Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ;
Η ιστορία επαναλαμβάνεται ή εμείς φροντίζουμε για την επανάληψή της; Αν, ακόμη, ισχύει ότι η επανάληψη είναι τραγωδία τότε μήπως εμείς οι ίδιοι σκηνοθετούμε την τραγωδία στην οποία είμαστε τα ενεργά και παθητικά πρόσωπα, συγχρόνως; Μέσα από τις φωτογραφίες που θα παραθέσουμε θα μπορούμε να κάνουμε τη σύγκριση, τους χθες με το σήμερα. Τελικά να αποφασίσουμε ποια ερείπια της Ελλάδας θέλουμε. Ας έχουμε, δηλαδή, την πολυτέλεια να αποφασίσουμε την καταδίκη τη δική μας και των παιδιών μας. Ο Εμφύλιος μόλις έχει τελειώσει. Οι άνθρωποι, μέσα σ’αυτή τη χαώδη κατάσταση, προσπαθούσαν να οργανώσουν τη ζωή τους. Ο αγώνας γινόταν για ένα πιάτο φαΐ, για ένα τρύπιο παντελόνι ή φουστάνι, για ένα ζευγάρι παπούτσια, που είχαν βαρεθεί να πηγαινοέρχονται στον τσαγκάρη. Ο αγώνας γινόταν κυρίως για τη δουλειά, για το μεροκάματο. Οι διάφορες συντεχνίες , συγκεντρωμένες σε γνωστά στέκια, περίμεναν από τα ξημερώματα τους εργολάβους, αλλά και απλούς ιδιώτες, για να τους δώσουν δουλειά. Η διαπραγμάτευση σκληρή, αδυσώπητη, απάνθρωπη μερικές φορές! Οι ανειδίκευτοι και τα παιδάκια, στις δουλειές του ποδαριού. Κάλτσες, τσατσάρες, πιαστράκια, καθρεφτάκια, ξυραφάκια και ότι χωρέσει ο νους σου, που να μπορεί όμως να χωρέσει, σ’ένα τελάρο κρεμασμένο από το λαιμό. Σε όλους αυτούς, μπορείς να προσθέσεις και τους χιλιάδες επαρχιώτες, που έφταναν κάθε μέρα με τρένα και λεωφορεία, εγκαταλείποντας τα χωριά τους, με την ελπίδα μιας καινούργιας ζωής. Η εσωτερική μετανάστευση κράτησε χρόνια και χρόνια, ώσπου η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της Ελλάδας, έγιναν τα σημερινά τέρατα, που όλους μας δυναστεύουν. Τα τεφτέρια των τσαγκάρηδων, των ραφτάδων και πιο πολύ των μπακάληδων, έπαιρναν κάθε μέρα φωτιά. «Μισή οκά ζάχαρη, μισή ρύζι, ψωμί και . γράφτα!». Οι δρόμοι χωμάτινοι, νερό από τις βρύσες στις γωνιές των τετραγώνων και ηλεκτρικό ρεύμα, μόνο για το ένα τρίτο των Ελλήνων! Και, φυσικά, «έχει ο θεός». Ποιος θεός όμως; Αυτόν που καλούσαν οι επιτήδειοι κόλακες και υπηρέτες του συστήματος για να δημιουργήσουν ψεύτικες ελπίδες στους αγράμματους και νωθρούς ανθρώπους που δεν έβλεπαν πέρα από τη μύτη τους. Το κακό του γείτονά τους ήταν, πολλές φορές, η μόνη επιδίωξή τους. Ένα σχέδιο για την ανόρθωση της Ελλάδας, μετά τον εμφύλιο σπαραγμό δεν υπήρξε. Αντίθετα υπήρξαν πολύ καλά μελετημένα σχέδια για τον εθνικό αλληλοσπαραγμό, για την αλληλοεξόντωσή μας, για την ανόρθωση της Γερμανίας, την ανάπτυξη της Αμερικής, του Καναδά, της Αυστραλίας, του Βελγίου, της Γαλλίας… Μετά την εσωτερική μετανάστευση, ο Έλληνας κατέφυγε στη μετανάστευση του εξωτερικού, σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Σε απίθανα μέρη μπορούσε κανείς να βρει Έλληνες επιχειρηματίες. Ο εθνικός διχασμός συνεχίστηκε και οι κυβερνήσεις που βόλευαν τους ντόπιους μεταπράτες και τα ξένα κέντρα αποφάσεων διαδέχονταν η μία την άλλη. Η στιγμή έφτασε που θέλαμε να βιάσουμε την ανάπτυξη, χωρίς να ξέρουμε για ποια ανάπτυξη μιλάμε, να βιώσουμε την μητρόπολη του καπιταλισμού, χωρίς να ξέρουμε τι είναι ο καπιταλισμός. Μέχρι που φτάσαμε στην κορυφή του λόφου -τον οποίο θεωρούσαμε ότι ήταν το επιθυμητό βουνό- για να ξεκινήσουμε την κάθοδο. Για να φτάσουμε στο σήμερα. Αυτές οι φωτογραφίες μας δείχνουν εικόνες απ’το παρελθόν, κάποιες μοιάζουν με το παρόν, κάποιες είναι πιο μπροστά απ’αυτό που ζούμε σήμερα. Έτσι σαν ένα προβληματισμό…
Γιάννης Φραγκούλης
(Οι φωτογραφίες είναι του πολύ γνωστού φωτογράφου Μεγαλοικονόμου που μεγαλούργησε στην Αθήνα κυρίως)