Το ερώτημα έχει τεθεί κάπως έτσι: η τέχνη μπορεί να θεραπεύσει το ψυχολογικό τραύμα; Αν επικεντρώσουμε την απάντησή μας σε αυτό το ψυχολογικό τραύμα που δημιουργείται σε συνθήκες πολέμου και εγκλεισμού, τότε το εύρος της απάντησης είναι πιο περιορισμένο. Θα πρέπει και πάλι να προσδιορίσουμε αυτό το οποίο θεωρούμε ως «τέχνη» στο πλαίσιο της διαδικασίας της αντίληψης της «πραγματικότητας», μιλάμε πάντα, όπως είναι γνωστό για τις διαφορετικές εκφάνσεις της πραγματικότητας, έτσι όπως ο καθένας την αντιλαμβάνεται. Άρα δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε στο θέμα της πρόσληψης αυτών των αφηγηματικών στοιχείων που μας παρουσιάζονται ως «πραγματικότητα».
Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ
Η πρώτη ύλη για τη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού έργου είναι τα μυθικά στοιχεία, έτσι όπως τα βρίσκουμε στις παραδόσεις, λαϊκές, εθνικές και ιστορικές, και έτσι αυτά μεταφέρονται απ’το ένα έθνος στο άλλο. Κατά δεύτερο λόγο, αυτά τα μυθικά στοιχεία βρίσκονται σε προγενέστερα καλλιτεχνικά έργα, δηλαδή αυτά που έχουν δημιουργηθεί πριν το δικό μας δημιούργημα. Μία τρίτη πηγή πληροφοριών και έμπνευσης είναι η ιστορία, μέσα στην οποία υπάρχουν οι σπόροι των μύθων ή απ’ό,τι αυτή έχει δανειστεί απ’τους μύθους στοιχεία που θέλουν να αναπαραστήσουν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, αυτό που λέμε πραγματικότητα.
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια έχει πάρει στοιχεία απ’την ιστορία για να δημιουργηθεί ο μύθος του Οδυσσέα, του Αγαμέμνονα, του Μενελάου, του Αχιλλέα, του Πάρη, του Έκτορα και των άλλων προσώπων αυτού του μυθικού έπους, αλλά έχει δανειστεί στοιχεία απ’τη μυθολογία του δωδεκάθεου και της ελληνικής κοσμογονίας για να φτιαχτεί αυτό το έπος που μεταφέρθηκε με τους περιφερόμενους ποιητές προφορικά από γενιά σε γενιά. Όμως οι ιστορικές αναφορές βασίστηκαν σε αυτή τη «μαρτυρία» για να μιλήσουν για αυτή την ιστορική περίοδο ή για να αρχίσουν να ανακαλύπτουν στοιχεία της πόλης της Τροίας. Ακόμη αυτοί οι μύθοι τροφοδότησαν τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, για παράδειγμα «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ορέστεια», όπου το αρχαίο κείμενο αποκτά άλλη διάσταση, βάζει θέματα της σύγχρονης εποχής της δημιουργίας αυτών των τραγωδιών, για να θέσει ηθικά θέματα της κοινωνίας, τα οποία κατόπιν συζητήσεων έγιναν είτε νόμοι του κράτους είτε ηθικοί νόμοι της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί, όμως, φτιάχτηκαν αυτοί οι μύθοι; Ποια ήταν η κοινωνική ανάγκη αυτής της δημιουργίας; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν είναι προφανής. Η ανθρωπολογική επιστήμη, μετά τις θεωρητικές και τις ερευνητικές αναζητήσεις του ClaudeLeviStrauss, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μυθολογία των λαών προσπαθεί να απαντήσει στα ερωτήματα: ποιος είναι αυτός ο λαός, σε ποιο περιβάλλον ζει, ποια είναι η διαδικασία της δημιουργίας του. Με άλλα λόγια, σε οντολογικά προβλήματα αυτού του έθνους. Αυτός είναι ο λόγος που διαφέρει τόσο πολύ η μυθολογία απομακρυσμένων λαών, ενώ αυτές πλησιέστερων γεωγραφικά έχουν κάποια κοινά στοιχεία.
Αυτά τα μυθικά στοιχεία μπορούμε να τα βρούμε είτε σε αναπαραστάσεις, όπως σε αγγεία, δοχεία περισυλλογής τροφών, σε σπήλαια, σε διακοσμήσεις σπιτιών, σε διάφορα σκεύη. Με αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος θέλει να μεταφέρει την πληροφορία στους άλλους είτε για τους κινδύνους στο περιβάλλοντα χώρο είτε για τις λατρευτικές συνήθειες είτε για την ιστορία αυτής της κοινότητας. Θα παρατηρήσουμε όμως ότι μερικά στοιχεία είναι κοινά σε όλους τους λαούς, αυτά που έχουν να κάνουν με τις στοιχειώδεις συνήθειες ή δοξασίες που είναι αρχέγονες για όλους τους ανθρώπους. Η ταφή των νεκρών, το ταξίδι τους στον άλλο κόσμο, τα δώρα στους τάφους, τις θυσίες στο υπέρτατο ον που θέλουν να εξευμενίσουν για να μην πληγεί η κοινότητα, κυρίως απ’τα φυσικά φαινόμενα.
Φτάνουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι το μυθικό στοιχείο, επαναλαμβανόμενο συχνά σε μία ίδια αφηγηματική διαδικασία, δημιουργεί μία σειρά από νοήματα. Όπως αναφέρει η θεωρία της σημειωτικής, το μυθικό στοιχείο γίνεται σύμβολο και αυτό με τη σειρά του μέρος ενός γλωσσικού κώδικα, μπαίνει σε μία σημειακή συνάρτηση για να γίνει σύνταγμα κωδίκων, άρα κείμενο και να διαμορφώσει έτσι τη γλώσσα και το λόγο, κατ’επέκταση τον τρόπο της ζωής του ανθρώπου. Κατά συνέπεια, το μυθικό στοιχείο νοηματοδοτεί.
ΤΟ ΜΥΘΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΝΟΗΜΑΤΟΣ
Η νοηματοδοσία του μυθικού στοιχείου, όπως την περιγράψαμε προηγουμένως, αυτή είναι η πλέον απλή διαδικασία, αυθόρμητη και αυτονόητη, για αυτό το λόγο παρατηρείται σε όλους τους λαούς, σε κάθε δημιουργική δραστηριότητα του ανθρώπου. Υπάρχει όμως και η πιο σύνθετη και εξελικτική διαδικασία νοηματοδότησης. Αυτή ακολουθεί μία πιο αργή διαδικασία, μεταφέρει στοιχεία από ένα μύθο και προτείνει μία καινούργια αφήγηση.
Με αυτό τον τρόπο οι μάχες των Τιτάνων μας φέρνουν στις συγκρούσεις των φωτεινών και σκοτεινών δυνάμεων, στους αγγέλους και στους δαίμονες, στη νίκη των πρώτων επί των δεύτερων, άρα στην ελπίδα για τη διατήρηση της ζωής. Ακόμα ο Πατέρας που αναγκάζεται να εκχωρήσει την εξουσία στο γιο, ο Ουρανός, ο Κρόνος και ο Δίας, η απόλυτη εξουσία του Ήλιου που είναι ζωοδότης, που θα είναι ο Χριστός, που, μετά από μετατροπή της ημερομηνίας γέννησής του, θα γεννηθεί όταν ανασταίνεται ο Ήλιος, η επίλυση του οιδιπόδειου συμπλέγματος για να πάμε τελικά στην επιβολή της πατριαρχικής εξουσίας και στην αλλαγή της δομής της κοινωνίας από πρωτόγονης κομμουνιστικής σε φεουδαρχική και τελικά σε καπιταλιστική. Μυθολογικά στοιχεία που μεταλλάσσονται και μιλούν για τη δομή της κοινωνίας.
Ο μύθος νοηματοδοτεί και επιβάλλει στους ανθρώπους αυτά που θα ήταν δύσκολο να περάσουν στο ιδεολογικό τους πεδίο. Αυτή η διαδικασία είναι ακριβώς ασυνείδητη. Περνάει απ’το ασυνείδητο στο συνειδητό μέσα απ’το φαντασιακό. Ας θυμηθούμε τη συνδιαλλαγή μεταξύ του εγώ και του άλλο εγώ, σύμφωνα με το Λακάν, ή του εγώ και του υπερεγώ, που γίνεται μέσα στο φαντασιακό. Αυτή η διαδικασία έχει μελετηθεί απ’το Έριχ Φρομ, αλλά πιο εκτενώς απ’τον Καρλ Γιουνγκ, ο οποίος έχει βρει, σε κλινικές περιπτώσεις, μεταφορές μυθολογικών αφηγήσεων, ειδικά αρχετύπων, χωρίς αυτές να έχουν ειπωθεί με άμεσο τρόπο στο αναλυόμενο άτομο.
Αν και δεν έχει ερευνηθεί εκτεταμένα αυτή η διαδικασία, δηλαδή πως περνούν αυτές οι αφηγήσεις απ’τη μυθολογική αφήγηση στο όνειρο και από εκεί στην εκφορά μίας «πραγματικότητας», έχουν μελετηθεί, και σε κλινικές περιπτώσεις, η διαδικασία απ’το ασυνείδητο στο συνειδητό και, κατόπιν, στην εκφορά του λόγου, στη δόμηση μίας «πραγματικότητας» που συνεχώς αλλάζει όσο ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή, με έμμεσο, μέσω της τέχνης, ή με άμεσο τρόπο, μέσω της ιστορίας, με μυθολογικά στοιχεία, τα οποία, στην προέκτασή τους μιλούν για τη σύγχρονή του εποχή. Φαίνεται, πάντως, ότι ο άνθρωπος ανατρέχει στους προγόνους του όταν φτάνει σε ένα σημείο κρίσης.
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
Ας μελετήσουμε δύο διαφορετικές κοινωνίες, την ελληνική και τη γερμανική, στην εποχή ανάμεσα στους δύο παγκοσμίους πολέμους.
Η Γερμανία έχει βγει ηττημένη, η εύκολη λύση είναι να βρεθεί το στήριγμά της στη γερμανική μυθολογία. Από εκεί θα πάρει δύναμη και ο πολίτης αυτής της χώρας θα ανατρέξει στο παρελθόν του. Σα μία ασυνείδητη διαδικασία θα βρεθεί το στήριγμα στις νέες γερμανικές μυθολογίες, ειδικά στον Γκαίτε, αλλά και σε ιδεολογικές θέσεις, όπως αυτές του Νίτσε, που θα φτιάξουν, στο πεδίο του φαντασιακού ένα υπεράνθρωπο. Η διαστρέβλωση αυτών των θέσεων θα γίνει από καλλιτεχνικά έργα, τόσο απ’τη μουσική όσο και από ταινίες, όπως της Λένα Βερτμίλερ, που θα τονίσουν αυτό το στοιχείο του υπεράνθρωπου. Αυτό το ιδεολόγημα θα είναι η βάση για να περάσει αυτή η υποταγή και η εξουσία, αυτό το δίπολο που θα είναι η βάση για να δομηθεί η απολυταρχία του ναζισμού.
Στην Ελλάδα αναμένεται ο πόλεμος. Η κήρυξη του πολέμου βάζει τους Έλληνες σε έναν άνισο αγώνα: η Ελλάδα εναντίον της Ιταλίας, σε πρώτη φάση, και της Γερμανίας, σε δεύτερη. Στην αρχή το μυθολογικό στοιχείο της Παναγίας, άρα το αναφερόμενο της μάνας ή της ερωμένης, θα δώσει δύναμη στους Έλληνες μαχητές. Κατόπιν, μέσα απ’τα βυζαντινά μυθικά στοιχεία, θα προβληθεί ο Έλληνας υπερήρωας, αυτός της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, για να υπάρξει αυτή η ταύτιση που θα δώσει ενατένιση σε αυτόν που πολεμά. Εδώ θα έχουμε τη Βέμπο που θα «ντοπάρει» ψυχικά τους Έλληνες, είτε είναι στο μέτωπο είτε στα μετόπισθεν, και θα τους πείσει ότι θα νικήσουν. Αυτός ο ήρωας με αρχαιοελληνικές ρίζες θα υπάρξει κατά τη διάρκεια της αντίστασης στους κατακτητές, με δύο διαφορετικές εκδοχές, με τόνο βυζαντινό, στη δεξιά πτέρυγα της αντίστασης, και με τόνο σοβιετικό, στην αριστερή, ειδικά όταν η σοβιετική αντίσταση πετυχαίνει. Τραγούδια «πατριωτικά» και θεατρικά έργα με προοδευτικό χαρακτήρα προσπαθούν να εμψυχώσουν το λαό που δοκιμάζεται και να προτείνουν, με έμμεσο τρόπο, μία άλλη δομή της κοινωνίας.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Στη Γερμανία, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το ουμανιστικό θέατρο ανθεί. Επιστροφή σε ένα είδος αφήγησης που βάζει τον άνθρωπο στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Δεν απασχολεί, στην αρχή, η διερεύνηση των αιτιών της ανόδου του ναζισμού και της κτηνωδίας που αυτό το καθεστώς επέβαλε, αλλά η διερεύνηση της ψυχής του ανθρώπου, των βασάνων που χαρακτηρίζουν αυτό το θείο δράμα που περνά καθημερινά ο άνθρωπος. Προοδευτικά οι αφηγήσεις στρέφονται προς τον ολοκληρωτισμό, στην κριτική σε αυτόν. Οι κωμωδίες είναι λίγες. Θα λέγαμε ότι ακολουθείται ένας δρόμος που οδηγεί στον πυρήνα της ψυχής της γερμανικής κοινωνίας, διερευνώντας την, βρίσκοντας αυτά τα σημεία που πάσχουν, τουλάχιστον αυτός είναι ο σκοπός.
Η πρωτοπορία ανθεί, ο ποιητικός ρεαλισμός παίρνει μεγαλύτερη δύναμη, νέα καλλιτεχνικά ρεύματα ξεπετιούνται. Όλα αυτά προσπαθούν μετωνυμικά, με έναν άλλο τρόπο, να εκφράσουν αυτό που έχει γίνει, σα μία προβολή στην ψυχή του Γερμανού. Η αναζήτηση του τραύματος, περισσότερο η ανάλυσή του, η οποία δεν πετυχαίνει πάντα. Η τέχνη μιλά για το δράμα της ψυχής του Γερμανού, αλλά μεταθέτει το θέμα, δεν μπορεί να αναλύσει τα αίτια αυτού του θέματος, με έναν τρόπο, όπως είναι η ανάλυση του χαρακτήρα. Λειτουργεί σαν επούλωση του τραύματος, όπως στην αρχαία ελληνική τραγωδία, όχι όμως σα θεραπεία του. Εξάλλου, η διχοτομημένη Γερμανία δεν έχει ενιαίο λόγο, η άλλη πλευρά δεν μπορεί να εκφρασθεί ελεύθερα.
Παρόλα αυτά, το θέμα έχει τεθεί. Οι αναζητήσεις, θεωρητικές, εμπειρικές και καλλιτεχνικές είναι στην πρώτη γραμμή. Με αυτό τον τρόπο αναζητείται τελικά η φιλία μεταξύ των λαών, για να βρεθούν τα ίχνη που θα μας οδηγήσουν στη χαμένη ταυτότητα.
Στην Ελλάδα, μετά την πτώση της χούντας, αρχίζει δειλά η αναζήτηση του τραύματος. Δε φτάνει αυτή η αναζήτηση στον πυρήνα του θέματος, παρά σε ελάχιστα καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Αναφέρεται αυτό το θέμα με τέτοιο τρόπο που ουσιαστικά δεν μιλάμε για αυτό. Αν εξαιρέσουμε τις μουσικές του Ξενάκη, τις ταινίες του Αγγελόπουλου και του Δαμιανού, κάποια θεατρικά του Θεάτρου Τέχνης του Κουν, κάποιες ταινίες του Κούνδουρου, αυτό το τραύμα είναι η αφορμή να μιλήσουμε για αυτά τα θέματα, αλλά δεν είναι το θέμα. Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μία ουσιαστική αναζήτηση, αλλά είναι ακόμα πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για αυτήν.
ΜΠΟΡΕΙ Η ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕΙ;
Η τέχνη είναι άραγε ο τρόπος που θα θεραπεύσει αυτό το τραύμα της νεότερης παγκόσμιας ιστορίας; Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γίνει αυτό; Δύσκολα θα έδινε κάποιος μία σαφή απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Όπως έχουμε προαναφέρει, η τέχνη δεν εξηγεί, δεν αναλύει, αλλά δείχνει. Δημιουργεί τις δομές του λόγου, αλλά δεν μπορεί να αναδείξει ένα νέο κοινωνικό συνειδητό, δεν μπορεί να σπάσει τις παλιές δομές της γλώσσας και, κατά συνέπεια, να προτείνει έναν καινούργιο τρόπο ζωής. Μπορεί να προτείνει, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει με τον τρόπο ενός φιλόσοφου ή ενός πολιτικού. Θέτει το θέμα και περιμένει αντιδράσεις.
Με αυτή την έννοια στον «Αγαμέμνονα» δε λύθηκε το θέμα της μητροκτονίας, ούτε στην «Ορέστεια» το θέμα της αθώωσης του μητροκτόνου. Όπως στον «Οιδίποδα» δεν έγινε ξεκάθαρο το θέμα της αντιπαλότητας πατέρα και γιου, απλά αυτό ξεδιπλώθηκε τόσο που ήταν ένα θέμα να συζητήσουμε για αυτό και να φτάσουμε σε κάποια συμπεράσματα. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Το έργο του καλλιτέχνη αμφισβητείται, οι αναγνώσεις έχουν διαφορετική κατεύθυνση, ο κάθε θεατής το διαβάζει με διαφορετικό τρόπο.
Αν θα λυνόταν ένα θέμα, με ένα ή περισσότερα έργα τέχνης, τότε θα μπορούσαμε να κάνουμε ανάλυση χαρακτήρα σε πολλούς ανθρώπους μαζικά και χωρίς να έχουμε διάλογο μεταξύ τους με άμεσο τρόπο. Επιστημονικά όμως αυτό δε γίνεται. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να πεισθούμε ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα έχει λυθεί, χωρίς όμως να έχει γίνει αυτό, χωρίς να ακολουθήσουμε την αναλυτική διαδικασία. Αυτή η μορφή ψυχοθεραπείας όμως είναι ικανή να μπλοκάρει μία έντονη υστερία, αν εξαιρέσουμε κάποιες σοβαρές κλινικές περιπτώσεις.
Αν έχουμε έναν ασθενή θα πρέπει να φτάσουμε μαζί του στον πυρήνα του θέματος, να το δούμε, να αναλύσουμε τις δομές και, μετά, να βγούμε απ’αυτό για να μπορέσουμε να επανατοποθετήσουμε το θέμα και να το λύσει, σε κάποιο βαθμό. Ο καλλιτέχνης όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι γιατί δεν ξέρει τον ψυχισμό του κάθε θεατή, άρα δεν μπορεί να το δει αναλυτικά. Μπορεί όμως να μιλήσει στην ψυχή του, να δρομολογήσει αναγωγές, να λειτουργήσει με ταυτίσεις, να βάλει το θεατή να είναι ενεργητικό πρόσωπο, πλέον στο δικό του ψυχόδραμα, να είναι η αφορμή για να λειτουργήσει ένα ανοιχτό έργο όπου η προσωπική μας τοποθέτηση θα είναι αυτό που θα μας κρατά σε απόσταση απ’τις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές.
Δεν μπορούμε και δεν επιτρέπεται να δώσουμε μεγαλύτερο ρόλο σε ένα έργο τέχνης, γιατί αυτό θα είναι η αρχή για να το γκρεμίσουμε απ’το βάθρο όπου το έχουμε τοποθετήσει, ουσιαστικά να το καταστρέψουμε σαν έργο τέχνης και να το αναδείξουμε σαν κάτι που δεν είναι: σαν ένα φιλοσοφικό έργο.
Γιάννης Φραγκούλης
(ερευνητής-ψυχαναλυτής)
Βλέπε για το ψυχολογικό τραύμα του πολέμου εδώ.
Βλέπε για τα ιστορικά στοιχεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εδώ.
Βλέπε για τα ιστορικά στοιχεία της γερμανικής κατοχής εδώ.