ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ: ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ / ΟΥΤΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ / ST. VINCENT: Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΟΥ ΑΓΙΟΣ
ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ
(TRASH)
Σκηνοθεσία: Στίβεν Ντάλντρι
Παίζουν: Ρίκσον Τέβεζ, Εδουάρδο Λουίς, Γκαμπριέλ Γουάνσταϊν, Ρούνεϊ Μάρα, Μάρτιν Σιν
Διάρκεια: 113’
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ
Τι συμβαίνει όταν το “SlumdogMillionnaire” του Ντάνι Μπόιλ μεταφέρεται στη Βραζιλία και συναντά τον ντόπιο σκηνοθέτη Φερνάντο Μεϊρέλες και την «Πόλη του Θεού;»; Ποια είναι η τελική γεύση αυτού του μίγματος, όταν μάγειρας είναι ένας Άγγλος, ο οποίος, μας έχει μεν συνηθίσει σε προσεγμένα πιάτα, αλλά αυτή τη φορά έχει πάρει τη γενναία απόφαση να μαγειρέψει με υλικά μάλλον ασυνήθιστα και εξωτικά για τις συνήθειές του; Ο Στίβεν Ντάλντρι έχει να επιδείξει ένα αξιοσημείωτο και αξιοζήλευτο ρεκόρ στην ως τώρα σκηνοθετική του καριέρα. Όλες οι ταινίες που έχει γυρίσει (πλην φυσικά της περί ης ο λόγος, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα πριν από τρεις εβδομάδες) έχουν λάβει υποψηφιότητες είτε για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας είτε για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας.
Εν ολίγοις, μπορεί να άνετα να ειπωθεί πως ο Ντάλντρι έχει το ακαδημαϊκό κοκαλάκι της νυχτερίδας και πράγματι, οι ταινίες του είναι προσεγμένα «ακαδημαϊκές», όπως είθισται να λέγεται. Από άποψη πάντως δημοφιλίας και ανταπόκρισης του κοινού, ο Ντάλντρι μάλλον άγγιξε την κορυφή στο ξεκίνημά του, στην αυγή της χιλιετίας. Οι δύο πρώτες του ταινίες, «Μπίλι Έλιοτ, γεννημένος χορευτής» και «Οι ώρες», υπήρξαν backtobackεπιτυχίες, οι οποίες καθιέρωσαν τον Ντάλντρι στο διεθνές σινεφιλικό στερέωμα. Το 2008, ο Ντάλντρι γύρισε «Τα σφραγισμένα χείλη», τα οποία μάλλον προσπεράστηκαν βιαστικά και αδίκως από το κοινό και τρία χρόνια αργότερα, ήρθαν τα πρώτα ανησυχητικά δείγματα γραφής. Το «Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά» ήταν μεγαλεπήβολο, αλλά μπερδεμένο, βαθυστόχαστο στις προθέσεις του, αλλά απλοϊκό στο ξεδίπλωμά του.
Μεταφερόμαστε στο σήμερα, στο τώρα. Πρώτη ύλη στα χέρια του Ντάλντρι συνιστά το μυθιστόρημα του Άντι Μάλιγκαν, διασκευασμένο δια χειρός του Ρίτσαρντ Κέρτις, σκηνοθέτη και σεναριογράφου του “Love Actually”. Αν ρίξετε μια ματιά στο καστ, το μάτι σας θα πέσει στα ονόματα των Ρούνεϊ Μάρα (μα πόσο υπέροχη είναι η Ρούνεϊ, πόσο καθηλωτικό και βαθύ το βλέμμα της) και Μάρτιν Σιν. Αδίκως. Οι αληθινοί πρωταγωνιστές είναι τα τρία χαμίνια (Ρίκσον Τέβεζ, Εδουάρδο Λουίς και Γκαμπριέλ Γουάινσταϊν). Τρία παιδιά που κινούνται μέσα στα σκουπίδια, ζουν μέσα στα σκουπίδια αλλά και από τα σκουπίδια και εν τέλει, σε ένα (σχετικά προφανές) συμβολικό επίπεδο, λογίζονται και αντιμετωπίζονται κι οι ίδιοι ως «σκουπίδια», από ένα κόσμο σκληρό και άτιμο.
Μόνο που αυτός ο κόσμος είναι αδιανόητα πιο βρώμικος, δύσοσμος και απωθητικός από τον αντίστοιχο των παιδιών των παραγκουπόλεων, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και τριγυρνούν στις χωματερές προς αναζήτηση τροφής. Μια μέρα, ένα πορτοφόλι με λίγα χρήματα, μια ταυτότητα, ένα διπλωμένο χάρτη κι ένα κλειδί θα πέσει στα χέρια των τριών χαμινιών. Η αστυνομία προσφέρει αμοιβή για την παράδοση του πορτοφολιού, αλλά η τριάδα των ηρώων μας δεν είναι δα και άβγαλτη. Υποψιάζεται πως έχει στην κατοχή της κάτι πολύ σημαντικό και δεν θα φάει κουτόχορτο. Το μόνο πρόβλημα είναι πως ξάφνου θα βρεθούν στο κατόπι τους διεφθαρμένοι δημόσιοι λειτουργοί και αξιωματούχοι, άνθρωποι του υπόκοσμου και ανέντιμοι επιχειρηματίες, τους οποίους κανείς δεν τολμά να αγγίξει.
Ο Ντάλντρι μοιάζει να υιοθετεί ένα ύφος λιγάκι διαφορετικό σε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες του και να βαδίζει σε μονοπάτια, τα οποία αφενός μεν τον γοητεύουν αφετέρου δε, του είναι ως ένα βαθμό άγνωστα. Η ταινία του όντως ισορροπεί μεταξύ των δύο ταινιών που αναφέραμε στην αρχή. Ευτυχώς, δεν ρέπει σε καμία στιγμή προς το φολκλόρ, «καρτποσταλικό», στερεοτυπικό και χαζοχαρούμενα ευαίσθητο του “SlumdogMillionnaire”. Από την άλλη, ενώ μας βάζει σε ρυθμούς έντασης και γοργής κίνησης, δεν φτάνει στα επίπεδα της ταινίας του Μεϊρέλες, δεν διεισδύει σε βάθος στον κόσμο στον οποίο τοποθετεί τους ήρωές της.
Σαν να παρατηρεί με προσοχή, ενδιαφέρον και επιμέλεια, κρατώντας όμως πάντα μία κάποια απόσταση ασφαλείας. Ίσως αυτό να συμβαίνει από πρόθεση, ίσως να συμβαίνει κι από αδυναμία, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Ακόμη κι αν ισχύει το δεύτερο πάντως, ας μην είμαστε αυστηροί και ας μην αδικούμε τον Ντάλντρι μέσα από συγκρίσεις με τον Μεϊρέλες. Είναι μάλλον λογικό και αναμενόμενο ένας Βραζιλιάνος σκηνοθέτης να τρυπώνει πιο τολμηρά και εξονυχιστικά στα άδυτα των παραγκουπόλεων της χώρας του. Ο Ντάλντρι οδηγεί την ιστορία του ως ένα συγκεκριμένο σημείο και όχι παραπέρα κι ως εκεί, την κουβαλά με ασφάλεια και σύνεση.
Αξιολόγηση:***
Κωνσταντίνος Παύλου