Η γωνιά του «Φιλμ Νουάρ», όπου κάνουν παρέα το πεντάγραμμο και η μονταζιέρα…
Ο Alexandre Desplat στο Ξενοδοχείο της Μεγάλης Βουδαπέστης
Η βασίλισσα, Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον, Ο απίθανος κύριος Φοξ, Ο λόγος του βασιλιά, η Επιχείρηση Αργώ, η Φιλομένα, Το παιχνίδι της μίμησης… είναι οι οσκαρικές υποψηφιότητες του Αλεξάντρ Ντεπλά πριν φτάσει φέτος να κατακτήσει το Όσκαρ κινηματογραφικής μουσικής για την ταινία Ξενοδοχείο Γκραντ Μπούνταπεστ.
Ο ίδιος έλεγε με παραπονιάρικο χιούμορ ότι απ” όταν ξεκίνησε ν” ανεβαίνει επαγγελματικά στο Χόλιγουντ (2005-6) άρχισε να τον αναγνωρίζει η Ευρώπη. Βραβείο BAFTA για το Λόγο του βασιλιά, πρότερα Αργυρή Άρκτο για τον Χτύπο που έχασε η καρδιά μου (Οντιάρ), Βραβείο Σεζάρ για την ίδια ταινία και για ακόμα δυο (Αόρατος συγγραφέας αλά Πολάνσκι και Σώμα με Σώμα αλά Οντιάρ). Συν δύο βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου (Η βασίλισσα, Αόρατος συγγραφέας). Πέρα απ” τον Ατλαντικό, είχε μόλις μια Χρυσή Σφαίρα (Βαμμένο Πέπλο) κι ένα Γκράμι (Ο λόγος του βασιλιά). Ακόμη και το δικό μας Φεστιβάλ Κινηματογράφου τον τίμησε το 2009 με Χρυσό Αλέξανδρο.
Γεννημένος στο Παρίσι (τον Αύγουστο του 1961) από γάλλο πατέρα και ελληνίδα μάνα, οι οποίοι συναντήθηκαν φοιτητές στο, φημισμένο για τις μουσικές σπουδές, Μπέρκλεϊ. Τα πρώτα ακούσματα κυμαίνονται στις δυο γονεϊκές πατρίδες. Πέντε μόλις ετών αρχίζει μαθήματα πιάνου και συνεχίζει κατακτώντας γρήγορα και την τρομπέτα για να καταλήξει στο φλάουτο. Αγαπημένοι του συμφωνικοί συνθέτες ο Ντεμπισί και ο Ραβέλ. Ακούει και πολύ τζαζ. Αγαπημένοι δάσκαλοι οι σειριαλιστές Ιάννης Ξενάκης και Κλοντ Μπαλίφ. Στον κόσμο της κινηματογραφικής μουσικής θα τον μυήσει ο φημισμένος αμερικανός ενορχηστρωτής Τζακ Χέιζ (Μόλι Μπράουν, Πορφυρό χρώμα, Ψηλά στον ουρανό, Απίθανοι, Ρατατούης, Σταρ Τρεκ).
Στην Αμερική θα σπουδάσει και θ” αγαπήσει τις μουσικές του κόσμου και κυρίως τον βραζιλιάνο Καρλίνιος Μπράουν και τον αφρικανό Ρέι Λέμα, με τους οποίους θήτευσε και συνεργάστηκε. Ρέκτης σινεφίλ και συλλέκτης σάουντρακ, λάτρης των συμπατριωτών τιτάνων Ζορζ Ντελερί και Μορίς Ζαρ και των παλαιότερων εμιγκρέδων πουριστών Μαξ Στάινερ και Φραντς Γουάξμαν. Ωσαύτως και του, νεότερου όλων, λιβανέζου μετανάστη Γκαμπριέλ Γιαρντ. Στην ηχογράφηση του πρώτου σάουντρακ (Le souffleur, του Φρανκ λε Βίτα) θα γνωρίσει τη βιολονίστα Ντομινίκ «Σολρέι» Λεμονιέ, η οποία θα αναγορευτεί μούσα του και γυναίκα του. Μαζί επινόησαν μια νέα μέθοδο μουσικής σύνθεσης και ενορχήστρωσης με έγχορδα. Τα τελευταία 25 χρόνια γράφει κατά μέσο όρο τεσσεράμισι σάουντρακ ετησίως και χρειάζεται συνήθως τρεις εβδομάδες για μια πλήρη μουσική επένδυση. Είναι πολύ σβέλτος, όπως λένε στην πιάτσα. Μιλάει άνετα τη γλώσσα των σκηνοθετών και ανταποκρίνεται αμέσως και δημιουργικά στα οπτικοακουστικά οράματά τους.
Έτσι έγινε ο αγαπημένος του Ζακ Οντιάρ (Κοίτα τους άντρες όταν πέφτουν, Ένας πολύ διακριτικός ήρωας, Πάνω στο χείλη μου, Προφήτης), του Φρίαρς (σε 5 ταινίες), του Πολάνσκι (4 ταινίες κι ένα ντοκιμαντέρ), του Γουές Άντερσον (3 ταινίες κι ένα Όσκαρ), του Μάλικ (Το δέντρο της ζωής), του Κλούνεϊ (Αι ειδοί του Μαρτίου, συν άλλες 5 ως παραγωγός /σκηνοθέτης /πρωταγωνιστής), του Ντανιέλ Οτέιγ (3+3 ταινίες), του Γκεντικιάν (σε 3 ταινίες, έρχεται η τελευταία) και εσχάτως του Βέντερς (Every thing will be fine). Μεταξύ αρκετών άλλων, σκηνοθετών τε και ηθοποιών.
Το μεγάλο του μπαμ ήταν το 2003, όταν σκοράρισε το βρετανικό βιογραφικό δράμα εποχής Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι, το οποίο υπήρξε όχημα και για την πρωταγωνίστρια Σκάρλετ Γιόχανσον. Κάπου εκεί τον πρόσεξε το Χόλιγουντ κι ήρθαν οι αναθέσεις του Χάλστρομ (Καζανόβα), του Ανγκ Λι (Προσοχή: Πόθος), του Φίντσερ (Μπέντζαμιν Μπάτον), της Έφρον (Τζούλι και Τζούλια), της Μπίγκελοου (Zero Dark Thirty), του Ντάλντρι (Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά). Αυτό δεν σημαίνει ότι ξέκοψε με την Ευρώπη. Επιστρέφει όποτε έχει σοβαρές προτάσεις. Ενδεικτικά αναφέρω την Αν Φοντέιν (Στον κόσμο της Κοκό Σανέλ), τον Ματέο Γκαρόνε (Reality, το επερχόμενο The Tale of Tales), τον Ζέρομ Σαλ (Το ακρωτήρι της βίας κι άλλες δύο). Δεν κωλώνει ούτε με τις επικές σάγκες (The Twilight Saga: Νέα Σελήνη, Ο Χάρι Πότερ και οι κλήροι του θανάτου, Οι πέντε θρύλοι). Η χάρη του φτάνει ακόμη και στη Ρωσία (αναμένεται η τσαρική Ματίλντα του Αλεξέι Ουτσίτελ).
Εντός του 2014 συνέθεσε για πέντε ταινίες. Το παιχνίδι της μίμησης είναι η ιστορία του ιδιοφυούς παραγνωρισμένου καταπιεσμένου μαθηματικού Άλαν Τιούρινγκ και το σπάσιμο του ναζιστικού κώδικα επικοινωνίας. Υποψήφιο για Όσκαρ επένδυσης, άξιο καθημερινής ακρόασης και εμβάθυνσης. Ο Αλύγιστος της Αντζελίνα Τζολί είναι βιογραφία του ολυμπιονίκη Ζαμπερίνι τύπου Καλά Χριστούγεννα Μίστερ Λόρενς (ευσεβείς πόθοι). Η μουσική ανεβάζει την αξία της. Το Μνημείων άνδρες του Κλούνεϊ είναι περιπέτεια στο περιθώριο του 2ου παγκοσμίου πολέμου, επίσης. Σε άλλο κλίμα πιο ανάλαφρο ενίοτε. Ο δε Γκοτζίλα είναι διασκευασμένο έπος καταστροφής. Δραματικά κρεσέντα μπλέκονται με τρανταχτούς κρότους και μπόλικη φασαρία. Χωρίς ιδιαίτερα κοινά σημεία, όλες του οι μουσικές καταφέρνουν να υπηρετούν τις εικόνες τόσο ώστε να μην τις προσέχεις. Ακούγοντάς τες ξέχωρα απ” τις ταινίες, αντιλαμβάνεσαι το μεγαλείο της σύνθεσης και του αριστοτεχνικού υπόγειου δεσίματος μαζί τους.
Όμως το Ξενοδοχείο Γκραντ Μπούνταπεστ είναι αυτό που του απένειμε επιτέλους το Όσκαρ μουσικής. Δικαίως και πανηγυρικά. Εδώ συνδυάζονται παραδόσεις των Άλπεων, ρώσικες μπαλαλάικες, αναγεννησιακά τσέμπαλα, κουδουνάκια των ρολογιών, των μπάτλερ και των ταξιδιών με τρένο, μουσικά πορτρέτα των ηρώων ή των ομάδων, οι δραματουργικές τους περιπτύξεις, η τζαζ αστυνομία, φευγάτες αποδράσεις, πόλεμος και οδυνηρή ανασφάλεια, χορωδιακά κάντο και στρατιωτικά ρέκβιεμ, αρπιστικές συγχορδίες και μυστικιστικά μουσικά πριόνια κι ένα πανηγυρικό γλεντζέδικο φινάλε που αγκαλιάζει όλα τα εγκόσμια.
Κώστας Γ. Καρδερίνης