γράφει ο Γιάννης Φραγκούλης
(ψυχαναλυτής-ψυχοθεραπευτής)
Ο Νικολάι Γκογκόλ είναι ένας από τους πιο σημαντικούς πεζογράφους του 18ου αιώνα, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και παγκοσμίως. Το 1843, μετά από σημαντικά έργα που είχαν ταράξει τη ρωσική λογοτεχνία και κοινωνία και τον ανάγκασαν να διωχθεί από τη χώρα του, θα δημοσιεύσει «Το παλτό», την ίδια χρονιά που θα ανεβάσει το έργο που είχε γράψει από το 1836, τους «Παίκτες». Το «Παλτό» σημάδεψε, όπως και άλλα έργα του, τη ρωσική και την παγκόσμια λογοτεχνία, σε σημείο που ο Ντοστογιέφσκι είχε πει ότι «όλοι βγήκαμε από το «Παλτό» του Γκογκόλ».
Στο μυθιστόρημα αυτό, το οποίο έχει ανέβει πολλές φορές στη θεατρική σκηνή, πρωταγωνιστούν η ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου και οι μεταπτώσεις της. Ο συγγραφέας του, αφού το τελειώσει, θα αρρωστήσει σοβαρά ψυχικά, θα πέσει σε μία κατάσταση από την οποία ποτέ δε θα ανορθωθεί, η οποία θα τον οδηγήσει στην ψυχική καταρράκωση και στο βιολογικό του θάνατο. Υπέφερε για χρόνια από έντονες νευρώσεις του στομάχου, είχε πέσει στην κατάθλιψη, απέρριψε όλη την πορεία του, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1840, βρήκε καταφύγιο στη θρησκεία και, υπό την καθοδήγηση ενός παπά -που εξασκούσε και τον εξορκισμό-, έκαψε όλα τα χειρόγραφά του, σταμάτησε να σιτίζεται και πέθανε σε ηλικία μόλις 43 ετών. Θάφτηκε στο μοναστήρι Ντανίλωφ, στα περίχωρα της Μόσχας.
Στο «Παλτό» ο ήρωάς του διανύει μία παρόμοια διαδρομή. Είναι δημόσιος υπάλληλος, κάνει μία απλή δουλειά, αντιγραφέας εγγράφων, δεν πληρώνεται καλά, αλλά αγαπάει την εργασία του, έχοντας κληρονομήσει από τον πατέρα του την αφοσίωση στο να υπηρετεί τους ανωτέρους του. Ο Ακάκιος, ο πρωταγωνιστής του, είναι ένας απλός άνθρωπος που ζει μέσα σε μία ρουτίνα. Οι κανόνες της ζωής του είναι συγκεκριμένοι και αυτός ούτε που διανοείται να τους αλλάξει. Αυτό που παρατηρούμε είναι η αόρατη αλλά πανίσχυρη εξουσία του Πατέρα.
Ο Πατέρας, στο «Παλτό», είναι ένα αρχέτυπο. Ανατρέχοντας στο συμβολισμό και στην ιστορία της θεολογίας, θα δούμε ότι ο Πατέρας, ως αρχηγός του κλαν, έχοντας πάρει την εξουσία από τη Μητέρα, γκρεμίζει τη μητριαρχία και ιδρύει την πατριαρχία. Οι πρώτες κινήσεις για να έρθει η εξουσία στα χέρια του πατέρα έχουν γίνει από τους Εβραίους Ζηλωτές, αλλά, μετά την αιματηρή καταστολή της επανάστασής τους, ο χριστιανισμός, πρώτα, και, ο μουσουλμανισμός, αργότερα, έφεραν την εξουσία στον Πατέρα, χτίζοντας τις βάσεις πρώτα για τη φεουδαρχία και μετά για τον καπιταλισμό, αφού η ατομική ιδιοκτησία ήταν έκδηλη στην κοινωνία. Θα πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες, πρώτα, αλλά και οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, κατόπιν, αντλούσαν το δικαίωμα να κυβερνήσουν και τη δύναμη της εξουσίας τους από το θεό. Η αμφισβήτησή τους ισοδυναμούσε με την απόρριψη της θεϊκής εξουσίας.
Η κριτική του Γκογκόλ στους μηχανισμούς της τσαρικής διακυβέρνησης και οι διωγμοί του τόσο από τους επικρατούντες λογοτεχνικούς κύκλους όσο και από τους κρατικούς μηχανισμούς, τον έφεραν στην αμφισβήτηση και απόρριψη του Πατέρα-Θεού και, κατ’επέκταση, στην ολική αντιπαράθεση με αυτά που πίστευε η βαθιά θρησκευόμενη μητέρα του. Μάλιστα, αυτό έγινε όταν έμενε εξόριστος στην Ιταλία. Τότε αυτό το συναίσθημα μεταλλάχθηκε στην προδοσία όσον αφορά την πατρίδα του. Ο Γκογκόλ, λοιπόν, άρχισε να πιστεύει ότι ήταν ένας προδότης της χώρας του, αμαρτωλός, και έσπασε τους δεσμούς με τη μητρική πλευρά. Πιθανόν αυτή είναι η αιτία της υστερικής νεύρωσης του, η οποία του δημιούργησε προβλήματα στο στομάχι και δυσχέρανε τον τρόπο διαβίωσής του.
Αυτά τα ψυχοσωματικά προβλήματα δημιούργησαν τέτοια ψυχικά τοπία που τον οδήγησαν να αρνηθεί τα όσα είχε κάνει, αφού έκανε ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, και να προσκολληθεί άκριτα στους θρησκευτικούς κύκλους. Είναι φανερό ότι, με αυτό τον τρόπο, προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με τη μητέρα του, να ξαναβρεί την ειρήνη σε αυτήν. Η μήτρα, στην οποία ήθελε να επιστρέψει, ήταν ουσιαστικά η γη. Το τέλος αυτής της πορείας ήταν ο βιολογικός θάνατός του.
Παρόμοια ακριβώς πορεία έχει και ο πρωταγωνιστής του στο «Παλτό», ο Ακάκιος. Το όνομά του δηλώνει ότι έχει καλές, αγαθές προθέσεις. Είναι μία άρρητη δήλωση μετανοίας του συγγραφέα, η παραμένει ένα ασαφές σύμβολο, για να αποσαφηνιστεί στο τέλος του έργου. Εμείς παρακολουθούμε τις συμπεριφορές του Ακάκιου και βλέπουμε έναν καλό, τίμιο, ντροπαλό και καθώς πρέπει άνθρωπο. Ο Γκογκόλ υπονοεί ότι αυτός φέρεται δουλικά στην οποιαδήποτε εξουσία, αδυνατεί να αντισταθεί σε αυτή. Ο Ακάκιος είναι το alter ego του Γκογκόλ. Η αδυναμία αντίστασης είναι δουλικότητα στον Πατέρα που υπονοείται σε όλο το έργο, η εξουσία του όμως είναι πανταχού παρούσα. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τον Ακάκιο να έχει μία προβληματική στάση, όσον αφορά στο συνηθισμένο τρόπο ζωής;
Αν δούμε τον τρόπο που στέκεται και αυτόν που κινείται, τότε θα παρατηρήσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα νευρωσικό τύπο που έχει φτάσει στην υστερία και βαδίζει προς την ψύχωση. Αυτή την εικόνα συμπληρώνει και ο τρόπος ομιλίας του. Ξέρουμε, από την ψυχαναλυτική θεωρία, ότι η νεύρωση μπορεί να ξεκινά από το δεξιό λοβό φτάνει όμως στο στομάχι και άμεσα καταπιέζει τον πνεύμονα, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μην μπορεί να πάρει σωστές αναπνοές. Με αυτόν τον τρόπο ρυθμίζεται η ομιλία του. Οι παύσεις, ο ρυθμός των ήχων που εκπνέονται, δημιουργούν την εικόνα και τη συμπεριφορά του υστερικού χαρακτήρα.
Στην παράσταση ο Κρίτων Ζαχαριάδης παίζει με πειστικό τρόπο αυτό τον τύπο. Κινείται, μιλά και στέκεται όπως ακριβώς ένας υστερικός τύπος. Οι κινήσεις του μετρημένες, ο ρυθμός αργός, η ομιλία διακεκομμένη, το βλέμμα κατευθύνεται προς τα κάτω. Δεν μπορεί να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Τελικά, δεν είναι αυτός ο στόχος του. Προσφέρει τη ζωή του στους άλλους. Έχει υποταχθεί στον Πατέρα και, σύμφωνα με τη θεωρία του Ράιχ, κάνει εκκλήσεις στη Μητέρα να δεχτεί να μιλήσει μαζί του. Η υποτακτικότητά του εδράζεται στην αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας με τη Μητέρα, αλλά και στη δυσκολία στην επαφή με τον Πατέρα. Αν θυμηθούμε ότι η μητέρα του Γκογκόλ ήταν σχετικά απόμακρη, θα βρούμε αυτά τα στοιχεία, του εν λόγω χαρακτήρα, στον ίδιο το συγγραφέα. Αυτό είναι το πρώτο σημάδι που μας οδηγεί στη λύση του γρίφου, την οποία θα τη βρούμε στο τέλος αυτού του έργου.
Το ρόλο του Πατέρα αναλαμβάνουν διάφοροι άνθρωποι, ο συνάδελφός του, ο προϊστάμενος, ο πολιτικός επιβλέπων, ο ράφτης. Το ρόλο της μητέρας κανένας. Αν είμαστε πιο προσεχτικοί, όμως, θα βρούμε την αναφορά σε μία γυναίκα που το φροντίζει, η οποία δεν εμφανίζεται, αλλά θα μπορούσε να ήταν μία μητρική φιγούρα. Σε αυτή την περίπτωση, επίσης, η Μητέρα είναι απούσα. Ο Ακάκιος δεν μπορεί να βρει κάποιο υποκατάστατό της για να πιαστεί και να εδράσει μία, έστω λανθάνουσα, τέτοια επαφή, έτσι ώστε να βρει μία διέξοδο η νεύρωσή του. Ουσιαστικά η Μητέρα δεν εμφανίζεται πουθενά και η επαφή μαζί της είναι επιθυμητή αλλά όχι εφικτή.
Αντίθετα, ο Πατέρας είναι παντού παρών. Νομοθετεί, κανονίζει τη ζωή του Ακάκιου, αυτός ακολουθεί και υποτάσσεται όλο και περισσότερο. Κάπως έτσι πείθεται να ράψει ένα καινούργιο παλτό. Δεν το έχει ανάγκη, δε θέλει να αποχωριστεί το αγαπημένο του παλτό, ανεξάρτητα σε τι κατάσταση είναι, αλλά του το έχει πει η πατρική φωνή, δια στόματος του συναδέλφου του, και το φτιάχνουν τα πατρικά χέρια, αυτά του ράφτη. Το παλτό γίνεται όπως θέλουν οι άλλοι και όχι όπως επιθυμεί ο Ακάκιος. Του αρέσει όμως, αφού του έχουν πει ότι είναι καλό. Το φοράει και πηγαίνει -πάντα με την επιβολή του πατρικού λόγου- σε μία δεξίωση. Δε βρίσκει την απόλαυση και φεύγει. Στο δρόμο, σε ένα σκοτεινό σημείο του, το κλέβει ένας αλήτης. Ο Πατέρας ακόμα μία φορά το παίρνει πίσω, όχι μόνο το παλτό αλλά και την απόλαυση που αυτό επισύρει. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έχουμε την αρχή της πτώσης.
Η απώλεια του παλτού είναι το κενό της απόλαυσης που αυτός ο άνθρωπος μέχρι τώρα είχε, έστω για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Είναι ο ξανά ευνουχισμός του, η τιμωρία του. Η μόνη του ελπίδα είναι να επιστρέψει εκεί που θα βρει τόσο την απόλαυση όσο και την ασφάλεια, -σύμφωνα με τα δύο αξιώματα της ψυχανάλυσης, αυτό της απόλαυσης και αυτό της νιρβάνα-, θέλει να επιστρέψει στη μήτρα, στη Μητέρα, να βρει το αρχέγονο. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Είναι πεσμένος κάτω και εκλιπαρεί. Αλλά ματαίως.
Η Μητέρα δε θέλει ή δεν μπορεί, αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ, να τον πιάσει από το χέρι και να τον πάρει κοντά της. Το χέρι του τρέμει. Το τρέμουλο της απελπισίας. Το αίτημα είναι απεγνωσμένο και απέλπιδο. Ο Ακάκιος θα επιστρέψει στην αρχέγονη μήτρα, στη γη, για να βρει εκεί τη γαλήνη του. Ο βιολογικός του θάνατος ταυτίζεται με τον ψυχολογικό ευνουχισμό του. Η λύση, όπως σε ένα αρχαίο δράμα, θα είναι η γέννηση ενός άλλου ανθρώπου πραγματικά ευτυχισμένου, ασφαλή και ελεύθερου, μακριά από τη βαρβαρότητα αυτού του κόσμου.
Η παράσταση αποδίδει με εξαιρετικό τρόπο αυτή τη μάχη του Ακάκιου με το τραύμα που υπήρχε στο ασυνείδητό του. Μία μάχη που οδηγεί σε ψυχολογικό αδιέξοδο. Η συμπεριφορά του είναι τέτοια, αυτό το αδιέξοδο υπάρχει συνέχεια και τον οδηγεί από την υστερία στην ψύχωση, δεν τον αφήνει να ολοκληρώσει την ταυτότητά του, να πάρει τη ζωή στα χέρια του, να ξεφύγει από την καταπίεση του κυβερνητικού μηχανισμού, να χαρεί τη ζωή του. Αυτή η αποτυχία του Ακάκιου μπορεί να είναι και δική μας. Το έργο απλά μας κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα για να το σκεφτούμε και να προβληματιστούμε. Ίσως να καταφέρουμε να αλλάξουμε κάποια πράγματα στη δική μας ζωή, να γίνουμε πιο ενεργοί, να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας, να δομήσουμε μία πιο ειρηνική διαβίωση, μέσα στην κοινωνία.