ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΑΣΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ρεμπέτικο: γράφει ο Γιάννης Φραγκούλης
Ο όρος που έχει επικρατήσει για αυτό το είδος τραγουδιού δεν αποδίδει το ύφος και το περιεχόμενο αυτών των τραγουδιών. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η ονομασία αυτή επιβλήθηκε για εμπορικούς λόγους. Το σίγουρο είναι ότι η γενέτειρα του είναι η περιοχή της Μικράς Ασίας. Πιο συγκεκριμένα η περιοχή γύρω από τη Σμύρνη. Στη συνέχεια εξαπλώθηκε σε όλη τη Μικρά Ασία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο. Πριν λίγες δεκαετίες οι Σουηδοί μουσικολόγοι το χαρακτήρισαν αστικό άσμα. Κάτι ανάλογο με τα δημοτικά, αλλά προϊόν του αστικού περιβάλλοντος. Με αυτή την έννοια μπορούμε να το παραλληλίσουμε με τα μπλουζ ή με τα φάντο, στην Ισπανία.
ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ: ΟΙ ΣΧΟΛΕΣ
Αναφερόμενοι στο ρεμπέτικο ουσιαστικά μιλάμε για τρεις μεγάλες σχολές. Το σμυρνέικο, το πειραιώτικο και το αμερικάνικο. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι ο όρος ρεμπέτικο είναι αδόκιμος. Κανένας από αυτούς τους μουσικούς δεν αυτοπροσδιοριζόταν ως ρεμπέτης. Ο όρος αυτός εισήχθη κυρίως για την εμπορική εκμετάλλευση του μουσικού αυτού ιδιώματος. Επίσης για την κατηγοριοποίηση για τη μελέτη του. Κατά βάθος όμως ο προσδιορισμός αυτός δήλωνε την αποστροφή της «υψηλής» κοινωνίας σε αυτή τη μουσική.
Η καταγωγή της λέξης χάνεται στην ιστορία. Η επικρατέστερη θεωρία αναφέρει ότι ο όρος εμφανίζεται το 1912 σε ένα δίσκο της Orfeon Records. Της Ελληνικής Εστουδιαντίνας με τον αριθμό No 10188. Ο τίτλος είναι «Απονιά (Ρεμπέτικο)». Η κοινή ρίζα με την λέξη rebel, συσχετίζει τις δύο έννοιες. Ίσως η ρίζα να προέρχεται από τους «ρεμπέτ». Δηλαδή τους ρέμπελους, τα περιθωριακά στοιχεία. Αυτούς που σύχναζαν στα ιδρύματα μεντρεσέ. Εκεί το 1843 έκανε την εμφάνιση του το μουρμούρικο τραγούδι. Ο πρόδρομος του ρεμπέτικου.
Μεντρεσές είναι το σχολείο των μουσουλμάνων. Θεσμοθετήθηκε αυτός ο χώρος επειδή δεν επαρκούσαν τα τζαμιά για τη μελέτη των παιδιών. Έρχεται από τη λέξη «μαντρασάς», το θεοκρατικό ή κοσμικό ίδρυμα. Επίσης από τη λέξη «ντερς» που σημαίνει μάθημα. Είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος γιατί εκεί ακούστηκαν τα πρώτα μουρμούρικα. Το κοράνι κάπως έτσι διαβάζεται. Αυτά τα ιδρύματα των σουνίτων Σελτζούκων γρήγορα καταργήθηκαν.
ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ: ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΗΣΕΙΣ
Κάποιοι μουσικολόγοι αναφέρουν ότι το ρεμπέτικο έχει σχέση με τη βυζαντινή μουσική. Η αλήθεια είναι ότι το άκουσμά του με αυτό του βυζαντινού ήχου έχουν κάποια σχέση. Στα πρώτα βήματά του δεν εμφανίζεται το μπουζούκι. Τα όργανα που απάρτιζαν τις ορχήστρες είναι το μαντολίνο, η κιθάρα, το βιολί, η μαντόλα και το ακορντεόν. Τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ήταν οι ενδιάμεσοι σταθμοί. Οι μουσικοί έφτασαν τελικά στον Πειραιά.
Η Ελλάδα, εκείνη την εποχή, γνωρίζει την πρώτη βιομηχανική περίοδό της. Η δυτική πλευρά του λιμανιού του Πειραιά είναι κοντά στη βιομηχανική ζώνη. Είναι φυσικό εκεί να έμεναν εργάτες. Αυτοί που θα τους χαρακτηρίζαμε προλεταριάτο. Είναι γνωστό επίσης ότι αυτή η τάξη ήταν στο περιθώριο της αστικής κοινωνίας. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι το ρεμπέτικο έχει και ένα ταξικό προσδιορισμό.
Κατά συνέπεια, δεν ήταν οι ουσίες που το εμπόδισαν να μπει στα «σαλόνια». Περισσότερο ήταν η εργατική τάξη που δεν της επιτρεπόταν να έχει λόγο. Ακόμα και αριστεροί μιλούσαν απαξιωτικά για το ρεμπέτικο. Πέρασαν πολλά χρόνια για να μελετηθεί το ρεμπέτικο. Μετά τους Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Τσαούση κ.ά. αυτοί που του έδωσαν «ταυτότητα» ήταν ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης.
ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ: ΟΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Τα ρεμπέτικα τραγούδια συσχετίζονται με το περιθώριο της κοινωνίας. Έτσι οι τέχνες τα βλέπουν. Κυρίως το θέατρο και ο κινηματογράφος. Μία προσπάθεια εξευγένισης του ρεμπέτικου ήταν τα αρχοντορεμπέτικα. Ουσιαστικά όμως έχουμε μία παραποίηση αυτής μουσικής. Μία προσπάθεια να μπουν αυτά τα τραγούδια σε οπερέτες.
Στον κινηματογράφο τα παραδείγματα της απαξίωσης είναι πολλά. Θα αναφερθούμε κυρίως στην «Κοινωνική σαπίλα», του Στέλιου Τατασόπουλου, και στους «Απάχηδες των Αθηνών», του Δημήτρη Γαζιάδη. Θα περάσουν πολλά χρόνια. Με την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο Κώστας Φέρρης θα έρθει από το Παρίσι και θα ασχοληθεί με το ρεμπέτικο. Πριν από την επιβολή της χούντας είχε ενταχθεί στην ομάδα του Βαμβακάρη. Τότε έκανε την ταινία «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», μικρού μήκους. Εκεί ακούγονται δύο ρεμπέτικα. Ένα αριστουργηματικό βιντεοκλίπ, θα λέγαμε σήμερα. Είχε όμως πολλές κινηματογραφικές αρετές.
Η ταινία του Κώστα Φέρρη, το «Ρεμπέτικο», αντιμετώπισε πολλές αντιδράσεις. Τόσο από την αριστερά όσο και από τη δεξιά. Ο κόσμος δεν μπορούσε να δει αυτό το υποτιθέμενο περιθώριο της κοινωνίας. Φοβόταν αυτή την τάξη. Είχαν τρόμο με την ιδέα ότι θα υπήρχε μία πιθανότητα να ενταχθούν εκεί. Η ταινία σημείωσε επιτυχία και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τελικά.
ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ: Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά ανακαλύπτουμε το ρεμπέτικο. Οι ξεχασμένοι δημιουργοί του ανασύρονται από την άχνη του χρόνου. Βγαίνουν από την αφάνεια που τους είχε καταδικάσει η «καθώς πρέπει» κοινωνία. Γίνονται της μόδας. Το ρεμπέτικο αρχίζει να μελετιέται. Ακούγεται στα ραδιόφωνα. Μπαίνει στις μουσικές σχολές. Το μελετούν οι μουσικολόγοι και οι ιστορικοί.
Αυτή η αντιμετώπιση δεν αλλοίωσε τις δομές και το ύφος αυτής της μουσικής. Οι δημιουργοί του τώρα δε δέχθηκαν τους μικροαστούς διανοούμενους ως συνομιλητές τους. Φυσικά βγήκαν μουσικές κατώτερης ποιότητας. Οι περισσότερες ήταν αντιγραφές από ανατολίτικες μουσικές. Δεν εντάχθηκαν στον ελληνικό μουσικό χώρο. Μία μεγάλη μερίδα τραγουδιών είχε φτηνούς στοίχους, κακές μιμήσεις των ρεμπέτικων. Σε αυτό το χώρο υπήρξαν και καλά λαϊκά τραγούδια που χάθηκαν στο κατακάθι της παρακμιακής μουσικής.
Δυστυχώς, όμως, αυτή η μουσική που στέκεται δίπλα από τα ρεμπέτικα δεν έχει μελετηθεί. Νομίζω ότι θα περάσει αρκετός χρόνος για να μπει στο γνωστικό πεδίο. Ο Σταύρος Τσιώλης είναι ο μόνος που ασχολήθηκε με αυτή τη μουσική στις ταινίες του, στην τρίτη περίοδό του. Αλλά ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη.
Διαβάστε τα άρθρα για τη μουσική