ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Σκηνοθεσία: Ούλριχ Ζάιντλ
Παίζουν: Μέλανι Λέντς, Γιόζεφ Λόρεντς, Βίβιαν Μπάρτς
Διάρκεια: 91’
Το τρίτο και καταληκτικό μέρος της «παραδεισένιας» τριλογίας του Αυστριακού σκηνοθέτη Ούλριχ Ζάιντλ, της οποίας οι τρεις τίτλοι (Αγάπη, Πίστη και Ελπίδα) συνδέονται -κατά τρόπο ειρωνικά φυσικά, διότι μιλούμε για τον αιωνίως προβοκάτορα Ζάιντλ- με τις τρεις ανώτερες θεολογικές αρετές, όπως αυτές έχουν οριστεί από τα χριστιανικά κείμενα. Ο «Παράδεισος της Ελπίδας» κινείται σε παράλληλο χρόνο με το πρώτο σκέλος της τριλογίας («Παράδεισος της Αγάπης»), επανερχόμενος σε μία από τις εναρκτήριες εικόνες του. Η μητέρα της οικογένειας είναι έτοιμη να αναχωρήσει για το ταξίδι σεξουαλικού τουρισμού στην Κένυα, αφού πρώτα έχει στείλει (επί της ουσίας, παρατήσει…) την παχύσαρκη κόρη της σε μία κατασκήνωση για υπέρβαρους προ-έφηβους.
Σε αυτό λοιπόν το ιδιόμορφο και ολίγον φαιδρό περιβάλλον, διάφορα παραπεταμένα μπαμπάτσικα παιδιά υποβάλλονται σε παντελώς ανόητα γυμνάσια για να απαλλαγούν από το ανεπιθύμητο βάρος. Φυσικά, ουδείς νοιάζεται για το ανυπολόγιστο ψυχολογικό βάρος που θα αποκομίσουν, ακόμη κι αν ξεμπερδέψουν με το σωματικό. Ευρισκόμενα σε ένα καθεστώς ιδρυματισμού, τα παιδιά αυτά, όταν τελειώνουν από τις καθημερινές «υποχρεώσεις» τους, δρουν και συμπεριφέρονται σαν κάθε άλλη παρέα της ηλικίας τους. Έχουν τα πρώτα αδέξια ερωτικά σκιρτήματα, τα οποία δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν, καθώς δεν μπορούν επακριβώς να τα αντιληφθούν. Έχοντας βιώσει την αδιαφορία και την έμμεση ή άμεση γονική εγκατάλειψη ή έστω αποξένωση, προσπαθούν απεγνωσμένα να πιαστούν από οποιαδήποτε φιγούρα που μπορεί λειτουργήσει ως αντικαταστάτης. Η 13χρονη Μελίνα λοιπόν, δεν πράττει τίποτα το αξιοπερίεργο όταν αναπτύσσει ερωτικά αισθήματα για τον μεσήλικα γιατρό της κατασκήνωσης. Το θέμα είναι τι ακριβώς αισθάνεται ο γιατρός για τη Μελίνα, διότι της δείχνει μια μάλλον υπερβολική αδυναμία…
Έχοντας κατά νου πως πρόκειται για μια ταινία του Ζάιντλ, είμαστε προετοιμασμένοι να περιμένουμε την πιο ωμή πρόκληση στην πιο ανύποπτη στιγμή. Κι όμως, ο Ζάιντλ φέρεται στην ιστορία και τους πρωταγωνιστές του πιο επιεικώς και πιο ήπια σε σχέση με άλλες φορές. Καλό θα ήταν φυσικά να εξηγηθούμε, για να μην παρεξηγηθούμε. Σε καμία των περιπτώσεων, δεν έχει εγκαταλείψει ο Ζάιντλ το τραχύ και αφτιασίδωτο (στα όρια του άγριου) στιλ κινηματογράφησης. Με παγωμένα πλάνα, εικονογραφεί τον εγκλεισμό, τη μοναξιά, την εσωτερική βία, το παράλογο και υπεράνω όλων, το αβέβαιο μέλλον. Ποιος θα νοιαστεί για αυτά τα παιδιά και πότε; Υπάρχει περίπτωση να μην μπολιαστούν με αμέτρητα σύνδρομα που θα τους καταστήσουν δυσλειτουργικούς και ψυχικά ακρωτηριασμένους ενήλικες; Επιπλέον, το κατάμαυρο χαρακτηριστικό χιούμορ του Ζάιντλ είναι και πάλι παρόν. Ποιο το νόημα να μας απασχολεί τόσο πολύ η ζωή μας και τα όσα την αποτελούν, όταν όλη η ανθρωπότητα είναι βουτηγμένη σε μια σιχαμάρα και μια σαρωτική έλλειψη νοήματος, μοιάζει να ερωτάται διαρκώς ο αγαπητός Ούλριχ.
Όπως προείπαμε όμως, ο Ζάιντλ είναι λίγο διαφορετικός, λίγο πιο «μαλακός», με περισσότερη κατανόηση και λιγότερο δηλητήριο. Οι υπόνοιες διαστροφής εναλλάσσονται με εκλάμψεις τρυφερότητας, με τις πρώτες να απαλύνονται από τις δεύτερες. Σε ένα περιρρέοντα χωροχρόνο γενικευμένης νοσηρότητας, τι διαφορά κάνει λίγη «αρρώστια» παραπάνω; Δεν υπάρχει λόγος ούτε να είμαστε τόσο αυστηροί, ούτε να αντιδρούμε με μεγατόνους έκπληξης. Στο κάτω κάτω της γραφής, ο Ζάιντλ γράφει τον επίλογο της τριλογίας του και τον βαφτίζει ελπιδοφόρο, όχι άνευ λόγου και αιτίας. Ίσως κι η ελπίδα να κρύβει κάτι το ύπουλο μέσα της, ίσως απλώς να οδηγεί σε γλυκές αυταπάτες που λέει και το τραγούδι, αλλά όπως και να ‘χει, βρίσκει τον τρόπο να φυτρώνει ακόμη και στα πιο άνυδρα εδάφη.
Αξιολόγηση:***
Γιώργος Παπαδημητρίου