ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Το κείμενο αυτό είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός», του Νίκου Πουλαντζά, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1984, το πρωτότυπο είχε εκδοθεί στο Παρίσι, με τίτλο «L’Etat, le pouvoir, le socialisme», εκδόσεις Presses Universitaires de France, το 1978. Είναι το πρώτο μέρος του τρίτου κεφαλαίου, «Ο νόμος», έχει τίτλο «Νόμος και τρομοκρατία», ενώ το δεύτερο μέρος του ίδιου κεφαλαίου έχει τίτλο «Ο σύγχρονος νόμος». Πιστεύουμε ότι η σκέψη του Πουλαντζά είναι ακόμη σύγχρονη και μπορεί να την μεταχειριστεί κάποιος ως ένα εργαλείο για να ερμηνεύσει τη σύγχρονη πραγματικότητα, όπως συμβαίνει και με το μεγαλύτερο μέρος του σοβαρού μαρξιστικού έργου, πάντα απ’την κοινωνιολογική ματιά. Για αυτό το λόγο το  δημοσιεύομε ως μια παρακαταθήκη σκέψης που σήμερα είναι χρήσιμη παρά ποτέ. Σήμερα που η βία και ο νόμος (η νομιμότητα) δοκιμάζονται παρά ποτέ, ως έννοιες και ως πρακτικές.


Το τρίτο παράδειγμα στο οποίο θα σταθώ αφορά τον ρόλο του νόμου. Παράδειγμα που μας ενδιαφέρει για πολλούς λόγους: μας παρέχει κυρίως τη δυνατότητα να θέσουμε με ακρίβεια το ζήτημα της καταστολής στην άσκηση της εξουσίας. Κι από τούτη την άποψη, το καπιταλιστικό Κράτος αποτελεί μια αληθινή τομή σε σχέση με τα προκαπιταλιστικά Κράτη.

Πριν απ’όλα διότι ο νόμος παρουσιάστηκε πολύ αργά, μαζί με το καπιταλιστικό Κράτος και με την ιστορική του συγκρότηση, ως περιορισμός της κρατικής αυθαιρεσίας, και μάλιστα ως φραγμός σε μιαν ορισμένη μορφή άσκηση της βίας. Αυτό ακριβώς το «Κράτος δικαίου» θεωρήθηκε ως αντίθετο στην απεριόριστη εξουσία, δημιουργώντας την αυταπάτη ενός διώνυμου Νόμος/Τρομοκρατία. Διότι ο νόμος και ο κανόνας ήταν πάντα παρόντες στη σύσταση της εξουσίας: το ασιατικό ή δεσποτικό Κράτος, το δουλοκτητικό Κράτος (Ρώμη, Αθήνα), το φεουδαρχικό Κράτος θεμελιώθηκαν πάντα στο Δίκαιο και τον νόμο, από το βαβυλωνικό ή ασσυριακό Δίκαιο ως το ελληνικό και ρωμαϊκό Δίκαιο και τις μεσαιωνικές δικαιικές μορφές. Κάθε κρατική μορφή, ακόμα και η πιο αιματηρή, δομήθηκε πάντα ως νομική οργάνωση, εμφανίστηκε μέσα σε πλαίσιο δικαίου και λειτούργησε με τη νομική μορφή: Τέτοια ήταν, όπως είναι γνωστό, και η περίπτωση με το Στάλιν και το Σύνταγμά τού του 1937, που λογιζόταν ως «το πιο δημοκρατικό στον κόσμο». Τίποτε λοιπόν το πιο σφαλερό από μια εικαζόμενη αντίθεση ανάμεσα στην αυθαιρεσία, τις υπερβασίες, την αγαθή βούληση του ηγεμόνα και το Κράτος του νόμου. Όραμα που αντιστοιχεί στη δικαιική-νομιστική αντίληψη για το Κράτος, αντίληψη της πολιτικής φιλοσοφίας του κατεστημένου αστικού Κράτους ενάντια στην οποία εκδηλώθηκαν τόσο ο Μαρξ όσο και ο Μαξ Βέμπερ και από την οποία δεν γελάστηκαν οι θεωρητικοί της αιματηρής κυοφορίας αυτού του Κράτους, ο Μακιαβέλλη και ο Χομπς. Το υποτιθέμενο τούτο σχίσμα μεταξύ νόμου και βίας είναι οπωσδήποτε πλαστό, ακόμα, αν όχι κυρίως, για το σύγχρονο Κράτος. Αυτό ίσα-ίσα το Κράτος δικαίου, το κατεξοχήν Κράτος του νόμου, αντίθετα από τα προκαπιταλιστικά Κράτη, κατέχει το μονοπώλιο της βίας και της ύψιστης τρομοκρατίας, το μονοπώλιο του πολέμου.

Ο νόμος είναι επομένως συστατικό μέρος του καπιταλιστικού συστήματος και της οργάνωσης της ασκούμενης από κάθε Κράτος βίας. Το Κράτος εκδίδει τον κανονισμό, εξαγγέλλει τον νόμο και εγκαθιδρύει έτσι ένα πρώτο πεδίο επιταγών, απαγορεύσεων και λογοκρισίας καθιερώνοντας το έδαφος εφαρμογής και το αντικείμενο της βίας. Κάτι ακόμη: ο νόμος οργανώνει τις συνθήκες λειτουργίας της φυσικής καταστολής, προσδιορίζει και διακοινώνει τους τρόπους διεξαγωγής της, πλαισιώνει τους μηχανισμούς που την ασκούν. Ο νόμος είναι, από τούτη την άποψη, ο κώδικας της οργανωμένης δημόσιας βίας. Η αγνόηση του ρόλου του νόμου στην οργάνωση της εξουσίας οφείλεται πάντοτε σ’εκείνους που παραβλέπουν τον ρόλο της φυσικής καταστολής στη λειτουργία του Κράτους, ο Φουκώ συγκεκριμένα, όπως το βλέπουμε στο βιβλίο του «Η θέληση για γνώση», λογικό ακολούθημα των πλανών του στο «Επιτήρηση και τιμωρία».

Σχηματοποιώντας μπορούμε να ορίσουμε την αλυσίδα των συλλογισμών του Φουκώ σ’αυτή την περίπτωση με τον ακόλουθο τρόπο: α) το διώνυμο νομιμότητα-τρομοκρατία είναι πλαστό διότι ο νόμος πάντοτε συνόδεψε την άσκηση της βίας και της φυσικής καταστολής, β) η άσκηση της εξουσίας στις σύγχρονες κοινωνίες βασίζεται πολύ λιγότερο στη βία-ανοιχτή καταστολή παρά στους πιο λεπτούς και θεωρούμενους «ετερογενείς» προς τη βία, μηχανισμούς της πειθαρχίας: «Αν και είναι σωστό ότι το νομικό στοιχείο χρησίμευε για να αντιπροσωπεύσει όχι βέβαια με αποκλειστικό τρόπο μιαν εξουσία βασικά θεμελιωμένη στην παρακράτηση και στο θάνατο, ωστόσο είναι απόλυτα ετερογενής προς τις νέες μεθόδους εξουσίας που λειτουργούν όχι με το δίκαιο αλλά με  την τεχνική, όχι με τον νόμο αλλά με την κανονικοποίηση, όχι με τον κολασμό αλλά με τον έλεγχο, και που εφαρμόζονται σε επίπεδα και σε μορφές που ξεπερνούν το Κράτος και τους μηχανισμούς του»1. Άσκηση της εξουσίας που συνεπάγεται, όπως λέει, μετά τον Φουκώ, ο R. Castel, το πέρασμα από την επιβολή-καταναγκασμό στη χειραγώγηση-πειθώ2, κοντολογίς την περίφημη «εσωτερίκευση» της καταστολής στις δυναστευόμενες μάζες. Αναπόφευκτη συνέπεια είναι ότι ο Φουκώ υποτιμά τον ρόλο του νόμου, τουλάχιστον στην άσκηση της εξουσίας μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά εκδηλώνει επίσης μιαν υποτίμηση για τον ρόλο του Κράτους, υποτίμηση που συνοδεύεται από μια παραγνώριση της θέσης που κατέχουν μέσα στο σύγχρονο Κράτος οι κατασταλτικοί μηχανισμοί (στρατός, αστυνομία, δικαιοσύνη κ.τ.λ.) ως όργανα άσκησης της φυσικής βίας. Αυτά τα θεωρεί μόνο ως τμήματα του πειθαρχικού μηχανισμού που πλάθουν την εσωτερίκευση της καταστολής με την κανονικοποίηση.

Αν ο πρώτος συλλογισμός που αφορά την οργανική σχέση μεταξύ του νόμου και της άσκησης της βίας είναι σωστός, ο δεύτερος είναι πέρα για πέρα λαθεμένος. Άλλωστε δεν ανήκει αποκλειστικά στον Φουκώ, αλλά χαρακτηρίζει κι ένα ολόκληρο ρεύμα σκέψης πιο πλατύ και κατά τα άλλα πολύ διαφορετικό από τον Φουκώ. Ο συλλογισμός αυτός έχει αποκρυσταλλωθεί στο ζεύγμα βία-συναίνεση, καταστολή-ιδεολογία, που σημάδεψε για μεγάλο διάστημα τις αναλύσεις τις σχετικές με την εξουσία. Το λαϊτμοτίβ είναι απλό: η σύγχρονη εξουσία δεν είναι θεμελιωμένη πάνω στην οργανωμένη φυσική βία, αλλά στην ιδεολογικο-συμβολική χειραγώγηση, στην οργάνωση της συναίνεσης, στην εσωτερίκευση της καταστολής («ο χωροφύλακας μες στα μυαλά»). Την προέλευση της αντίληψης αυτής τη βρίσκουμε στις πρώτες αναλύσεις που έκανε η αστική πολιτικο-νομική φιλοσοφία, αυτή ακριβώς που αντιπαρέθετε βία και νόμο, βλέποντας στο Κράτος δικαίου και στην επικράτηση του νόμου τον ενδογενή περιορισμό της βίας. Η αντίληψη αυτή είχε, με διαφορετικές μορφές, τις σύγχρονες προεκτάσεις της: τις αναλύσεις της σχολής της Φρανκφούρτης -τις περίφημες αναλύσεις για την υποκατάσταση της αστυνομίας ως δεσποτικής αρχής με την οικογένεια- και από τον Μαρκούζε ως τον P. Bourdieu για τη συμβολική βία, το θέμα της εσωτερίκευσης της βίας κατά την άσκηση της εξουσίας, έχει γίνει κοινός τύπος. Εκείνο που επομένως φαίνεται εδώ βασικό είναι ταυτόχρονα η υποτίμηση του ρόλου της καταστολής με την πιο στενή έννοια του όρου, δηλαδή του ένοπλου και θανατηφόρου καταναγκασμού πάνω στα σώματα, και η αντίληψη για την εξουσία ως διώνυμου καταστολή-ιδεολογία, όπου οι δύο όροι του αποτελούν συνιστώσες-ποσότητες με άθροισμα μηδέν. Μείωση ή απομάκρυνση της φυσικής βίας δεν μπορεί ν’αντιστοιχεί, μέσα στη λειτουργία και τη διατήρηση της εξουσίας, παρά σε μιαν ένταση ή αύξηση της ιδεολογικής ενστάλαξης (συμβολική βία-εσωτερίκευση της καταστολής).

Πρόκειται βασικά για μιαν αντίληψη της εξουσίας μόλις διαφορετική από εκείνην που επικρατεί σε αρκετές αναλύσεις, πολύ της μόδας σήμερα, που θεμελιώνουν τη συναίνεση στην επιθυμία των μαζών (οι μάζες επιθύμησαν τάχα τον φασισμό) ή στην αγάπη στον Αφέντη3. Έχουν τούτο το κοινό με το προηγούμενο ρεύμα, ότι παραβλέπουν το ρόλο της οργανωμένης φυσικής βίας, ανάγοντας εξάλλου την εξουσία στην καταστολή-απαγόρευση. Έχουμε έτσι μια υποκειμενικοποίηση της άσκησης της εξουσίας με τη μορφή μιας αναζήτησης των «λόγων της υπακοής» στην επιθυμία ή στην αγάπη προς την εξουσία, που παίρνουν εδώ τη θέση του υποτιθέμενου, στα προηγούμενα ρεύματα, ρόλου της ιδεολογίας ως παράγοντα εσωτερίκευσης της καταστολής. Αν ο νόμος επεμβαίνει εδώ, αυτό δεν γίνεται ποτέ με τη μορφή κωδίκευσης της φυσικής βίας, αλλά ως πρόσωπο του Αφέντη που, με μόνη την παρουσία του, την απόφανση ή τον λόγο του, προκαλεί την επιθυμία και την αγάπη των υπηκόων. Στο ζεύγμα καταστολή-ιδεολογία υποκαθίσταται το ζεύγμα νόμος-αγάπη, απαγόρευση-επιθυμία, αλλά ο ρόλος της βίας στη θεμελίωση της εξουσίας εξακολουθεί να υποτιμάται: δεν πρόκειται ποτέ παρά για τους λόγους της συναίνεσης.

Το ανησυχητικό λοιπόν σε τούτες τις αναλύσεις δεν είναι καθόλου -αντίθετα μάλιστα- ότι θέτουν το ζήτημα της συναίνεσης στην εξουσία: είναι ότι ταυτόχρονα παραβλέπουν τον ρόλο της οργανωμένης φυσικής βίας στην καταστολή και ότι ανάγουν την εξουσία στη συμβολική ή εσωτερικευμένη καταστολή και στην απαγόρευση. Αδυνατούν έτσι να συλλάβουν τους θετικούς υλικούς λόγους (ανάμεσα σε άλλα, παραχωρήσεις της εξουσίας στις μάζες) αυτής της συναίνεσης και τη θεμελιώνουν στην αγάπη-επιθυμία της καταστολής, ενώ οι λόγοι αυτοί, πέρα πάντοτε από την κυρίαρχη ιδεολογία, παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Το ότι τονίζουμε όμως τη θετικότητα της εξουσίας δεν σημαίνει, από την άλλη μεριά, ότι αποκρύπτουμε και το ζήτημα της καταστολής και τον ρόλο της ιδεολογίας που επεμβαίνει κι αυτή στη συναίνεση. Κι όμως αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον Φουκώ: αν και ο ίδιος διαφέρει από τα προηγούμενα ρεύματα διότι αποδείχνει -κι εδώ είναι η αξία του- μιαν από τις πλευρές των τεχνικών μέσων της εξουσίας που οργανώνουν υλικά την υποταγή των δυναστευομένων (η πειθαρχία με την κανονικοποίηση), οι αναλύσεις του ωστόσο χαρακτηρίζονται κι αυτές από τη σταθερή υποτίμηση του ρόλου, της ανοιχτής φυσικής βίας, ενώ η υποτίμηση του ρόλου του νόμου (όχι ως επαγωγού αγάπης-επιθυμίας αλλά ως κωδίκευσης ακριβώς αυτής της βίας) είναι εδώ απλώς ένα σύμπτωμά της.

Παλλειτουργικότητα των τεχνικών της εξουσίας που, στον Φουκώ, απορροφά μεμιάς όχι μόνο το ζήτημα της φυσικής βίας αλλά και το ζήτημα της συναίνεσης που γίνεται ένα μη-πρόβλημα δηλαδή ένα πρόβλημα που δεν ερευνήθηκε θεωρητικά, ή που ξανακυλάει σε αναλύσεις του τύπου «εσωτερίκευση της καταστολής». Ποιοι είναι, πέρα από την κανονικοποιητική πειθαρχία, οι «λόγοι» της συναίνεσης που ωστόσο δεν εμποδίζουν να εξακολουθούν να υπάρχουν αγώνες; Αν αυτή η πειθαρχία αρκούσε για να εξηγήσει την υποταγή, γιατί θα επέτρεπε την ύπαρξη των αγώνων; Φτάνουμε εδώ στην κομβική εκείνη απορία των αναλύσεων του Φουκώ στην οποία θα χρειαστεί να επανέλθω: στο αθεμελίωτο των περίφημων «αντιστάσεων» στην εξουσία που τις λιχουδεύεται ο Φουκώ. Στην πράξη, αν πρέπει να υπάρχει οργανωμένη φυσική βία, είναι για τον ίδιο λόγο που πρέπει να υπάρχει συναίνεση: Ακριβώς επειδή υπάρχουν πρώτα και πάντοτε αγώνες που αιτία τους έχουν πριν απ’όλα την εκμετάλλευση. Αν αυτή η πρωταρχική και απαράκαμπτη πραγματικότητα, που κάνει ώστε οι αγώνες να είναι πάντα η βασική αιτία της εξουσίας, ξεχαστεί υπέρ μιας θεωρίας που βλέπει την εξουσία (το Νόμο, τον Αφέντη) σαν τη βασική αιτία των αγώνων, ή μιας σχέσης μεταξύ καθαρά ισοδύναμων όρων «εξουσία-αντιστάσεις», τότε οδηγούμαστε είτε στο να θεωρούμε τη συναίνεση παράγωγο της αγάπης ή της επιθυμίας της εξουσίας, είτε να κουκουλώνουμε αυτήν τη συναίνεση ως πρόβλημα. Και στις δύο περιπτώσεις καταχωνιάζουμε το ρόλο της βίας.

Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Το καπιταλιστικό Κράτος, αντίθετα προς τα προκαπιταλιστικά Κράτη, κατέχει το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας. Η συνεισφορά του Μαξ Βέμπερ είναι ότι διευκρίνισε τούτο το σημείο δείχνοντας εξάλλου ότι η νομιμότητα αυτού του Κράτους, το οποίο συγκεντρώνει την οργανωμένη δύναμη, είναι η θεμελιωμένη στον νόμο «ορθολογική-έννομη» νομιμότητα: η τεράστια συσσώρευση των μέσων σωματικού καταναγκασμού από το καπιταλιστικό Κράτος συμβαδίζει με τον χαρακτήρα του ως Κράτος δικαίου. Η συγκεκριμένη αυτή κατάσταση έχει εξαιρετικά αξιοσημείωτες συνέπειες. Ο βαθμός ανοιχτής φυσικής βίας που ασκείται κατά τις διάφορες, εξωτερικές προς το Κράτος, καταστάσεις «ιδιωτικής» εξουσίας, είναι σε υποχώρηση στο βαθμό ακριβώς που το Κράτος κρατάει το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας. Τα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά Κράτη συγκροτήθηκαν κυρίως μέσα από την ειρηνοποίηση των σπαραζομένων από τους φεουδαρχικούς πολέμους εδαφών. Εξάλλου η θεσμοποιημένη πολιτική εξουσία, που κατέχει ωστόσο το μονοπώλιο αυτής της βίας, προσφεύγει σ’αυτήν -στις ομαλές συνθήκες κυριαρχίας- λιγότερο απ’ότι στα προκαπιταλιστικά Κράτη. Αν βάλουμε κατά μέρος: α) τις έκτακτες μορφές καπιταλιστικών Κρατών (φασισμούς, στρατιωτικές δικτατορίες κ.τ.λ.) που λυμαίνονται σήμερα τον κόσμο μας, μορφές που δεν πρέπει πάντως να ξεχνάμε, με τη βραχεία μνήμη και την ευρωπαιοκεντρική επιπολαιότητα των θεωρητικών μας (που είναι έτοιμοι ωστόσο να θυμηθούν τη βία μόνο για τα καθεστώτα της Ανατολής), β) τις περιπτώσεις της ακρότατης τρομοκρατίας του πολέμου (του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, των άλλων… και τώρα του πυρηνικού: ποιος όμως είχε την ιδέα να πει ότι η σύγχρονη εξουσία δεν λειτουργεί πια «μέχρι θανάτου»;), γ) τις συγκυρίες όξυνσης των ταξικών αγώνων -τότε θα διαπιστώσουμε ότι η έμπρακτη χρήση της ανοιχτής βίας παραμένει περιορισμένη σχετικά με το παρελθόν. Θα έλεγε κανείς πως το Κράτος αυτό χρειάζεται να χρησιμοποιήσει λιγότερο τη βία εφόσον κατέχει το νόμιμο μονοπώλιό της.

Το να συμπεραίνει κανείς από τα παραπάνω ότι η σύγχρονη εξουσία και κυριαρχία έπαψαν να θεμελιώνονται πάνω στη φυσική βία είναι μια τρέχουσα αυταπάτη. Αν όμως αυτή η βία δεν ενεργοποιείται, κατά την καθημερινή άσκηση της εξουσίας, με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν, παραμένει ωστόσο, και μάλιστα περισσότερο από ποτέ, καθοριστική. Η μονοπώλησή της από το Κράτος είναι εκείνη που γεννά τις μορφές μιας κυριαρχίας όπου οι πολλαπλές μέθοδοι δημιουργίας της συναίνεσης παίζουν τον κύριο ρόλο. Για να το καταλάβουμε αυτό θα χρειαστεί να ξεπεράσουμε την αναλογική μεταφορά της απλής συμπληρωματικότητας μεταξύ βίας και συναίνεσης, που αντιγράφει την εικόνα του Κένταυρου (μισού ζώου, μισού ανθρώπου) του Μακιαβέλλη. Η φυσική βία δεν υπάρχει μόνο παράπλευρα με τη συναίνεση, σαν δύο μετρήσιμα και ομοιογενή μεγέθη που έχουν σχέσεις αντιστραμμένες, έτσι που η περισσότερη συναίνεση ν’άντιστοιχεί σε λιγότερη βία. Αν η βία-τρομοκρατία εξακολουθεί να έχει καθοριστική θέση, αυτό δεν οφείλεται απλώς στο ότι μένει διαρκώς σε εφεδρεία και δεν εκδηλώνεται ανοιχτά παρά μόνο στις κρίσιμες καταστάσεις. Η μονοπωλημένη από το Κράτος φυσική βία βρίσκεται μόνιμα στη βάση των τεχνικών μέσων της εξουσίας και των μηχανισμών της συναίνεσης, ανήκει στο πλέγμα των πειθαρχικών και ιδεολογικών οργάνων και πλάθει την υλικότητα του κοινωνικού σώματος πάνω στο οποίο ασκείται η κυριαρχία, ακόμα και όταν αυτή η βία δεν ασκείται απευθείας.

Το ζήτημα επομένως δεν είναι να αντικαταστήσουμε το διώνυμο νόμος-τρομοκρατία, καταστολή-ιδεολογία μ’ένα τριώνυμο καταστολή-πειθαρχική επιβολή κανόνων-ιδεολογία, κάνοντας τόπο για έναν τρίτο όρο μέσα σε μια σχέση με αμετάβλητη λειτουργία: ετερογενή και διαφορετικά μεγέθη μιας ποσοτικοποιήσιμης εξουσίας ή τρόποι άσκησης μιας εξουσίας-ουσίας. Το ζήτημα είναι να καταλάβουμε την υλική οργάνωση της εξουσίας ως ταξικής σχέσης της οποίας η οργανωμένη φυσική βία είναι ο όρος ύπαρξης και το εχέγγυο της αναπαραγωγής. Η εγκατάσταση των τεχνικών μέσων της καπιταλιστικής εξουσίας, η σύσταση πειθαρχικών μηχανισμών (ο μεγάλος «εγκλεισμός»), η εμφάνιση ιδεολογικο-πολιτιστικών θεσμών (από το κοινοβούλιο ως την καθολική ψηφοφορία και ως το σχολείο) προϋποθέτουν τη μονοπώληση από το Κράτος αυτής της βίας, που καλύπτεται ακριβώς με τη μετατόπιση της θεμιτότητας προς τη νομιμότητα και με την επικράτηση του νόμου. Την προϋποθέτουν όχι μόνο στην ιστορική τους γενεαλογία, αλλά και στην ύπαρξη και αναπαραγωγή τους. Για να αρκεστούμε σ’ένα μόνο παράδειγμα: ο εθνικός στρατός είναι συνυπόστατος με το κοινοβούλιο και το καπιταλιστικό σχολείο. Αυτή η συνυπόσταση δεν εδράζεται μόνο σε μια κοινή θεσμική υλικότητα εξαρτώμενη από τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, που τον ενσαρκώνουν αυτοί οι μηχανισμοί. Εδράζεται και στο γεγονός ότι ο εθνικός στρατός, ως τμήμα ακριβώς του κρατικού μονοπωλίου της νόμιμης φυσικής βίας, οδηγεί σε μορφές ύπαρξης και λειτουργία θεσμών -κοινοβούλιο, σχολείο- όπου η βία δεν έχει ανάγκη να ενεργοποιηθεί σαν τέτοια. Η ομαλή ύπαρξη, η ίδια η συγκρότηση του κοινοβουλίου ως νομοθετικού σώματος είναι αδιανόητη δίχως τη δημιουργία του σύγχρονου εθνικού στρατού.

Ας ξανάρθουμε, τέλος, στο θέμα του θανάτου. Πώς να μη συνδέσουμε τις μεταβολές του τρόπου που πεθαίνει κανείς πιο πεζά στο κρεβάτι του, την πραγματική απαγόρευση που στις σύγχρονες κοινωνίες επιβάλλεται στο θάνατο, την απαλλοτρίωση των «ιδιωτών» πολιτών από τον ίδιο τον θάνατό τους4, με τη μονοπώληση από το Κράτος της νόμιμης δημόσιας τρομοκρατίας; Το Κράτος παύει άραγε να λειτουργεί μέχρι θανάτου; Ακόμα και όταν δεν εκτελεί (θανατική ποινή), δεν σκοτώνει ή δεν απειλεί να το κάνει, ακόμα, αν όχι κυρίως, όταν σ’εμποδίζει να πεθάνεις, το σύγχρονο Κράτος διαχειρίζεται τον θάνατο και η ιατρική εξουσία υπάγεται κι’αυτή στον σύγχρονο νόμο.

Η μονοπώληση από το Κράτος της νόμιμης βίας παραμένει επομένως το καθοριστικό στοιχείο της εξουσίας ακόμα και όταν αυτή η βία δεν ασκείται απευθείας και ανοιχτά. Αυτή η μονοπώληση βρίσκεται στη βάση των νέων μορφών αγώνα στον καπιταλισμό και σε αυτές αντιστοιχεί ο ρόλος των μηχανισμών που οργανώνουν τη συναίνεση, έτσι, εξουσία και αγώνες αλληλοπροκαλούνται και αλληλοκαθορίζονται. Η συγκέντρωση της ένοπλης δύναμης από το Κράτος, ο αφοπλισμός και η αποστρατικοποίηση των ιδιωτικών τομέων, προϋπόθεση για την εδραίωση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, συντείνουν στη μετατόπιση της πάλης των τάξεων από έναν μόνιμο εμφύλιο πόλεμο -με τη μορφή περιοδικών και τακτικών ενόπλων συγκρούσεων- προς νέες μορφές, όπως είναι η πολιτική και η συνδικαλιστική οργάνωση των λαϊκών μαζών, ενάντια στις οποίες η ανοιχτή φυσική βία έχει, όπως ξέρουμε, εντελώς σχετική αποτελεσματικότητα. Ένας λαός που «αποστερείται» τη «δημόσια» δύναμη είναι ήδη ένας λαός που δεν ζει πια την πολιτική κυριαρχία με τη μορφή μιας φυσικής και ιερής μοίρας, ένας λαός για τον οποίο η μονοπώληση της εξουσίας από το Κράτος δεν είναι νόμιμη παρά μόνο εφόσον η νομική ρύθμιση και η νομιμότητα που αφήνουν να ελπίζει, και μάλιστα ρητά και καταρχήν, την πρόσβαση στην εξουσία. Κοντολογίς, το Κράτος συγκεντρώνει στα ειδικευμένα σώματά του βία, ενώ αυτή αρκεί λιγότερο παρά ποτέ για την αναπαραγωγή της κυριαρχίας. Τους ιδιωτικούς πολέμους και τις ένοπλες συγκρούσεις με τη μορφή επαναληπτικών θεοδικιών κάθαρσης από την ειμαρμένη της εξουσίας, τους πολέμους που σταματούν χάρη στη συγκέντρωση της ένοπλης δύναμης στο Κράτος, διαδέχεται η μόνιμη πολιτική αμφισβήτηση της εξουσίας, αποτέλεσμα επίσης της μονοπώλησης της φυσικής δύναμης από το Κράτος. Οι μηχανισμοί που οργανώνουν τη συναίνεση στήνονται στα προχωρημένα φυλάκια της εξουσίας: η επικράτηση του καπιταλιστικού νόμου ορίζει αυτή τη θέση στους μηχανισμούς της συναίνεσης -ακόμα και με τη μορφή του ιδεολογικού γανώματος των κεφαλών- στο βαθμό ακριβώς που αντανακλά τη μονοπώληση της φυσικής δύναμης από το Κράτος.

Αν ο ρόλος του νόμου (στο γενικό επίπεδο όπου τοποθετούμε εδώ, δεν κάνει διάκριση μεταξύ νόμου και Δικαίου) αποδείχνεται έτσι απαραίτητος στην άσκηση της εξουσίας ως οργανώτριας της καταστολής, της οργανωμένης φυσικής βίας, αυτό δεν σημαίνει ότι μέσα σε τούτη τη δράση η λογική του νόμου είναι η καθαρά αρνητική λογική της απόρριψης, της παρεμπόδισης ή του εξαναγκασμού στη μη εκδήλωση και στη βουβαμάρα. Αν η εξουσία δεν είναι ποτέ αποκλειστικά αρνητική, αυτό δεν οφείλεται μόνο στο είναι και κάτι άλλο από τον νόμο. Ο νόμος και στον κατασταλτικό του ρόλο ακόμα, περιλαμβάνει μια φανερή πλευρά θετικότητας, διότι η καταστολή δεν ταυτίζεται ποτέ με μια καθαρή αρνητικότητα. Ο νόμος δεν είναι μόνο ένα σύμφυρμα απαγορεύσεων και λογοκρισίας. Είναι επίσης αυτός που, από το ελληνο-ρωμαϊκο Δίκαιο ακόμα, εκδίδει θετικές εντολές, που όχι μόνο σου απαγορεύει ή σε αφήνει να κάνεις κάτι σύμφωνα με το απόφθεγμα ότι επιτρέπεται αυτό που δεν απαγορεύεται από τον νόμο, αλλά και σε βάζει να κάνεις κάτι, σ’εξαναγκάζει σε θετικές ενέργειες απέναντι στην εξουσία, σε υποχρεώνει επίσης σε λόγους απευθυνόμενους στην εξουσία. Ο νόμος δεν επιβάλλει μόνο τη σιωπή ή σε αφήνει να λες κάτι, αλλά συχνά σε υποχρεώνει να λες κάτι (να ορκίζεσαι, να καταγγέλεις κ.τ.λ.). Γενικότερα, ο θεσμισμένος νόμος δεν υπήρξε ποτέ σκέτη εντολή αποχής ή σκέτη λογοκρισία, ώστε να έχουμε στην οργάνωση του Κράτους, από το ένα μέρος νόμο-λογοκρισία-αρνητικότητα, κι από το άλλο, «κάτι άλλο»-δράση-θετικότητα. Η τέτοια αντιπαράθεση είναι εν μέρει σφαλερή, διότι ο νόμος οργανώνει το πεδίο της καταστολής όχι μόνο ως καταστολής αυτού που πράττεται ενώ ο νόμος το απαγορεύει, αλλά και ως καταστολής αυτού που δεν πράττεται ενώ ο νόμος σε υποχρεώνει να το πράτεις. Αν ο νόμος βρίσκεται ήδη μέσα στο κοινωνικό σύστημα, με την έννοια ότι δεν έρχεται μόνο εκ των υστέρων για να βάλει τάξη σε μια προϋπάρχουσα φυσική κατάσταση, αυτό οφείλεται στο ότι αποτελεί συστατικό μέρος του πολιτικο-κοινωνικού πεδίου ως κωδικοποίηση τόσο των απαγορεύσεων όσο και των θετικών εντολών.

Η καταστολή δεν είναι επομένως ποτέ σκέτη αρνητικότητα: δεν εξαντλείται ούτε με την πραγματική άσκηση της φυσικής βίας, ούτε με την εσωτερίκευσή της. Υπάρχει και κάτι άλλο στην καταστολή για το οποίο σπάνια γίνεται λόγος: οι μηχανισμοί του φόβου. Μηχανισμοί υλικοί και καθόλου απλώς υποκειμενικοποιημένοι: ανέφερα τη θεατρικότητα του σύγχρονου Κράτους, σωστού «Πύργου» του Κάφκα. Θεατρικότητα ενταγμένη στον σύγχρονο νόμο, στους δαιδάλους και στους λαβυρίνθους όπου υλοποιείται αυτός ο νόμος: το ότι το πράγμα έχει τη βάση του στο μονοπώλιο της νόμιμης βίας, για να το καταλάβει κανείς θα πρέπει να ερευνήσει από την πλευρά της σωφρονιστικής αποικίας, στον Κάφκα πάλι.

Τέλος, αν και ο νόμος παίζει σημαντικό ρόλο (θετικό και αρνητικό) στην οργάνωση της καταστολής, δεν περιορίζεται σ’αυτήν: ο νόμος είναι εξίσου αποτελεσματικός στους μηχανισμούς δημιουργίας της συναίνεσης. Υλοποιεί την κυρίαρχη ιδεολογία που επεμβαίνει εδώ, έστω και αν δεν εξαντλεί τους λόγους αυτής της συναίνεσης. Ο νόμος-κανόνας, χάρη στην ίδια τη λογική υφή του, αποκρύπτει τις πολιτικο-οικονομικές πραγματικότητες, εμπεριέχει δομικά χάσματα και κενά, μεταθέτει αυτές τις πραγματικότητες στην πολιτική σκηνή με τη βοήθεια ενός ειδικού μηχανισμού απόκρυψης-αντίστρεψης. Μεταφράζει επίσης τη φαντασιακή παράσταση της κοινωνίας και της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης. Ο νόμος είναι, από τούτη την άποψη, και παράλληλα με τη θέση του μέσα στον μηχανισμό καταστολής, ένας από τους σημαντικούς παράγοντες της οργάνωσης της συναίνεσης των δυναστευομένων τάξεων, έστω και αν η θεμιτότητα (η συναίνεση) δεν ταυτίζεται με τη νομιμότητα ούτε περιορίζεται σ’αυτήν. Οι δυναστευόμενες τάξεις δεν συναντούν τον νόμο μόνο ως φράγμα αποκλεισμού, αλλά και ως προσδιορισμό εκ μέρους του μιας θέσης που πρέπει να καταλάβουν, θέσης που είναι συνάμα και θέση ένταξης μέσα στο πολιτικο-κοινωνικό πλέγμα, θέσης που δημιουργεί καθήκοντα και υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα και που η φαντασιακή επένδυσή της έχει πραγματικές συνέπειες για τους δρώντες παράγοντες.

Και κάτι ακόμα: πολλές από τις ενέργειες του Κράτους που ξεπερνούν τον απλό κατασταλτικό και ιδεολογικό ρόλο του, οι οικονομικές παρεμβάσεις του, αλλά κυρίως οι υλικοί συμβιβασμοί που επιβάλλονται από τις δυναστευόμενες τάξεις στις κυρίαρχες τάξεις -ένας από τους αποφασιστικούς λόγους της συναίνεσης- καταχωρούνται στο κείμενο του νόμου και αποτελούν μάλιστα μέρος της εσωτερικής δομής του. Ο νόμος δεν υπάρχει μόνο για να εξαπατά ή να συγκαλύπτει, ούτε μόνο για να καταστέλλει, υποχρεώνοντας τον πολίτη να πράττει κάτι ή απαγορεύοντάς του να το κάνει. Οργανώνει και επικυρώνει επίσης υπαρκτά δικαιώματα των δυναστευομένων τάξεων (δικαιώματα βέβαια ενταγμένα μέσα στην κυρίαρχη ιδεολογία και που κάθε άλλο παρά αντιστοιχούν, κατά την εφαρμογή τους, στη νομική τους μορφή), και περιλαμβάνει, καταχωρημένους στο κείμενό του, τους υλικούς συμβιβασμούς που επιβλήθηκαν από τους λαϊκούς αγώνες στις κυρίαρχες τάξεις.

Είναι ωστόσο ολοφάνερο, αντίθετα απ’ολόκληρη τη νομικίστικη αλλά και ψυχαναλυτική αντίληψη, όπως εκφράζεται σήμερα σε ενδιαφέροντα έργα σαν εκείνα του P. Legendre5, ότι η δράση, ο ρόλος, η θέση του Κράτους ξεπερνούν σημαντικά τον νόμο ή τη νομική ρύθμιση.

α) Η δράση του Κράτους, η συγκεκριμένη λειτουργία του δεν παίρνουν πάντοτε -κάθε άλλο- τη μορφή του νόμου-κανόνα: ισχύει πάντοτε ένα σύνολο κρατικών πρακτικών και τεχνικών που ξεφεύγουν από τη νομική συτηματοποίηση και τάξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι, «άνομες», αυθαίρετες, με τη στενή έννοια του όρου, αλλά ότι υπάγονται σε μια λογική σχετικά διαφορετική από εκείνη του νομικού συστήματος, στη λογική του συσχετισμού των δυνάμεων μεταξύ αντιμαχόμενων τάξεων όπου ο νόμος δεν είναι παρά η καταγραφή του εξ αποστάσεως και σε ειδικό κατάστιχο.

β) Το Κράτος ενεργεί συχνά παραβιάζοντας τον νόμο-κανόνα που το ίδιο έχει θεσπίσει, όχι μόνο δρώντας παράπλευρα σ’αυτόν τον νόμο, αλλά κι ενάντιά του. Κάθε νομικό σύστημα επιτρέπει, στο πλαίσιο της συλλογιστικής του και ως μεταβλητή του κανόνα του παιχνιδιού που οργανώνει, τη μη τήρηση από το Κράτος-εξουσία του ίδιου του νόμου του. Αυτό ονομάζεται raison d’Etat, λόγος κρατικού συμφέροντος, που σημαίνει στην κυριολεξία όχι απλώς ότι η νομιμότητα αντισταθμίζεται πάντοτε με «επικουρικά» παρανομίας, αλλά ότι η παρανομία του Κράτους εντάσσεται πάντοτε στη νομιμότητα που θεσπίζει: ο σταλινισμός και οι ολοκληρωτικές πλευρές της εξουσίας στις ανατολικές χώρες δεν οφείλονται κυρίως στις «παραβιάσεις της σοσιαλιστικής νομιμότητας». Κάθε νομικό σύστημα περιλαμβάνει την παρανομία και με την έννοια ότι εμπεριέχει, ως συστατικό μέρος της λογικής του, κενά και λευκά, «χάσματα του νόμου»: δεν πρόκειται εδώ για αστοχήματα και σκοτισμό του νου οφειλόμενο στην επιχείρηση ιδεολογικού συσκοτισμού που υφίσταται το Δίκαιο, αλλά για μηχανισμούς που έχουν σκόπιμα προβλεφτεί, για ρωγμές που θα επιτρέπουν την παράκαμψη του νόμου. Για να μην αναφέρουμε τέλος τις απροσχημάτιστες παραβιάσεις από το Κράτος του ίδιου του νόμου του, παραβιάσεις που, αν και εμφανίζονται ως υπερβάσεις άτακτες, αφού δεν προβλέπονται ήδη από τον νόμο, αποτελούν ωστόσο κι αυτές μέρος της δομικής λειτουργίας του Κράτους. Κάθε Κράτος είναι οργανωμένο, μέσα στο θεσμικό του πλαίσιο, κατά τρόπο που να λειτουργεί (και κατά τρόπο που να λειτουργούν οι κυρίαρχες τάξεις) τόσο σύμφωνα με το νόμο του όσο κι ενάντιά του. Πολλοί νόμοι που δεν θα είχαν υπάρξει ποτέ με τη συγκεκριμένη μορφή τους αν δεν είχε προϋπολογιστεί, δηλαδή εγγραφεί μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς, ένα ποσοστό παραβίασης από μέρους των κυρίαρχων τάξεων, με την υποστήριξη του συνόλου των κρατικών μηχανισμών. Επομένως, όχι μόνο η παρανομία αποτελεί συχνά μέρος του νόμου, αλλά ακόμα όταν παρανομία και νομιμότητα διαζευγνύονται δεν αντανακλούν δύο χωριστές οργανώσεις, κατά κάποιον τρόπο ένα παρακράτος (παρανομία) και ένα κράτος δικαίου (νομιμότητα), ακόμα λιγότερο αντανακλούν ένα διαχωρισμό ανάμεσα σ’ένα χαοτικό Κράτος, ένα μη-Κράτος (παρανομία) και σ’ένα Κράτος (νομιμότητα). Παρανομία και νομιμότητα αποτελούν μέρος μιας και της ίδιας θεσμικής δομής.

Στο βάθος, έτσι πρέπει να εννοήσουμε τη φράση του Μαρξ, ότι κάθε Κράτος είναι μια ταξική «δικτατορία». Όχι με την τρέχουσα έννοια, δηλαδή την έννοια μιας εξουσίας πάνω από κάθε νόμο, όπου ο όρος νόμος παίρνεται με τη συνηθισμένη έννοια ως το αντίθετο της βίας και της δύναμης: δεν υπάρχει Κράτος, όσο δικτατορικό κι αν είναι, δίχως νόμο, και η ύπαρξη ενός νόμου και μιας νομιμότητας δεν εμπόδισε ποτέ οποιαδήποτε βαρβαρότητα ή δεσποτισμό. Θα πρέπει να εννοούμε τη φράση αυτή με την έννοια ακριβώς όπου «δικτατορία» σημαίνει οργάνωση του κάθε Κράτους ως ενιαίου λειτουργικού συστήματος νομιμότητας και παρανομίας, μιας νομιμότητας διάτρητης από παρανομία.

γ) Τέλος, η δράση του Κράτους ξεπερνά πάντοτε τον νόμο, διότι το Κράτος μπορεί, μέσα σε ορισμένα όρια, να τροποποιήσει τον ίδιο τον νόμο του. Το Κράτος δεν είναι το σκέτο σχήμα κάποιου αιώνιου νόμου που ανήκει στην κατηγορία κάποιας οικουμενικής απαγόρευσης ή ενός φυσικού νόμου: άποψη που προϋποθέτει την υπεροχή του διακαίου και του νόμου έναντι του Κράτους και που στο βάθος αποτελεί τη βάση της νομικής αντίληψης για το Κράτος, αντίληψης που εξηγείται έτσι η σημερινή συμπόρευσή της με την αναλυτική (ψυχαναλυτική) αντίληψη για τους θεσμούς. Ωστόσο, αν και κάθε Κράτος είναι συνυπόστατο με ένα νόμο, αν και ο νόμος επομένως δεν είναι στην κυριολεξία ένα ενιαίο δημιούργημα ενός Κράτους-προγενέστερης ωμής δύναμης, το Κράτος είναι εκείνο που, σε μια ταξική κοινωνία και με τη μορφή του ακριβώς της νόμιμης βίας, δηλαδή ως κάτοχος της δύναμης και της φυσικής καταστολής, έχει πάντοτε το προβάδισμα έναντι του νόμου. Διότι, αν και είναι γεγονός ότι ο νόμος οργανώνει αυτή τη βία, δεν υπάρχει ωστόσο, σ’αυτή την κοινωνία, νόμος ή δίκαιο δίχως ένα σύνολο μηχανισμών που επιβάλλει την εφαρμογή του και εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητά του, κοντολογίς τη κοινωνική ζωή: η αποτελεσματικότητα του νόμου δεν είναι ποτέ η αποτελεσματικότητα του καθαρού διαλογισμού, του λόγου και του διατυπωμένου κανόνα. Αν δεν υπάρχει βία δίχως νόμο, ο νόμος προϋποθέτει πάντοτε την οργανωμένη δύναμη στην υπηρεσία του νομοθετούντος (της κοσμικής εξουσίας). Πιο πεζά: η δύναμη ενυπάρχει στο νόμο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. «La volonte de savoir», σ.σ. 117-118.
  2. R. Castel, «Le psychanalysme», 1976, σ. 288 κ.έ.
  3. Από τον Fr. Lyotard («L’economie libinalle», 1974) ως τον P. Legendre («L’amour du censeur», 1974), περνώντας από τον R. Scherer, ο κατάλογος είναι μακρύς.
  4. Ph. Aries, «Histoire de la mort en Occident», 1975 και οι εργασίες του L. V. Thomas.
  5. «Jouir de pouvoir», 1976.

(Απόδοση: Γιάννης Φραγκούλης)



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved