορά την ερώτηση «τι θέλετε να πείτε με την ταινία σας;» στο Q&A που ακολουθεί της προβολής, θα αρχίσω να ουρλιάζω προς πάσα κατεύθυνση.
Μπράβο στους νέους εργαζομένους κι εθελοντές που βάζουν το λιθαράκι τους και να πρέπει να διατηρήσουν υψηλό το επίπεδο παρόλο που πρέπει να αντιμετωπίσουν ανθρώπους που έχουν μάθει πως κάποια πράγματα μπορούν να γίνουν και πλαγίως, πως ίσως μπορούν να μπουν σε μια αίθουσα παρόλο που δεν έχουν εισιτήριο, παρόλο που είναι ασφυκτικά γεμάτη και παρόλο που η ταινία έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαπέντε λεπτά.
Τέλος να πω και κάτι ακόμα.
Δεν είμαι από αυτούς που θεωρούν πως η Θεσσαλονίκη είναι η πιο όμορφη πόλη του πλανήτη και το καλύτερο μέρος για να ζεις. Είναι μια πόλη με τις ομορφιές της και τις ασχήμιες της, τις ιδιαιτερότητές της, τα χαρίσματα και τα προβλήματα. Έχω βρεθεί σε 2-3 φεστιβάλ κινηματογράφου του εξωτερικού, αλλά κυρίως έχω συνομιλήσει με πολλούς ξένους που έρχονται ως καλεσμένοι στο φεστιβάλ και που έχουν φάει τον «φεστιβαλικό» κόσμο με το κουτάλι. Όλοι ανεξαιρέτως έχουν μόνο καλά να πούνε για την αληθινά μαγευτική τοποθεσία των αποθηκών στο λιμάνι, την ατμόσφαιρα οικειότητας και την πληρότητα των αιθουσών. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου είναι ένα πολύτιμο αγαθό. Τελεία.
Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος