ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΤΖΑΜΑΡΙΕΣ

Οδό Κομνηνών, στα όρια Νεάπολης και Πολίχνης, ένα σπίτι σχετικά παλιό μας θυμίζει σκηνές από ταινίες της δεκαετίας του 1950. Μόνο που αυτό έχει δύο ορόφους πάνω από το ισόγειο. Φαίνεται ότι υπήρχε η οικονομική άνεση στην οικογένεια για να χτίσει ένα σπίτι που θα στεγάσει όλη την οικογένεια, μετά «το γάμο των παιδιών».

Η αυλή δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο να δείξει. Το τσιμέντο κυριαρχεί. Φαίνεται ότι αυτό που είχε σημασία για τους ιδιοκτήτες του σπιτιού ήταν η καθαριότητα. Να φαίνεται και να δείχνεται ότι ο χώρος είναι καθαρός. Αυτό ήταν σημαντικό για την ένταξή τους στην κοινωνία που ακολουθεί την οικονομική τους ανέλιξη. Κατά συνέπεια μιλάμε, κατά πάσα πιθανότητα, για πρόσφυγες που επαναπατρίστηκαν. Το στιλ είναι γεωργιανό, σχεδόν ανατολίτικο. Δε θα μπορούσε κανείς να το εντάξει στην Ανατολή, Τουρκία ή Συρία, γιατί λείπουν δομικά στοιχεία χαρακτηριστικά της ανατολίτικης αρχιτεκτονικής.

Η πλήρης ένταξη τους στην ελληνική κοινωνία φαίνεται ότι ήταν μία νεύρωση, γιατί δε φαίνονται στη διακόσμηση του εξωτερικού χώρου αυτά τα στοιχεία που θα προσέγγιζαν το ελληνικό στοιχείο. Δε θέλουν να είναι ξένοι στην πατρίδα τους, αν και διατηρούν στο ασυνείδητό τους χαρακτηριστικά που κουβαλούν από τη δεύτερη πατρίδα τους. Εδώ όμως μπερδεύεται το πράγμα: ποια είναι η πρώτη και ποια η δεύτερη πατρίδα τους, πως μπορεί να καθοριστεί αυτό, ποιος θα το προσδιορίσει; Δεν μπορεί να δοθεί μία άμεση απάντηση σε αυτή την ερώτηση.

Δεν έχουν καταλάβει ότι η πατρίδα είναι αυτό που κουβαλάμε μέσα μας, μέσα στον ψυχικό μας κόσμο και τη διαμορφώνουμε σύμφωνα με τα νέα στοιχεία της «πραγματικότητας»1 που έρχονται να τοποθετηθούν στον ίδιο χώρο με αυτά του παρελθόντος, διαμορφώνοντας έναν άλλο «πραγματικό»2 κόσμο, αυτόν που θα βιώσουμε σαν πατρίδα. Πατρίδα είναι λοιπόν οι άνθρωποι, οι ιδέες, νέες ή παλιές, η ιστορία.

Τράβηξες τη φωτογραφία και μετά, όταν την ξαναβλέπεις, αυτή τη φορά πιο προσεχτικά, μπορείς να δεις ένα πλάνο από μία ταινία του Ιοσελιάνι ή ένα μέρος ενός πίνακα ενός παλιού σπιτιού σε ημιαστική περιοχή, κάπου στην Ανατολή. Μπορείς ακόμα να δεις μία βιαστική προσπάθεια του ανθρώπου να υπογράψει την αίτηση του για να γίνει δεκτός στο συλλογικό συνειδητό της ελληνικής κοινωνίας. Θα καταλάβεις, κατόπιν, ότι ο μικροαστικισμός έχει αρχίσει να φαίνεται, όπως και το λούμπεν στοιχείο έχει ήδη αποχωρήσει.

Η οικογένεια είναι δεμένη, κατά πάσα πιθανότητα, ή θέλει να δείχνει ότι είναι δεμένη. Το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», σα σλόγκαν, εδώ εικονοποιείται, αλλά, πολύ πιθανόν, μετά την απόρριψή του, από τα νεώτερα μέλη, θα βγουν οι αντιθέσεις, οι νευρωτικές τάσεις που θα μας δώσουν μία άλλη «πραγματικότητα», αυτή της αποδοχής της ελληνικής κοινωνίας που αλλάζει, της ρήξης με το παλιό, τη δημιουργία του νέου. Η αγωνία, «να είμαστε μαζί», η διαπίστωση, «δεν μπορούμε», διαρρηγνύει το κοινωνικό ιστό έτσι όπως είχε σχεδιαστεί παλιά, και αφήνει να δούμε τις πληγές, με την ελπίδα να βρούμε τη θεραπεία τους.

Παρόλα αυτά, το σπίτι μένει αυθάδικα καλό να μας υπενθυμίζει το μεταίχμιο, το σύνορο του νέου με το παλιό, τα οποία στα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχαν αρχίσει να αποχωρίζονται και να δείχνουν τα πραγματικά τους αισθήματα, όλο και περισσότερο. Φανταζόμαστε την εξέλιξη της συνοικίας, τις σύγχρονες κατοικίες που δημιουργούν έντονη αντίθεση με αυτό που είναι ανάμεσα στο νέο και στο παλιό, χωρίς να είναι ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, αλλά στο κενό. Με άλλα λόγια στο κενό της αφήγησης, του νοήματος, της ιστορίας. Είναι η ασυνέχεια, ο ξαφνικός θάνατος ενός ιστορικού σώματος, ένα σημαντικό σημάδι μιας έντονης νευρωτικής κρίσης, η οποία θα χαρακτηρίσει τη νεώτερη ελληνική ιστορία. Αυτό το απροσδιόριστο είναι αυτό που ορίζει αυτή την ιστορική ασυνέχεια, αλλά και αυτό που δεν έχει καμία σχέση με το απροσδιόριστο του σημαίνοντος διότι δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει κάποιο αφηγηματικό ή ιστορικό σημείο που θα συνδεθεί μαζί του, όπως το σημαινόμενο, για να παράγει ένα νόημα3. Οδηγούμαστε έτσι στο μη νόημα, στο α(-)νόητο.

Μπορούμε λοιπόν να κρατήσουμε καλά αυτή την ανάμνηση, στο ψηφιδωτό της ελληνικής πραγματικότητας, για να συνθέσουμε την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, μία εικόνα που θα ταιριάζει όλο και περισσότερο με την ιστορική της αποτίμηση.

  1. Αναφέρουμε σε εισαγωγικά τη λέξη πραγματικότητα όταν θέλουμε να πούμε ότι αυτό που ο άνθρωπος θεωρεί σαν πραγματικό δε είναι αυτό ακριβώς που παρουσιάζεται σαν τέτοιο μπροστά στα μάτια του. Η αντίληψη της πραγματικότητας σαν τέτοια, σύμφωνα με το Λακάν (βλέπε Jacques Lacan, «Οι ψυχώσεις», μτφρ. Ρούλη Χριστοπούλου, Βλάσης Σκολίδης, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2005) είναι μία νευρωτική διαδικασία, διαφορετική σε κάθε άνθρωπο. Άρα η απόδοση της πραγματικότητας δεν είναι η ίδια σε κάθε άνθρωπο, διαφέρει λίγο ή πολύ. Δε ταυτίζεται λοιπόν η πραγματικότητα με αυτό που είτε αποτυπώνεται από το φακό της φωτογραφικής μηχανής είτε, μετά από τη θέαση της φωτογραφίας, στο μυαλό του ανθρώπου. Ακόμα, στον ίδιο άνθρωπο, η απόδοση της πραγματικότητας είναι διαφορετική ανάλογα με τον ψυχισμό του, σε διαφορετικές καταστάσεις της ζωής του..
  2. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πραγματικό συνεχώς μεταλλάσσεται. Δεν μπορούμε να το ορίσουμε παρά μόνο για μία μόνο στιγμή. Άρα αυτός ο κόσμος που βιώνει ο άνθρωπος είναι μοναδικός για αυτή τη στιγμή και έτοιμος να μεταλλαχτεί σε κάτι άλλο. Κατά συνέπεια και η έννοια της πατρίδας είναι ρευστή και αλλάζει συνεχώς.
  3. Μπορούμε όμως να βρούμε ότι η έλλειψη του νοήματος, το ανόητο, αυτό που δε νοείται και αυτό που δεν έχει νόημα, μέσα από αυτή τη θεώρηση, αποκτά ένα νόημα, το οποίο είναι στιγματισμένο από την έλλειψη του νοήματος, από ένα θάνατο που δύσκολα βλέπει μία ανάσταση. Δύσκολα αλλά όχι αδύνατα. Η σύνδεση με άλλα ιστορικά στοιχεία-σύμβολα μπορεί να μας οδηγήσει σε μία δομημένη ιστορία, η οποία θα κουβαλά αυτό θάνατο πάντα μέσα της.

Κείμενο-φωτογραφία: Γιάννης Φραγκούλης



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved