Ομολογώ ότι τραβούν την προσοχή μου τα προσκυνητάρια που βρίσκονται σε αστική τοποθεσία. Η ανέγερσής τους εγείρει μία σειρά ερωτημάτων. Το κυριότερο από αυτά είναι το γιατί έχουν χτιστεί, τι σκοπό υπηρετούν. Στην περιπλάνησή μου στο γεωγραφικό χώρο του Δήμου Νεάπολης-Συκεών, στη Θεσσαλονίκη, έχω βρει κάποια από αυτά που έχουν εξιτάρει τη φαντασία μου. Ένα από αυτά είναι αυτό της φωτογραφίας.
Ας κάνουμε μία προσεχτική μελέτη. Ας δούμε λίγο πιο καλά τι ακριβώς είναι ένα προσκυνητάρι. Είναι το αναφερόμενο μίας εκκλησίας και, κατά συνέπεια, αυτό που αναφέρεται σε μία προσωπικότητα που έχει χαρακτηριστεί ως άγια. Αυτός ο άγιος ή η άγια είναι που προστατεύει αυτόν που το έχτισε, είναι, με άλλα λόγια το τοτέμ του. Έχουμε μία ευθεία γραμμή που ξεκινά από το άτομο που έδωσε την εντολή να χτιστεί αυτό το προσκυνητάρι και καταλήγει σε αυτό το άγιο πρόσωπο, άρα εδώ υπάρχουν κάποιες έννοιες που εξάγονται από αυτή την ενέργεια.
Κατά πρώτο λόγο, ένα προσκυνητάρι δεν είναι αλλά σημαίνει. Δηλαδή δεν υπάρχει αυτεξούσιο, αλλά εξαρτώμενο από το ιερό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρεται. Χωρίς αυτό δεν έχει την ίδια σημασία. Έχουμε λοιπόν δύο διαφορετικές ιδιότητές του: είναι το σημαίνον και το σημαινόμενο.
Το σημαίνον, απροσδιόριστο και αφηρημένο, έχει να κάνει γενικά με την θρησκευτική πίστη και με την ελπίδα που εναποθέτει κάποιος σε ένα πρόσωπο που, με τη σειρά του, αντιπροσωπεύει τη θεία πρόνοια. Το προσκυνητάρι ενός αγίου έχει ένα φορτίο αφηγηματικό της πρόνοιας του θεού, της προστασίας του, της ελπίδας σε αυτή. Άρα δεν είναι ο άγιος ή η αγία που προστατεύει αλλά, μέσω αυτού, ο ίδιος ο θεός. Αυτό το σημαίνον μπορεί να προσδιοριστεί και να σχηματίσει μία πιο συγκεκριμένη έννοια.
Τότε γίνεται σημαινόμενο. Ένα προσκυνητάρι μπορεί να είναι το σημαίνον όλων των προσκυνηταριών του κόσμου, όλων τω αγίων, όλων των εκκλησιαστικών οικημάτων. Το προσκυνητάρι του Αγίου Νικολάου, για παράδειγμα, «ανήκει» σε αυτό τον άγιο και έτσι προσδιορίζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια. Πλέον ο ορίζοντας των δεδομένων στενεύει και μας δίνει λιγότερες πληροφορίες προσδιορίζοντας την έννοια της ελπίδας και της θρησκευτικής πίστης σε κάποια πιο συγκεκριμένα θέματα, κατά συνέπεια η σχέση ανθρώπου-αγίου παίρνει μία άλλη διάσταση, πιο προσωπική, δομεί την αφήγηση αυτού του ανθρώπου που παρακαλεί για κάτι ή θέλει να αποφύγει έναν κίνδυνο ή ένα κακό.
Είναι το σημαίνον και το σημαινόμενο μιας ιστορίας που στην αρχή είναι προσωπική -κάτι που έχει συμβεί ή που πιστεύει ότι θα συμβεί- και μετά εξελίσσεται σε διαπροσωπική, εγγράφεται στο κοινωνικό και τελικά στο παγκόσμιο. Έχουμε λοιπόν μία νεύρωση της οποίας ο λόγος λέει ότι η βοήθεια του θείου θα εμποδίσει το κακό και θα κάνει τα πράγματα καλύτερα. Η υπενθύμιση αυτής της νεύρωσης είναι το προσκυνητάρι. Είναι εκεί πλέον όχι σα σημαίνον ή σημαινόμενο ούτε σαν ένας νευρωτικός λόγος, αλλά, έτσι όπως εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, σαν ένας καταναγκασμός.
Ας εξετάσουμε λοιπόν αυτό τον καταναγκασμό για να δούμε το ψυχικό τοπίο που δημιουργείται στο μυαλό του ανθρώπου. Το πρώτο που υπάρχει είναι η υποχρέωση που έχει ως προς το θείο, μία υποχρέωση που συγχρόνως ή αργότερα φέρνει τον επιθετικό προσδιορισμό «ιερή». Αντίθετα η παράλειψη του να το περιποιηθεί ή να ξεχάσει να ανάψει το καντήλι του δημιουργεί ενοχές. Η αμαρτία που έχει κάνει του δίνει άλλη τροφή στη νεύρωσή του, η οποία πλέον φουντώνει και φτάνει στην ψύχωση, χωρίς να το καταλάβει πως έγινε, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τη διαδικασία.
Το προσκυνητάρι εξελίσσεται πλέον σε ένα αντικείμενο της ψύχωσής του. Το περίβλημα του πυρήνα είναι η μοιρολατρία, η άφεση των τυχών του σε κάποιο ανώτερο ον, στο θείο. Όταν αυτό δεν τον εξυπηρετεί πλέον, τότε το ψυχολογικό πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο, φτάνει στην υστερία. Το προσκυνητάρι απαιτεί -μέσα στο μυαλό του- την καλύτερη τύχη του, χωρίς αυτός να κάνει κάτι. Το «απαιτώ» όμως καταπιέζει το υπερεγώ του, δεν καθαρίζει την ψυχή του, δεν μπορεί να καταλάβει ότι έχει και αυτός λόγο στη διαδικασία της διαβίωσής του.
Αν δούμε τώρα τις δύο διαφορετικές περιπτώσεις: αυτά τα προσκυνητάρια που «ανήκουν» σε μία ομάδα ανθρώπων, για παράδειγμα στους κατοίκους μιας πολυκατοικίας, και σε αυτά που τα κατέχουν μόνο μία οικογένεια. Το παράδειγμα αυτής της φωτογραφίας είναι το δεύτερο.
Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση το προσκυνητάρι είτε είναι ένας μονόλογος μεταξύ του Εγώ και του Άλλου είτε είναι το αντίδωρο που έρχεται από την αρχαία εποχή και επιζεί και στο χριστιανισμό και στις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τον άνθρωπο που ζει την αλλοτρίωσή του, δεν μπορεί να πιστέψει στον εαυτό του, ακολουθεί τον παραλογισμό που θέλει να μην πιστεύει στις δικές του δυνατότητες και να αφήνει αμαχητί την τύχη του σε άλλα χέρια. Αυτός ο άνθρωπος βυθίζεται όλο και πιο πολύ στην απελπισία, δεν επικοινωνεί παρά με ένα ον που δεν υπάρχει, που έχει φτιάξει αυτός ο ίδιος, ουσιαστικά με τη φαντασίωσή του.
Στη δεύτερη περίπτωση θα βρούμε τον άνθρωπο που θέλει και τα καταφέρνει να μιλήσει με το υπέρτατο ον, με τη Φύση του, με αυτό που είναι διαφορετικό για κάθε άνθρωπο, που περιέχει και τον ίδιον, αλλά και τους άλλους και το φυσικό του περιβάλλον. Αυτή την οντότητα δοξάζει, σέβεται και ακούει, δεν την προσβάλλει, ζει αρμονικά μαζί της, χωρίς προβλήματα, ψυχολογικά και παθολογικά.
Ποια από τις δύο περιπτώσεις ισχύει για τον κάτοχο αυτού του προσκυνηταρίου στη φωτογραφία μας; Δε θα μάθουμε ποτέ. Θα είναι όμως αυτό εκεί για να μας θυμίζει όλα αυτά τα θέματα και να μας κάνει να αναρωτιόμαστε, όχι μόνο για αυτά που απασχολούν αυτό τον άνθρωπο -τον οποίον δεν τον ξέρουμε- αλλά και για όσα προβληματίζουν εμάς. Ίσως αυτός να είναι αυτός ένας άλλος λόγος που αυτά τα προσκυνητάρια πρέπει να υπάρχουν.
Φωτογραφία-κείμενο: Γιάννης Φραγκούλης