ΤΑ 100 ΝΤΟΥΦΕΚΙΑ
Η.Π.Α., 1969.
Διάρκεια: 110 λεπτά
Σκηνοθεσία: Τομ Γκράις
Σενάριο: Κλερ Χαφέικερ και Τομ Γκράις (από το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μακ Λίοντ)
Παίζουν: Τζιμ Μπράουν, Ράκελ Γουέλτς, Μπαρτ Ρέινολντς, Φερνάντο Λάμας, Νταν Ο’Χέρλιχι
Βρισκόμαστε στο επαναστατημένο Μεξικό, στον αγώνα να φύγει η 35ετής δικτατορία του Πορφύριο Ντιάζ. Οι επαναστάτες αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα. Ένας Μεξικανός κλέβει 100 τουφέκια και τον κυνηγάει ένας μαύρος σερίφης. Θα γνωριστούν με μια φλογερή Ινδιάνα που είναι αλληλέγγυα στην εξέγερση, ενώ θα αποδειχθεί πως τα 100 όπλα προορίζονταν για τους επαναστάτες. Θα αποτελέσουν μια ομάδα και θα αρχίσει η σκληρή δράση κατά των καθεστωτικών.
Από έναν παραγνωρισμένο σκηνοθέτη ένα σπουδαίο μεταγουέστερν με στοιχεία σπαγγέτι. Οι αναφορές στην επανάσταση, τη συντροφικότητα και τη συλλογικότητα είναι συγκλονιστικές, ειλικρινείς, καίριες, άμεσες. Μεξικανός μαύρος και Ινδιάνα (καθόλου τυχαία η επιλογή) πολεμούν ενάντια στην καταπίεση.
Ωστόσο, το φιλμ περιέχει και ένα ιδιαίτερο, κρυφό μήνυμα. Είναι οι έμμεσες (αλλά σαφείς για όσους νιώθουν) αναφορές στον πόλεμο του Βιετνάμ, στο αμερικανικό άδικο, στην εποποιία των κατοίκων της ασιατικής χώρας. Η δράση έρχεται καταιγιστική, οι σφαγές είναι τρομερές, το στιλ υπέροχο. Οι ρόλοι πειστικοί με τον Τζιμ Μπράουν να ξεχωρίζει, ενώ ο έμπειρος Τζέρι Γκόλντσμιθ «γράφει» μια ταιριαστή μουσική επένδυση. Υπάρχουν και το ερωτικό και το ψυχαναλυτικό και το ανταγωνιστικό επίπεδο, αλλά, παρά το τελικό δραματικό φινάλε, εκείνο που διαυγάζει είναι ο πόθος για ελευθερία.
Στα 1969, πέραν των άλλων, το κλασικό, παραδοσιακό, αμερικανικό γουέστερν έχει να αντιμετωπίσει τη δύναμη και τη σύγκριση με το σπαγγέτι και αναπαράγει φόρμες του (σαφώς η έντονη βία και δράση) με τρόπο πειστικό, όπως κάνει ο Πέκινπο την ίδια χρονιά με την Άγρια Συμμορία.
Τα 100 τουφέκια, εκτός των άλλων, μπορούμε να τα εντάξουμε στα γουέστερν της ανήσυχης συνείδησης (κατά τον Κρίστιαν Ζίμερ στο «Κινηματογράφος και πολιτική»), όπου δηλαδή ο Αμερικανός αναρωτιέται για πολλά πράγματα. Από τη σφαγή των Ινδιάνων ως το βιετναμικό πρόβλημα.
Είναι μια υποδειγματική ταινία, τόσο ψυχαγωγικά όσο και ιδεολογικά. Κι αν κάποιοι θεωρούν το φιλμ ξεπερασμένο, θα ήταν ένα διπλό πρόβλημα ο τρόπος «εξέτασής» του. Οι σπουδαίες δημιουργίες οφείλουν να είναι διαχρονικές και να μην υποκύπτουν σε κάποιους όρους και στη γοητεία του ρετρό.
Κι αν υπάρχει κάτι το αξιομνημόνευτο, είναι αυτό που γλιστρά, ελλοχεύει, μεταπηδά. Τούτη η ελαφρά σουρεαλιστική τάση του ηρωισμού ξεπερνάει τα είδη και δικαιολογεί την ύπαρξή της από το… γουέστερν σπαγγέτι. Πράγματι, οι σκληρές τελικές συγκρούσεις ξεπερνούν τη λεπτή κόκκινη γραμμή του ηρωισμού, αλλά καθορίζουν και το τέλος των ορίων και του παιχνιδιού. Ο Τομ Γκράις (θα επαναλάβω ότι είναι σπουδαίος σκηνοθέτης) με το φινάλε βάζει τα όρια και τους όρους μιας νέας συμφωνίας, τις επόμενες κινήσεις μετά το σταυροδρόμι.
Δεν επιθυμώ να αξιοποιήσω φθαρμένους όρους. Η συνειδητοποίηση, η μεγάλη φιλία και η αφιέρωση στον αγώνα καθορίζουν και ένα ιδεολογικό, αλλά και θεματικό, στερεοτυπικό μοτίβο. Και κοντά σε όλα αυτά, ως λάστιχο που ξεφουσκώνει κι αέρας που διασκορπίζεται, η επιθυμία για τον άλλο περικόπτεται, κολοβώνεται. Δείχνει ως αντίτιμο μιας ενοχής που, ακριβώς, δοκιμάζεται από τις «περικοπές» και την έλλειψη.
Από τον κυνισμό της Άγριας συμμορίας στον ρομαντισμό που εξατμίζεται στους Δύο ληστές, Τα 100 τουφέκια αφήνονται στην αλήθεια της απώλειας, που τόσο πολύ ταιριάζει με την επανάσταση, την κάθε επανάσταση…
Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου