Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
(LA DANZA DE LA REALIDAD)
Σκηνοθεσία: Αλεχάντρο Χοντορόφσκι
Παίζουν: Μπρόντις Χοντορόφσκι, Πάμελα Φλόρες, Χερεμίας Χέρσκοβιτς
Διάρκεια: 130’
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ
Πολλοί είναι οι θεατές που αδημονούσαν για τη συγκεκριμένη στιγμή. O θρυλικός δημιουργός cult αριστουργημάτων, όπως το «Santa Sangre» και το «El Topo», κάνει την πρώτη του ταινία μετά το «Rainbow Thief», του 1990, μετά από είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια δηλαδή, την προβάλει στο Φεστιβάλ Καννών και τη βαφτίζει αυτοβιογραφική, παρότι είναι γεννημένη μέσα από την πιο δημιουργική, φελινική φαντασία του. Ο «Χορός της πραγματικότητας» σηματοδοτεί τη θριαμβευτική επιστροφή ενός σπουδαίου και, αν μη τι άλλο, τολμηρού δημιουργού.
Ένα αγόρι γεννιέται το 1929 στην Τοπκαπίλα, μια μικρή παραλιακή πόλη στην άκρη της χιλιανής ερήμου. Μεγαλώνοντας μέσα σε μια ξεριζωμένη οικογένεια, το αγόρι θα γνωρίσει από νωρίς τη γοητευτική γραμμή ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα και θα επιλέξει να ζήσει ακριβώς εκεί. Το αγόρι το λένε Αλεχάντρο Χοντορόφσκι και, προχωρώντας, θα γίνει σπουδαίος σκηνοθέτης. Ο Χοντορόφσκι λοιπόν, παρουσιάζει την, καθ’ ομολογίαν πλέον, αυτοβιογραφική ταινία του, σε παραγωγή, σενάριο και σκηνοθεσία του ίδιου.
Δεν αποτελεί υπερβολή ο χαρακτηρισμός «ιδιοφυία» για το πρόσωπο του Χιλιανού δημιουργού. Η δημιουργική του ικανότητα, ή μάλλον καλύτερα «μαεστρία», βυθίζει τον θεατή σε ένα μαγικό, ονειρικό σύμπαν. Στον «Χορό», μας τοποθετεί σε ένα κύκλο, σαν να θέλει να χορέψουμε όλοι μαζί με τον ίδιο, με το παρελθόν αλλά και το παρόν του. Δεν φαίνεται διατεθειμένος να κρύψει τις ιδιαιτερότητες του και τονίζει με κάθε ευκαιρία πως η πραγματικότητα δεν είναι αντικειμενική, αλλά περισσότερο ένας «χορός» που γεννιέται μέσα από την ίδια μας τη φαντασία. Μια θεωρία που βρίσκει πολλούς να συμφωνούμε μαζί της. Καθώς ξεδιπλώνεται η ετερόκλητη αυτοβιογραφία, μπορούμε να διακρίνουμε την ανάμειξη της προσωπικής ιστορίας με τη μεταφορά, τη μυθολογία, ακόμη και την ποίηση και όλα αυτά μαζί να περικυκλώνονται από την αγκαλιά του σουρεαλισμού, σε σημείο να αναρωτιόμαστε τι από αυτά έχει όντως συμβεί. Με αυτό το τέχνασμα μας κάνει να πιστεύουμε πως έχουμε όντως να κάνουμε με κάποια ιδιοφυΐα…
Η ταινία διαδραματίζεται στην γενέτειρα του δημιουργού, τη Χιλή, και πιο συγκεκριμένα στην Τοπκαπίλα, το χωριό όπου μεγάλωσε ο σκηνοθέτης. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1930, όταν κυριαρχούσε ο τότε δικτάτορας Ιμπάνιες ντελ Κάμπο. Το πολιτικό στοιχείο πρωταγωνιστεί κι αυτό στη ζωή αλλά και στο δημιουργικό έργο του σκηνοθέτη. Στον «Χορό», ασκεί έντονη κριτική εναντίον του καπιταλισμού και της δικτατορίας. Η ταινία, χωρισμένη σε δύο δραματικά μέρη, μας αφηγείται κομμάτια από τα νεανικά του χρόνια, πρόσωπα και καταστάσεις που στοίχειωσαν την παιδική του ηλικία και τους «δαίμονες» που τροφοδότησαν την άνθιση της σουρεαλιστικής του συνείδησης. Το πρώτο μέρος εστιάζει στην περίπλοκη σχέση με τον αυταρχικό πατέρα του (τον υποδύεται ένας από τους γιους του σκηνοθέτη, ο Μπρόντις). Ο πατέρας σκιαγραφείται αυστηρός, στα όρια της απανθρωπιάς και της βλακείας, αλλά και εμμονικός με τον Στάλιν, καθώς ντύνεται σαν κι αυτόν. Σε αυτό το κομμάτι, μας συστήνεται και η πληθωρική μητέρα του, που μιλά με οπερετικές μελωδίες. Στο δεύτερο μισό, παρουσιάζεται η απομάκρυνση του πολιτικά φανατισμένου πατέρα από το σπίτι και την οικογένειά του, με αφορμή την μεταστροφή των πολιτικών πιστεύω του. Εδώ εντοπίζεται και το θρησκευτικό στοιχείο, ενώ παράλληλα, ένα ελεύθερο ύφος γυμνού επεκτείνεται σε όλο το εύρος της ταινίας.
Κανένα πλάνο δεν κάνει την εμφάνιση του τυχαία. Με έντονο λυρισμό και δεξιοτεχνία, στήνονται όλες τις σκηνές και δημιουργείται ένα παραμύθι που αγγίζει, απειλητικά ίσως, την πραγματικότητα. Όποιος θεατής τον έχει γνωρίσει μέσα από τα ιδιαίτερα έργα του, και απορροφήθηκε από αυτά, θα ενθουσιαστεί μ’ αυτή την ευκαιρία να γευτεί και πάλι το παραμυθένιο ταξίδι. Αλλά κι όσοι δεν τον γνώριζαν ήδη θα ενθουσιαστούν με αυτή την καινούρια γνωριμία.
Y.Γ: καθώς την παρακολουθείτε, μπορείτε να έχετε κατά νου κάτι που υποστηρίζει και ο ίδιος: «Οι ταινίες είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά πρέπει να είναι η πιο όμορφη ψευδαίσθηση.»
Αξιολόγηση: ****
Παρασκευή Γιουβανάκη
Διάβασε ακόμα την άλλη κριτική εδώ