Ο ΚΕΛΗΣ
Παραμύθια της Μακεδονίας-Κέλης: γράφει ο Γιάννης Ιωαννίδης
Ήταν ένα ανδρόγυνο. Είχε και ένα αγόρι που το λέγανε Κέλη. Δηλαδή ψωριάρης, ήταν το παρατσούκλι του. Είχαν και ένα αλογάκι που γεννήθηκε την ίδια μέρα με τον Κέλη. Ο άνδρας έφυγε για την ξενιτιά και έμεινε πολλά χρόνια. Η γυναίκα έμπλεξε με κάποιον άλλον άνδρα. Η ξεμυαλισμένη μητέρα, όχι μόνο δε φρόντιζε το παιδί της, αλλά μαζί με τον φίλο της είχαν αποφασίσει να τον χάσουν. Πολλές φορές του σκάρωναν θανατικό, δήθεν τυχαία. Πότε έπαιρνε φωτιά το δωμάτιό του, πότε φαρμάκι στο φαΐ του και πότε εκπυρσοκροτούσε το όπλο του φίλου.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΚΕΛΗΣ: ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΑΛΟΓΑΚΙ
Το αλογάκι που μεγάλωνε μαζί με τον Κέλη, είχε μαντικές ικανότητες. Μιλούσε σαν άνθρωπος. Αλλά μόνο με τον Κέλη. Τα ήξερε όλα και ό,τι γινόταν, ό,τι σχεδίαζαν από πίσω του, του τα έλεγε όλα. Και έτσι το αγόρι φυλαγόταν από τα οικτρά σχέδιά τους. Κάθε φορά, ο Κέλης προτού φύγει από το σπίτι και όταν γύριζε από έξω περνούσε πάντα πρώτα από το αλογάκι. Του έλεγε τι είχαν συνωμοτήσει αυτή τη μέρα η μητέρα και ο φίλος της εναντίον του.
Αποπειράθηκαν πολλές φορές να τον δολοφονήσουν. Αλλά το αλογάκι προλάβαινε το κακό και ο Κέλης με πολύ εξυπνάδα πάνα τη γλίτωνε.
«Παραμύθια της Μακεδονίας-Κέλης: Κατάλαβαν
ότι το αλογάκι είχε ικανότητες να τα ξέρει όλα.»
Μια μέρα έριξαν βραστό νερό και ένα δηλητήριο στην πόρτα που θα περνούσε, όταν θα ερχόταν σπίτι. Ο Κέλης όμως πέρασε πρώτα από το αλογάκι και τον προειδοποίησε. Πρόσεξε, του είπε, αυτό και αυτό γίνεται σήμερα.
Ο Κέλης πήγε να περάσει από την πόρτα, αλλά δε βάδισε κανονικά. Έκανε ένα σάλτο και πήδηξε αυτό το σημείο που ήταν το δηλητήριο. Και γελώντας τους είπε:
«Καλημέρα, μαμά».
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΚΕΛΗΣ: Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ
Τότε αυτοί κατάλαβαν ότι κάποιος τον προειδοποιεί για να ξέρει τα μυστικά τους.
Άρχισαν την παρακολούθηση. Πρόσεχαν την επαφή του με το αλογάκι. Κατάλαβαν ότι το αλογάκι είχε ικανότητες να τα ξέρει όλα. Και φυσικά τα έλεγε στο παλικαράκι. Αποφάσισαν να απαλλαγούν από το αλογάκι και με τη σειρά από τον Κέλη.
Μια μέρα που γύριζε ο Κέλης από έξω, βρήκε το αλογάκι να κλαίει.
«Τι συμβαίνει», ρώτησε το παιδί.
«Αποφάσισαν», είπε, «να με σκοτώσουν. «Αλλά άκουσε τι θα τους πεις.»
«Μητέρα θα σε παρακαλέσω, προτού να το σκοτώσετε, να μου κάνετε μια χάρη. Επειδή μεγαλώσαμε μαζί έχω μεράκι να το κάνω μια φορά καβάλα και να το χορέψω στην αυλή. Αλλά για να γίνει αυτό πρώτα θα του κάνετε μια χρυσοκέντητη σέλα, ασημένια ζιγκιά (αναβολέας της σέλας) και χρυσοκέντητο γκέμι (χαλινάρι). Εμένα θα μου κάνετε μια στολή άρχοντα και ένα φιλτισένιο σπαθί. Θα ανέβω στο αλογάκι, θα το χορέψω μια φορά, να το χορτάσω και μετά σκοτώστε το.»
Τόση βιασύνη είχαν να το σκοτώσουν το αλογάκι που δέχτηκαν αμέσως την επιθυμία του Κέλη.
«Παραμύθια της Μακεδονίας-Κέλης: Ο Κέλης
όμως παρουσιάστηκε στον μπαξεβάνο σαν μουγγός.»
Όταν όλα ήταν έτοιμα, ντύθηκε σαν αρχοντόπουλο. Έβαλε τη σέλα στο αλογάκι, τα ζιγκιά και ανέβηκε πάνω του. Έκανε τρεις κύκλους χορεύοντας στην αυλή και μετά ανυψώθηκε στον αέρα, βγάζοντας το αλογάκι φτερά. Σαν σίφουνας πέταξε και έφυγαν μαζί από αυτούς τους κακούς ανθρώπους. Δεν δίσταζαν μπροστά σε κανένα έγκλημα, αρκεί να απαλλαγούνε έστω και από το παιδί τους που το θεωρούσαν εμπόδιο.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΚΕΛΗΣ: Η ΞΕΝΙΤΙΑ
Φύγανε μακριά σε μια ξένη χώρα. Πήγε ο Κέλης στην πόλη να βρει δουλειά. Κοντά στο παλάτι του βασιλιά, ένας μπαξεβάνος (περιβολάρης) που ζητούσε εργάτη. Παρουσιάστηκε ο Κέλης και τον προσέλαβε.
Είχε βγάλει τα αρχοντικά του ρούχα και είχε φόρεσει τα παλιά του. Τα ρούχα τα έβαλε σε ένα τουρβά (υφαντό, μάλλινο σακίδιο) και το κρέμασε στη σέλα. Το αλογάκι έκοψε τρεις τρίχες από τον εαυτό του και τις έδωσε στον Κέλη και τους είπε:
«Κάθε φορά που θα έχεις ανάγκη και με χρειαστείς, φύσηξε τις τρίχες και εγώ θα βρεθώ κοντά σου.»
Ο Κέλης όμως παρουσιάστηκε στον μπαξεβάνο σαν μουγγός.
Μόνο μια λέξη έλεγε. Μπιλμέμ. Όλη μέρα δούλευε με το ραχάτι του στο μπαξέ και ο παράξενος μπαξεβάνος φώναζε: «Δούλευε τεμπέλη!».
Το βράδυ κοιμόταν σε μια καλύβα. Φυσούσε τις τρίχες και το αλογάκι παρουσιαζόταν κοντά του. Το έκαμνε καβάλα και έτρεχε μέσα στο μπαξέ, πάνω από τα ζαρζαβάτια και τα αλώνιζε. Αυτό διήρκησε μήνες. Την ημέρα δούλευε, το βράδυ τα κατέστρεφε.
«Παραμύθια της Μακεδονίας-Κέλης: Ήρθε
ο καιρός πια να παντρέψει και τη μικρή.»
Τα αφεντικά του φώναζαν: «Κέλη τι βλέπεις; Σε αφήνουμε να φυλάς τον μπαξέ. Μας κατέστρεψαν έλεγε το αφεντικό και εσύ δεν κουνιέσαι.».
Ότι και αν του λέγανε, αυτό μια λέξη έλεγε. Μπιλμέμ. Τίποτε άλλο δεν ήξερε. Και πάλι την άλλη μέρα δουλειά, φτου και από την αρχή.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΚΕΛΗΣ: Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Μια νύχτα που κάλεσε το αλογάκι, φόρεσε τα αρχοντικά του ρούχα. Ήταν όμορφος σαν άγγελος. Και με το σπαθί στο χέρι έκαμνε γυμνάσια, πάνω από τον μπαξέ. Τρέχοντας εκπαιδευότανε. Αυτή τη νύχτα τον είδε η μικρότερη κόρη του βασιλιά από το παράθυρο του παλατιού. Και τον ερωτεύτηκε. Τις δύο άλλες του κόρες ο βασιλιάς τις είχε παντρέψει με αξιωματικούς, της φρουράς του.
Ήρθε ο καιρός πια να παντρέψει και τη μικρή.
Μάζεψε ο βασιλιάς όλα τα πριγκιπόπουλα, από τις γύρω χώρες. Όλα τα παλικάρια της δικής του πολιτείας, για να διαλέξει η πριγκίπισσα αυτόν που θέλει, ρίχνοντας ένα μήλο. Όποιον χτυπούσε το μήλο, αυτόν θα παντρευόταν.
Μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία. Είχε πάει και ο Κέλης. Πήρε η πριγκίπισσα το μήλο και το πέταξε στο κεφάλι του Κέλη. Όλοι φώναξαν: «Λάθος, λάθος». Ξανά ρίχνει το μήλο, πάλι στο κεφάλι του Κέλη χτύπησε. Και πάλι όλοι με μια φωνή φώναζαν: «Λάθος, λάθος». Το ρίχνει και τρίτη φορά, μα πάλι τα ίδια.
Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε ότι το μήλο δεν πήγαινε τυχαία. Η πριγκίπισσα ήθελε για άντρα της τον Κέλη.
«Καλά», της είπε, «αφού τον θέλεις πάρτον.»
«Παραμύθια της Μακεδονίας-Κέλης: Κηρύχτηκε πόλεμος
και έπρεπε όλοι να πάνε να πολεμήσουν.»
Παντρεύτηκαν και τους έβαλε σε ένα παρακατιανό σπίτι. Τις πιο μεγάλες τις είχε κάνει πιο ωραία σπίτια, διότι είχαν αξιωματικούς. Η μικρή όμως ήταν ευτυχισμένη, διότι το βράδυ ο Κέλης ήταν το πιο όμορφο παλικάρι.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΚΕΛΗΣ: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Κηρύχτηκε πόλεμος και έπρεπε όλοι να πάνε να πολεμήσουν. Ξεκίνησαν όλοι με άλογα γρήγορα, άρματα και πανοπλίες.
Πρώτος ο βασιλιάς, δεύτεροι οι γαμπροί του και όλα τα παλικάρια της χώρας του. Πήρε ένα ψωριάρικο άλογο και ο Κέλης, τράβηξε και αυτός για τον πόλεμο.
Έφτασε σε κάποιο σημείο στο δρόμο και το άλογό του βούλιαξε στη λάσπη. Όλοι περνούσα και τον προσπερνούσαν, τον κορόιδευαν. Πέρασαν και τα μπατζανάκια του και τον ειρωνεύτηκαν και πολλοί από τους στρατιώτες.
«Άϊντε, Κέλη, πότε θα φτάσεις στο μέτωπο;»
Όταν πέρασε όλος ο στρατός και απόμεινε μόνος, φύσηξε τις τρίχες. Το αλογάκι που το είχε αφήσει να βόσκει στο λιβάδι, με τα ρούχα του κρεμασμένα, παρουσιάστηκε μπροστά του. Άφησε το ψωριάρικο άλογο στη λάσπη, φόρεσε τα αρχοντικά του ρούχα, τράβηξε το σπαθί του και καβαλίκεψε το αλογάκι.
Σαν αστραπή έφυγε, τους προσπέρασε όλους και βρέθηκε πρώτος στο μέτωπο. Στο πλευρό του βασιλιά.
«Παραμύθια της Μακεδονίας-Κέλης: Βγάζει
τα καλά του ρούχα, βάζει τα παλιά, τα κρεμά
στη σέλα και διώχνει το αλογάκι.»
Ύψωσε το σπαθί του και σαν Θεός σκόρπιζε τη δύναμή του, δεξιά και αριστερά. Διέλυσε τον εχτρό και νίκησε ο βασιλιάς με τη δική του παλικαριά.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΚΕΛΗΣ: Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ
Σε κάποια στιγμή κόπηκε λίγο το μικρό του δάχτυλο. Έτρεξε αίμα. Ο βασιλιάς που το θαύμαζε και φώναζε, μπράβο παλικάρι μου, έβγαλε το μεταξωτό μαντήλι του και του έδεσε το δάχτυλό του. Μετά τη νίκη, ο βασιλιάς και τα στρατεύματα γύριζαν πίσω. Ο Κέλης πάλι βγαίνει πρώτος, τους περνά και φτάνει στο σημείο που είχε αφήσει το ψωριάρικο άλογο. Βγάζει τα καλά του ρούχα, βάζει τα παλιά, τα κρεμά στη σέλα και διώχνει το αλογάκι. Ανεβαίνει πάλι στο ψωριάρικο άλογο και σιγά-σιγά προχωρεί δήθεν προς το μέτωπο. Οι άλλοι γύριζαν πίσω. Όταν τον είδαν, τον κορόιδευαν.
«Άιντε, άιντε καημένε Κέλη. Ο πόλεμος τέλειωσε και ο στρατός γυρίζει πίσω και εσύ ακόμα στο μέτωπο θα πας;»
Τέλος πάντων, όταν φτάσανε όλοι στο σπίτι, πήγαν όλοι οι πολίτες να συγχαρούν το βασιλιά. Και οι δύο αξιωματικοί γαμπροί του καμάρωναν δίπλα στο βασιλιά.
Ο καημένος ο Κέλης πήγε στο φτωχικό του. Διηγήθηκε όλα τα γεγονότα στη γυναίκα του. Όπως έγιναν με το νι και με το σίγμα. «Ορίστε», της είπε, «το μαντήλι του πατέρα σου, που μου έδεσε το δάχτυλό μου».
«Παραμύθια της Μακεδονίας-Κέλης:
είχες δέσει το χέρι του Κέλη.»
Η γυναίκα του πήρε το μαντήλι και το έβαλε στον κόρφο της. Μετά τρεις μέρες, αφού πέρασαν όλοι να συγχαρούν το βασιλιά, πήγαν και οι κόρες του. Οι δύο μεγάλες, φυσικά, πήγαν περήφανες να τον υποδεχτούν, όπως και τους άντρες τους. Πήγε και η μικρή κόρη που είχε τον Κέλη.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΚΕΛΗΣ: Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ
Ο βασιλιάς διηγιόνταν όλες τις μάχες και τις νίκες του. Αλλά είπε πως ήταν ένα παλικάρι, αρχοντόπουλο σωστό, «σε αυτόν χρωστώ τη νίκη μου. Δεν ξέρω όμως που πήγε. Εξαφανίστηκε μετά τη νίκη και δεν μπόρεσα να το βρω για να τον παρασημοφορήσω. Κόπηκε όμως το χέρι του και του έδεσα το δάχτυλό του με το μαντήλι μου.».
«Κόρη μου», είπε ο βασιλιάς στη μικρή του κόρη, «αυτό το παλικάρι σου ταίριαζε. Όχι ο δικός σου ο Κέλης. Εμείς ερχόμασταν και αυτός πήγαινε.»
Τότε η μικρή του κόρη έβγαλε το μαντήλι από τον κόρφο της και είπε:
«Μήπως, πατέρα, είναι αυτό το μαντήλι;»
«Ναι, που το βρήκες;»
«Μα πατέρα, είπε η πριγκίπισσα, είχες δέσει το χέρι του Κέλη. Αυτός είναι ο νικητής και το αρχοντόπουλο που έλεγες.»
«Πάνε», της είπε, «γρήγορα να τον πεις να έρθει με τη στολή που φορούσε στο μέτωπο πολεμώντας.»
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΚΕΛΗΣ: ΒΑΣΙΛΙΑΣ
«Βάλε άνδρα μου τη στολή σου. Σε καλεί ο πατέρας μου στο παλάτι.». Φόρεσε ο Κέλης τη στολή του και παρουσιάστηκε στο βασιλιά. Όταν τον είδε ο βασιλιάς, τον γνώρισε. Γεμάτος χαρά τον αγκάλιασε και τον φίλησε για πρώτη φορά. «Μπράβο παιδί μου. Είσαι σπουδαίο παλικάρι», του είπε. «Αξίζεις πολύ».
Γύρισε και είπε στην κόρη του: «Μπράβο κόρη μου ήξερες να διαλέξεις για άντρα σου.».
Ο βασιλιάς, από εκείνη την ημέρα τους πήρε μαζί του στο παλάτι. ‘Όταν πια γέρασε και πέθανε ο βασιλιάς, βασίλεψε ο Κέλης και δίκαια και σωστά.
Ο λαός τον αγαπούσε. Οι γειτονικές χώρες τον σέβονταν. Όλα τα προβλήματα τα έλυνε ειρηνικά και με αγάπη για όλους.
Μα το αλογάκι του δεν το αποχωριζόταν ποτέ του. Πάντα το ρωτούσε για κάθε δυσκολία του στη ζωή του.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Η εξυπνάδα, η μεγάλη υπομονή, η γενναιότητα του. Η κακία, η περιφρόνηση και η αλαζονεία, από την άλλη μεριά. Η δικαίωση, η δόξα και τα αξιοθαύμαστα έργα. Μία διαδρομή που θέλει χρόνο και τρόπο για να φτάσει εκεί που του αξίζει. Βοήθειά του το μαγικό στοιχείο, το αλογάκι, που είναι μια άλλη όψη της αγάπης.