του Γιάννη Φραγκούλη
Βαδίζω στην πόλη, απόγευμα προς το βράδυ. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι οι περιοχές της που μέχρι το απόγευμα είναι γεμάτες κόσμο, σε σημείο να μην μπορεί να περάσει κανείς. Να κουράζεται ο περαστικός στο ρυθμό σταμάτα-ξεκίνα-σταμάτα. Τι γίνεται αργά το απόγευμα, όταν τα μαγαζιά κλείνουν; Ένα παρόμοιο τοπίο απεικονίζει η παραπάνω φωτογραφία.
Αν προσέξουμε καλύτερα θα δούμε ότι πρόκειται για γιορτινή εποχή. Είναι Χριστούγεννα του 2017. Θεσσαλονίκη. Δύο βήματα δίπλα από την πλατεία Αριστοτέλους το γιορτινό κλίμα ξαφνικά έχει χαθεί. Μόνο μία ηλεκτρονική πινακίδα μας θυμίζει αυτή την εποχή του χρόνου. Με άλλα λόγια ο χώρος όπου βρίσκεται η αγορά Καπάνι ή Βλάλη είναι σα να βρίσκεται σε μία άλλη πόλη, όταν τα μαγαζιά κλείνουν ή σε ένα άλλο εγκαταλελειμμένο τοπίο της ίδιας πόλης.
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι η ζωή των κατοίκων μιας πόλης, κατά τη διάρκεια των γιορτών, ακολουθεί μία προδιαγεγραμμένη διαδρομή, σε γενικές γραμμές. Αν το σκεφτούμε καλύτερα, αυτό συμβαίνει όλες τις μέρες του χρόνου, ο ρυθμός της ζωής ενός ανθρώπου επιβάλλεται από ένα κέντρο αποφάσεων που έχει να κάνει αυστηρά με τον επιχειρηματικό κόσμο. Στις μέρες των γιορτών όμως αυτό είναι προφανέστατο, σχεδόν σε όλο τον κόσμο, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες που έχουμε.
Η μυθολογία που διέπει την καθημερινή αφήγηση που αφορά στις γιορτές, στις μέρες μας, αλλάζει συνεχώς και προσδιορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση των προϊόντων. Ο στολισμός της πόλης, των μπαλκονιών, του εσωτερικού χώρου των σπιτιών είναι κάτι που επιβάλλεται από το σύγχρονο τρόπο διοίκησης της κοινωνίας, μέσω καναλιών όπως τα μαζικά μέσα επικοινωνίας. Θα πρέπει ο άνθρωπος να κάνει πολύ μεγάλες προσπάθειες για να μην κάνει το τετριμμένο, αλλά αυτό που έχει σχεδιάσει, να αντιταχθεί σε αυτό που θέλει η κυρίαρχη τάση.
Αν στρίψουμε σε αυτούς τους μοναχικούς -ακόμα και αυτές τις μέρες- δρόμους, τότε θα ανακαλύψουμε το αληθινό χαρακτήρα των γιορτών. Ο γιορτινός χαρακτήρας, όταν υπάρχει σε μία πόλη, υπάρχει σχεδόν παντού, όχι μόνο σε επιλεγμένα σημεία. Η πόλη, κάθε πόλη, είναι ένας ενιαίος οργανισμός. Όταν γιορτάζει αυτό φαίνεται παντού, σε όλα τα σημεία της. Όπως ένας άνθρωπος, όταν γιορτάζει δεν φοράει μόνο ωραία ρούχα, αλλά έχει και την ανάλογη διάθεση, έχει «βάλει» τη γιορτινή του όψη. Με τον ίδιο τρόπο, σε μία πόλη δε φαίνεται γιορτινή μόνο η βιτρίνα της, αλλά και όλο το σώμα της, λιγότερο ή περισσότερο.
Ο λόγος που είναι χαρούμενο, γιορτινό το αστικό τοπίο, δεν μπορεί να μην υπάρχει σε σημεία που έχουν να κάνουν με το δήμο, δηλαδή με τη συνάθροιση του λαού, όπως είναι η αγορά. Αυτό σημαίνει κάποια πράγματα.
Η αγορά, στη σημερινή της έννοια δε σημαίνει παρά διακίνηση των προϊόντων, χωρίς να έχει γίνει κατανοητή η σύνδεση αυτών των προϊόντων με το αναφερόμενό τους. Το προϊόν, σαν τέτοιο, είναι αφηρημένο, άρα σημαίνον, ενώ όταν εκτίθεται, σε ένα μαγαζί, γίνεται πιο συγκεκριμένο, άρα σημαινόμενο. Όταν δεν υπάρχει η σύνδεση του μεν με το δε, τότε έχουμε τη σχάση σημαίνοντος και σημαινομένου που, σύμφωνα με την Julia Kristeva, είναι η αρχή της σχιζοφρένειας, της σχάσης του πυρήνα. Έτσι, λοιπόν, η αγορά περιορίζεται στο μονοδιάστατο χαρακτήρα της, στην οικονομική της πλευρά, στην ανταλλαγή των προϊόντων.
Η άλλη πλευρά, η συνάθροιση των ανθρώπων, η ανταλλαγή προϊόντων, ιδεών, συναισθημάτων, εμπειριών, η αλληλοσυμπλήρωση του χαρακτήρα του ενός ανθρώπου με αυτό του άλλου, είναι ίσως το πιο σοβαρό θέμα. Σε αυτή την περίπτωση το προϊόν κουβαλά το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό του φορτίο, μας φέρνει στο παρελθόν για να μπορέσουμε να δούμε το παρόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον. Με αυτή την έννοια, ένα κομμάτι κρέας δεν είναι μόνο ένα μέρος ενός ζώου, σφαγμένο που προσφέρεται για βρώση, αλλά αυτό που αναπαριστά το κρέας, από τη μία μεριά, και αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι, από την άλλη. Με το πρώτο του χαρακτηριστικό έχει να κάνει με το κρέας που έτρωγαν οι πρόγονοί μας, με αυτό που θυσίαζαν στους θεούς, αυτό που γεύονταν στις χαρές και στις λύπες, αυτό που τους συνέδεε με το μακρινό προϊστορικό πρόγονό τους.
Το εμπόρευμα μας οδηγεί πίσω στο παρελθόν και μας μιλά για την Ιστορία, την τοπική, της φυλής μας, και την πανανθρώπινη, για τις συνήθειες του ανθρώπου. Αυτό το μέρος της Ιστορίας έχει να κάνει με το παρόν, γιατί αυτό είναι η συνέχειά της. Οι χαρές και οι γιορτές, αυτές που γίνονται σήμερα, αναφέρονται σε αυτές που λάμβαναν χώρα παλιά, όπως τελετουργούσαν παλιότερα, μας οδηγούν στην αρχαία εποχή και ακουμπούν, έτσι, την ανθρώπινη ψυχή, προσδίδοντας απόλαυση, ευδαιμονία, χαρά και ερωτική διάθεση.
Όταν κόβουμε αυτό το κομμάτι της πόλης από τη γιορτινή ατμόσφαιρα, τότε απομονώνουμε ένα σημαντικό κομμάτι της ψυχής μας, τελικά. Η χαρά δεν είναι παρά επιφανειακή, δεν εκπληρώνει παρά την απόλαυση του παρόντος και, μάλιστα, ενός μικρού κομματιού του που είναι πρόσκαιρο και επιφανειακό. Δεν μπορεί να απαντήσει σε κάποια πολύ βασικά ερωτήματα: Γιατί αποζητούμε αυτή την απόλαυση; Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος της απόλαυσης με τα στοιχεία πρώτα του ασυνειδήτου και μετά του συνειδητού; Ποιες ψυχικές παραστάσεις δημιουργεί αυτή η χαρά; Τι αποκομίζουμε τελικά; Τι ανασύρει από τη μνήμη μας; Ποια από αυτά που ανασύρει μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε για να δημιουργήσουμε τη δική μας πραγματικότητα; Ερωτήματα βασικά για τον ανθρώπινο ψυχισμό.
Όσο όμως αυτά τα ερωτήματα θα μένουν αναπάντητα, τόσο ο άνθρωπος θα αλλοτριώνεται και δε θα μπορεί να έχει επαφή με το πραγματικό, για να μπορέσει να δομήσει τη δική του έκφανση της πραγματικότητας. Με αυτό τον τρόπο θα ανεβαίνει η νεύρωσή του και ο υστερικός λόγος όχι μόνο θα υπάρχει, αλλά οι δομές του θα είναι άγνωστες, αδιερεύνητες, μόνο ένας ψυχαναλυτής θα μπορεί να τις αναλύσει, ούτε καν ένας ψυχολόγος, άρα ο άνθρωπος χωρίς γνώσεις θα είναι καταδικασμένος να οδεύει προς το ψυχωτικό τοπίο.
Δυστυχώς αυτό το έχουμε δει και το έχουμε βιώσει στη δική μας εποχή και, αν συγκρίνουμε, το δικό μας «πολιτιστικό» πεδίο με αυτό του πολιτισμού των παλαιότερων εποχών -τηρουμένων των αναλογιών και των ψυχολογικών προβλημάτων που δημιουργούσε η βία, τότε- ακόμα και αυτό το ψυχολογικά βάναυσο πεδίο φαντάζει, στις μέρες μας, ως ύψιστος βαθμός πολιτισμού τον οποίο παραλόγως ζηλεύουμε.
Αυτό που θα περίμενε κανείς, από όντα σκεπτόμενα για το παρόν και το μέλλον, είναι να μπορέσουν να αναλύσουν το σημερινό πρόβλημα επικοινωνίας, τον ουσιαστικό αναλφαβητισμό, την παντελή έλλειψη παιδείας, να σχεδιάσουμε τελικά ένα νέο πρόγραμμα παιδείας που θα προτείνει την κριτική σκέψη και όχι την απλή κατανάλωση δεδομένων και, κατά συνέπεια, την αποστήθιση που οδηγεί στην ακατέργαστη σκέψη.
Ο σκοτεινός διάδρομος του Καπάνι θα φωτιζόταν για να μας δείξει αυτόν τον καθημερινό τρόπο της ζωής μας, τη σημασία και τις προεκτάσεις του. Και τότε θα φωτιζόταν ακόμα περισσότερο, με ένα εσωτερικό φως, ορατό μόνο από αυτόν που θέλει να το δει.