και τι αυτή φέρνει…
του Γιάννη Φραγκούλη
Να αναφέρουμε τη βιογραφία του Σταύρου Κουγιουμτζή είναι περιττό. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει Έλληνας που δεν έχει ακούσει ή δεν έχει τραγουδήσει ή, έστω, δεν ξέρει ποιος ήταν αυτός ο μεγάλος συνθέτης. Πάντως μπορεί κάποιος να δει το βιογραφικό του εδώ. Σε αυτό το σημείωμα θα αναφερθούμε στην τιμητική βραδιά που οργάνωσε η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, στην Α΄ προβλήτα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης.
Το ρεπορτάζ από αυτή την εκδήλωση, καθώς και το σκεπτικό της διοργάνωσης, μπορείτε να το βρείτε εδώ. Εμείς θα σταθούμε μόνο στο συναίσθημα που αυτό το συναυλιακό γεγονός επικοινώνησε στον κόσμο. Πιστεύω ότι αυτό έχει σημασία, η επικοινωνία που επιτεύχθηκε περισσότερο με τα τραγούδια και με το οπτικοακουστικό γεγονός, παρά με τους λόγους των ιθυνόντων.
Το πρώτο που έχει σημασία είναι η αποδοχή του κοινού. Με πολλή έκπληξη είδα ότι ο κόσμος γέμισε το χώρο της Α΄ προβλήτας του λιμανιού, έφτανε μέχρι την είσοδο του, από τη μεριά της Ίωνος Δραγούμη. Αυτή ήταν η πρώτη έκπληξή μου, γνωρίζοντας πόσο δύσκολο είναι να γεμίσεις αυτό το χώρο και να δώσεις παλμό σε όλο αυτό τον κόσμο.
Το δεύτερο είναι ότι το κοινό επικοινώνησε από την πρώτη στιγμή, όταν η γυναίκα του τιμωμένου προσώπου ανέβηκε στο βήμα για να απευθύνει ένα σύντομο χαιρετισμό. Και ήταν πολύ σύντομος, συνάμα όμως συγκινητικός και βαθιά ανθρώπινος. Η συνέχεια ήταν η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν, τα βιντεοσκοπημένα αρχεία σε προβολή οπτικοακουστικού υλικού με τον Νταλάρα που ξεκίνησε πρώτος το τραγούδι. Η σύνδεση παρελθόν-παρόν ήταν πολύ όμορφη με ένα ρακόρ στον ήχο.
Η εξέδρα και το κοινό έγιναν ένα όταν ο Γιώργος Νταλάρας έδωσε το λόγο στο κοινό να εκφραστεί, να τραγουδήσει το τραγούδι που αυτός άρχισε. Τότε καταλαβαίνει κανείς ότι τα τραγούδια του Κουγιουμτζή δεν έχουν πεθάνει, ζουν ακόμα στη μνήμη και στις ψυχές των ανθρώπων. Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν είδαμε μόνο ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, αλλά και νεαρούς, οικογένειες με μικρά παιδιά.
Καταλαβαίνει κάποιος ότι αυτό είναι το εκπαιδευτικό μέρος της τέχνης και η τοπική αυτοδιοίκηση πολύ καλά κάνει και το ενεργοποιεί. Ο θεατής κάνει ένα ταξίδι από το παρελθόν στο παρόν, κάτι που δεν έχει μόνο νοσταλγικό χαρακτήρα, αλλά, πολύ περισσότερο, μπορεί να δει ο καθένας την πορεία του, το βίωμά του, το τι θέλει και τι δέχεται τελικά να ζήσει. Τι αναγκάζεται να δεχτεί σαν πραγματικότητα και τι είναι αυτό, τελικά, που είναι πραγματικό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τέτοιες στιγμές πονούν. Η απόσταση της επιθυμίας από την πράξη, του επιθυμητού από το βιωμένο είναι, πολλές φορές, τόσο μεγάλη που εγείρει το θέμα: ποιοι και γιατί με ανάγκασαν να φτάσω σε αυτό το σημείο;
Το «ποιοι» έχει και το εγώ, όχι μόνο αυτό, ο άνθρωπος το ξέρει πολύ καλά και λυπάται για την αποδοχή κάποιων καταστάσεων. Μετά όμως το τραγούδι του Κουγιουμτζή σε επαναφέρει. Δε μελοποιεί την καθημερινότητα, αλλά το συναίσθημά της. Βγάζει αυτά τα στοιχεία από το ασυνείδητο, από τον καθένα, τα βάζει δίπλα στο συνειδητό, για να μπουν τελικά μέσα στο κοινωνικό πεδίο, στο συλλογικό. Η τέχνη, αυτή τη στιγμή λειτουργεί κάπως θεραπευτικά. Απαλύνει τον ψυχολογικό πόνο και δίνει αυτά που χρειάζεται κάποιος για να κάνει έναν επαναπροσδιορισμό της ζωής του, ένα νέο σχεδιασμό. Τα τραγούδια του Κουγιουμτζή λειτουργούν έτσι συνέχεια και για αυτό ζουν τόσα χρόνια, μετά το θάνατό του.
Φεύγοντας από τη συναυλία άκουγα για αρκετή απόσταση τα τραγούδια, όπως τα τραγούδαγε ο Γιώργος Νταλάρας, η Λιζέτα Καλημέρη, ο Ανδρέας Καρακότας και η Μαρία Κουγιουμτζή. Μετά όμως κατάλαβα ότι ήταν μία παρ-αίσθησή μου. Οι ήχοι των τραγουδιών ήταν στο μυαλό μου, στο ασυνείδητό μου και έρχονταν συνέχεια στο συνειδητό. Μέχρι που κατάλαβα ότι η μουσική από τα καταστήματα στην πλατεία Ελευθερίας είχε καλυφτεί από αυτά που άκουγα πριν από λίγο. Μετά από λίγο ένα τραγούδι του Νταλάρα, που όντως το άκουγα σε πραγματικό χρόνο από διπλανό μαγαζί, μου έφερε στο νου πόσο στο σήμερα είναι οι νότες του Κουγιουμτζή. Περιμένοντας την επόμενη τιμητική βραδιά, ας αναπολούμε.