Πέντε διεισδυτικές ματιές στα Βαλκάνια
Δεν μας έχουν προδώσει ποτέ οι Βαλκάνιοι φίλοι μας. Μας προσφέρουν κάθε χρόνο, με την επιμέλεια του Δημήτρη Κερκινού, σίγουρες προτάσεις για ταινίες εντός του Φεστιβάλ. Η άνοδος, μάλιστα, των τριγύρω κινηματογραφιών, με ολοένα και περισσότερα άξια λόγου φιλμ, ορισμένες φορές μας ενοχλεί για την πιο στέρεα αφήγηση που διαθέτουν σε σχέση με πολλά από τα ελληνικά έργα…
Ας μην πολυλογούμε, όμως. Σε ένα πρόγραμμα με πολύ καλές δημιουργίες, που απλώς δεν μας έδωσε ΤΗΝ ταινία ακόμα (μένουν οι δύο τελευταίες, που δεν αποκλείεται να κάνουν την υπέρβαση) ξεχωρίσαμε τις 5 παρακάτω:
«Αυτοί είναι οι κανόνες» του Κροάτη Όγκνιεν Σβίλιτσιτς. Βία αναίτια. Βία μεταξύ εφήβων. Πολυκατοικίες απρόσωπες, ομοιόμορφες, παγερές. Οικογένεια σε ρουτίνα, με μοιρασμένους ρόλους, όπου μόνο η μητέρα ενίοτε προσπαθεί να υπεισέλθει στις «δουλειές» και τις επιλογές του συζύγου και του γιου. Κράτος γραφειοκρατικό. Υπάλληλοι αδιάφοροι, αστυνομικοί που δεν ξεφεύγουν ρούπι από τους κανόνες για κανένα λόγο. Βίντεο ξυλοδαρμών στο facebook για μαγκιά, αδυναμία οποιασδήποτε αντίδρασης. Μόνη λύση για τη σωτηρία της ψυχής; Μια ακραία στιγμιαία έξοδος από τα προβλεπόμενα… Με πολύ λιτή αφήγηση, χωρίς την παραμικρή εξαλλοσύνη στο χειρισμό της κάμερας, εξαιρετικές ερμηνείες από τους δύο γονείς, που σιγοβράζουν, παλεύοντας να μην εκραγούν, ο Σβίλιτσιτς μας παρέχει την πλέον ανθρώπινη ταινία του τμήματος.
«Όπερ έδει δείξαι» του Αντρέι Γκρουτσνίτσκι και «Το δεύτερο παιχνίδι» του Κορνέλιου Πορουμπόιου. Ρουμανία της δεκαετίας του ’80, στα τελευταία χρόνια του Τσαουσέσκου. Όλα υπό την κρατική επίβλεψη, είτε πρόκειται για τις ζωές των άλλων (μυστική αστυνομία που όλα τα ελέγχει ή ακόμα χειρότερα τα κατευθύνει εκεί που η ίδια κρίνει) είτε για το δημοφιλέστερο θέαμα, το ακμάζον τότε ρουμανικό ποδόσφαιρο, το πρωτάθλημα του οποίου κατακτάται υποχρεωτικά είτε από την αστυνομία είτε από τον στρατό. Στο πρώτο φιλμ κάθε σκέψη εξόδου από τη χώρα είναι καταδικασμένη και υπάρχει φόβος, αν δεν «πας με τα νερά των κρατούντων», αντίθετα στο δεύτερο ο διαιτητής – ήρωάς μας, έχοντας υπερπηδήσει τούτο το εμπόδιο και όντας ήδη με διεθνή καριέρα (το επιτρέπει ο συγκεκριμένος χώρος εργασίας) κοιτά τα πάντα αφ’ υψηλού, νιώθει άρχοντας, αδιαφορεί για την όποια κριτική του γίνει. Ασπρόμαυρα και τα δύο, το ένα ως έξοχη κινηματογραφική επιλογή για να δώσει –γιατί όχι;- ακόμα και νουάρ χαρακτήρα στην υπόθεση, το άλλο κατ’ ανάγκη, μια που απλούστατα η εικόνα που βλέπουμε είναι η τηλεοπτική της εποχής εκείνης, με τα χιόνια στο γήπεδο να ταιριάζουν απόλυτα και με τα χιόνια στα ξεπερασμένα πλάνα του τηλεσκηνοθέτη. Πόσο μακρινές -κι όμως κοντινές- μνήμες υπανάπτυξης!
«Τρία παράθυρα κι ένας απαγχονισμός» του Κοσοβάρου Ίσα Κιόσια και «Σίβας» του Τούρκου Καάν Μουιντετσί. Ιστορίες κακοποιήσεων. Γυναικών ή σκύλων. Σε πόλεμο ή ειρήνη. Και στις δύο περιπτώσεις, «αυτά συμβαίνουν, μη μπλέκεσαι και προσπαθείς να τα’ αλλάξεις»! Βιασμοί γυναικών είναι «φυσιολογικές» παράπλευρες απώλειες σε πολέμους, δεν είναι σωστό μετά να γίνεται θέμα και να ντροπιάζεται το χωριό, να θίγονται τα χρηστά ήθη κι έθιμά του, να βγαίνει το όνομα στους κατοίκους του… Τα τσομπανόσκυλα ανατρέφονται για να είναι άγρια, να μετέχουν μάλιστα και σε κυνομαχίες προς τέρψιν των αφεντικών τους, που ούτε καν γίνονται στην περίπτωσή μας με στόχο την αποκόμιση κέρδους με στοιχήματα ή ό,τι άλλο: για την «απόλαυση» της δύναμης του ιδιοκτήτη, που αντικατοπτρίζεται στο έρμο ζωντανό! Θα σκεφτεί να παρεκκλίνει κανείς; Θα το ανεχτεί η μικρή κοινωνία; Οι Αρχές οφείλουν να «συμβουλεύουν» και να «συνετίζουν» όποιον παρεκτράπηκε ή σκοπεύει να παρεκτραπεί σε άλλες συμπεριφορές!
«Και τα υπόλοιπα;» πιθανά αναρωτιέστε… «Η Βικτόρια» της Μάγια Βίτκοβα λάμπει ως φωτογραφία και σκηνοθεσία, αλλά χωλαίνει απελπιστικά ως σενάριο, «Ο αμνός» του Κουτλούγκ Αταμάν στο δεύτερο μισό του μας γυρίζει σε μνήμες ελληνικού μελό του ’50 και η «Ίαση – η ζωή μιας άλλης» της Αντρέα Στάκα θυμίζει τα γνωστά σφάλματα του μέσου νέου ελληνικού σινεμά, με εντυπωσιακά υποσχόμενη αφετηρία και απροσδόκητα άστοχη κατάληξη, μετά από άσκοπα λαβυρινθώδη διαδρομή.
Και πού είναι η «Χειμερία νάρκη» του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, για παράδειγμα; Αγαπάμε το σινεμά του κορυφαίου Τούρκου δημιουργού, υποκλιθήκαμε στο σύνολο του έργου του, αλλά επιτρέψτε μας να πιστεύουμε ότι ο Τσεϊλάν με τον Αγγελόπουλο δεν συνδέονται μόνο με τον εκπληκτικό τρόπο που γίνεται η Αναπαράσταση σε ένα έγκλημα κι έναν τρόπο ζωής, αλλά και με το πώς απέσπασαν τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Ήρθε δίκαια στα χέρια τους, μετά από τις κολοσσιαίες κινηματογραφικές διαδρομές τους, αλλά άδικα στη χρονική στιγμή. Επελέγη σε αμφότερες τις περιπτώσεις η λογική της «αποζημίωσης» για τα χρωστούμενα από την αμέσως προηγούμενη ταινία τους: Το «Βλέμμα του Οδυσσέα» άξιζε το ανώτατο βραβείο του μεγάλου φεστιβάλ, όπως και το «Κάποτε στην Ανατολία». Η απονομή άργησε ένα-δύο χρόνια, όμως…
Δημοσθένης Ξιφιλίνος