Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Θεωρούμε ότι τα ιστορικά γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά σε όλους. Δε θα αναφερθούμε σε λεπτομέρειες, αλλά θα αναφέρουμε τα ιστορικά στοιχεία γενικά, όσον αφορά τα γεγονότα μέχρι την Κατοχή της Ελλάδας, για να μπορέσει ο αναγνώστης να κατανοήσει αυτά που θα αναφερθούν. Περισσότερες λεπτομέρειες μπορεί να βρει όποιος θέλει είτε σε διάφορους ιστοτόπους είτε σε ιστορικά βιβλία που αναφέρονται σε αυτή την ιστορική περίοδο. Θα περιοριστούμε μέχρι την επίθεση στην Αφρική και την υποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων, με άλλα λόγια την πρώτη μεγάλη ήττα της γερμανικής πολεμικής μηχανής.
Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι νικητές επέβαλαν με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στην ηττημένη Γερμανία σκληρότατους όρους, με σκοπό να τη γονατίσουν οικονομικά. Οι πολεμικές επανορθώσεις που επιβλήθηκαν στη Γερμανία ήταν τόσο υπέρογκες, που δημιούργησαν ένα κύμα αντιδράσεων στον Γερμανικό λαό, που πάντα πίστευε ότι δεν έχασε πραγματικά τον πόλεμο αλλά προδόθηκε. Παράλληλα, ο κόσμος βρισκόταν σε μία οικονομική κρίση που ξεκίνησε με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, η οποία ακολουθήθηκε από μια ταχεία κάμψη της παραγωγής, της απασχόλησης και του εξωτερικού εμπορίου των ΗΠΑ. Αλυσιδωτά, οι επιπτώσεις ήταν σημαντικές: Το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε στη διάσκεψη της Οτάβας, το σύστημα της προτίμησης στο εμπόριο με κράτη της Κοινοπολιτείας, η φασιστική Ιταλία εφάρμοσε αυστηρούς έλεγχους στην παραγωγή και προχώρησε στη στρατιωτικοποίηση της χώρας.
Η απελπισία απ’την οικονομική κρίση και το αίσθημα ότι οι Γερμανοί παρεμποδίζονταν να έχουν όλα αυτά που δικαιούνταν οδήγησαν σε μια έξαρση του εθνικισμού και διευκόλυναν την άνοδο στην εξουσία του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος NSDAP, με αρχηγό το Χίτλερ. Η πολιτική του Χίτλερ ήταν να αναδημιουργήσει τη Γερμανία αποκτώντας τον αναγκαίο «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) και να κάνει ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με όλους εκείνους, που θεωρούσε, ότι είχαν φέρει τη χώρα στην κακή αυτή κατάσταση. Το τελευταίο, πέρα απ’τη Γαλλία, περιελάμβανε και τους Εβραίους και ήταν και το βασικό επιχείρημα του αντισημιτισμού του.
Στο ξεκίνημα της διακυβέρνησής του, ο Χίτλερ βεβαίωνε για τις ειρηνικές διαθέσεις του, αλλά στις 14 Οκτωβρίου 1933 ανακοίνωσε ότι δεν αναγνώριζε πλέον τους περιορισμούς όσον αφορά στους εξοπλισμούς που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία και ότι, ταυτόχρονα, αποσυρόταν απ’την Κοινωνία των Εθνών. Την παραπάνω εξαγγελία συνόδευσε με προσφορά για περιορισμό των εξοπλισμών βάσει διμερούς συμφωνίας με τη Γαλλία, πράγμα που προκάλεσε αβεβαιότητα για τις πραγματικές του προθέσεις. Μετά τη δολοφονία του αυστριακού Καγκελάριου Ένγκελμπερτ Ντόλφους, εξερράγη στην Αυστρία φιλοχιτλερικό κίνημα και οι κινήσεις του γερμανικού στρατού δημιούργησαν υπόνοιες για ετοιμασίες επέμβασης στην Αυστρία, η οποία τελικά ματαιώθηκε από μία ιταλική κινητοποίηση.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
Το 1935 ο Χίτλερ, κατόπιν διενέργειας δημοψηφίσματος μεταξύ του τοπικού πληθυσμού, ανακατέλαβε την περιοχή του Σάαρ, ενώ το Μάρτιο του 1936 επανέλαβε την ενέργειά του και στη Ρηνανία. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους συνυπόγραψε με τον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας Χιροχίτο το Γερμανοϊαπωνικό Σύμφωνο. Λίγους μήνες αργότερα (1937), με τη σύμπραξη της Ιταλίας, συγκροτήθηκε ο Άξονας Βερολίνου-Ρώμης. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1939 συνήφθη η Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία ο ηγέτης των Ναζί πέτυχε την παραχώρηση άδειας των δυτικών συμμάχων να προβεί σε περαιτέρω επεκτατικές διπλωματικές κινήσεις, με αντάλλαγμα την τήρηση ειρηνικής στάσης εκ μέρους του. Όπως αποδείχθηκε όμως πολύ σύντομα, ο Χίτλερ εξαπάτησε τους υπόλοιπους συνέδρους κερδίζοντας ουσιαστικά περισσότερο χρόνο για την αρτιότερη προετοιμασία της πολεμικής εκστρατείας που είχε προ πολλού σχεδιάσεισε βάρος τους.
Σε αντίδραση προς τη γερμανική επεκτατικότητα, η Γαλλία, μέσω του υπουργού της των Εξωτερικών, Λουί Μπαρτού, προσπάθησε να συνασπίσει όλα τα μέρη, των οποίων τα συμφέροντα κινδύνευαν απ’την αναβίωση της γερμανικής ισχύος. Μετά τη δολοφονία του, ο διάδοχός του Πιέρ Λαβάλ προσανατολίστηκε σε μία τετραμερή συμφωνία μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας και Ιταλίας. Αυτό, όμως, ευνοούσε τα ιταλικά σχέδια για επίθεση κατά της Αιθιοπίας. Ο ηγέτης της Ιταλίας, Μουσολίνι, πέτυχε γαλλοϊταλική συμφωνία που του έδινε ελευθερία δράσης στην Αιθιοπία.
Η Ιαπωνία απ’τα τέλη του 19ου αιώνα είχε ξεκινήσει επέκταση βασισμένη στη εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό της. Το 1905 νίκησε τη Ρωσία και το 1910 κατέλαβε την Κορέα και την έκανε αποικία της. Η πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας ανακόπηκε τη δεκαετία του 1930 απ’την οικονομική κρίση η οποία ανέδειξε πολλούς στρατιωτικούς ηγέτες που ανέλαβαν τον έλεγχο της χώρας στο όνομα του Αυτοκράτορα Χιροχίτο. Το 1931 η Ιαπωνία εισέβαλε στην Εσωτερική Μαντσουρία και το 1937 έκανε μία νέα εισβολή, κατακτώντας και την υπόλοιπη περιοχή. Για αυτό το λόγο πολλοί μελετητές θεωρούν ως σημείο έναρξης του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου το 1936/1937.
Παρόλο που τα παραπάνω οικονομικά και γεωπολιτικά αίτια έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην υποκίνηση του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, θα ήταν λάθος να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή διπλωματία στην περίοδο του Μεσοπολέμου έζησε τις χειρότερες στιγμές της, οι οποίες έδρασαν ως καταλύτης και επιταχυντής της καταστροφής που ακολούθησε. Τα προβλήματα στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου περιέπλεξαν πολύ τα ίδια συμφέροντα των νικητών. Η Γαλλία απαίτησε την δια παντός εξασθένηση της Γερμανίας, τρομαγμένη και εξοργισμένη από τις καταστροφές που είχε υποστεί με το συνεχή, πολεμικό, ανταγωνισμό μαζί της, τα τελευταία 20 χρόνια. Η Αγγλία όμως, δεν ευνοούσε, από την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων ακόμα, την επικράτηση μίας χώρας στην ηπειρωτική Ευρώπη, βλέποντας τη Γερμανία ως τον φυσικό «μετριαστή» της γαλλικής επιρροής στην ήπειρο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, που βρήκαν ευκαιρία για μια ακόμη φορά να αναμειχθούν στις υποθέσεις, πέραν της δικής τους ηπείρου, προσπάθησαν να εξασκήσουν έμμεσα τη διπλωματική τους επιρροή εναντίον των Άγγλων και Γάλλων, που ουσιαστικά ήταν οι δυο κύριες αποικιακές δυνάμεις στον κόσμο και είχαν υπό τον έλεγχό τους περιοχές για τις οποίες η ίδια η Αμερική, διατηρούσε αντίστοιχο ενδιαφέρον, ειδικά στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και Αραβίας. Ιδιαίτερα η ιδέα των Αμερικανών για τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών απέδειξε την αμφίρροπη θέση τους, από την στιγμή που οι ίδιοι απέφυγαν, τελικά, να συμμετάσχουν σε αυτήν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έμελλε να είναι το πέμπτο μόνιμο μέλος της Κοινωνίας των Εθνών, αλλά η αμερικανική Γερουσία ψήφισε στις 19 Μαρτίου 1920 κατά της κύρωσης της Συνθήκης των Βερσαλλιών, εμποδίζοντας έτσι, την αμερικανική συμμετοχή στο Σύνδεσμο.
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
Οι «μικροί» νικητές του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, Ιταλία και Ιαπωνία, αρχικά βρέθηκαν στο πλευρό των Άγγλων και Γάλλων με την ελπίδα να τους αναγνωριστούν μεταπολεμικά γεωπολιτικά κέρδη, τα οποία όμως δεν υλοποιήθηκαν, γιατί και οι δυο αυτές χώρες αναζητούσαν τον δικό τους «ζωτικό χώρο» στη Μεσόγειο και τον Ειρηνικό, αντίστοιχα, περιοχές που όμως έλεγχαν σθεναρά Άγγλοι και Αμερικανοί. Όσο για τη Ρωσία, που τώρα ήταν η κοιτίδα των σοβιέτ και είχε εμπειρίες από τις απόπειρες των Άγγλων και Γάλλων να σταματήσουν την επανάσταση της, αρχικά με στρατιωτική επέμβαση και αργότερα με απόπειρα δολοφονίας του Λένιν, ένοιωθε την ανάγκη να εξασφαλίσει την επιρροή της στις γειτονικές χώρες. Μάλιστα το 1920-1921 ενεπλάκη σε πόλεμο με την Πολωνία. Ταυτόχρονα οι Άγγλοι και Γάλλοι φοβήθηκαν ότι, πολύ εύκολα, μια σοβιετική επανάσταση θα μπορούσε να εξαχθεί και στις δικές τους χώρες, με την υποκίνηση της Ρωσίας.
Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους, αν και θεωρούσαν τους Δυτικούς ως ιδεολογικούς τους εχθρούς, άλλοτε επιζήτησαν τη συμμαχία τους εναντίον του Χίτλερ και άλλοτε επιδίωξαν το διαχωρισμό της θέσης τους απ’αυτούς. Αυτοί οι πολύπλοκοι ανταγωνισμοί επέτρεψαν στους Χίτλερ και Μουσολίνι να ελιχθούν διπλωματικά μεταξύ των νικητών του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου και να αποκομίσουν τεράστια οφέλη και, κυρίως, ανοχή για μεγάλο διάστημα, πράγμα που τους επέτρεψε να οικοδομήσουν το περιβάλλον εκείνο που θα τους επέτρεπε να εξαπολύσουν τον Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμο.
Η αγγλογαλλική διπλωματία από τη μία μεριά έβλεπε στα πρόσωπα των δυο δικτατόρων ένα «αντισοβιετικό τείχος», έναν αντικομουνιστικό «χωροφύλακα» στην Ευρώπη, πράγμα που διευκόλυνε την ανοχή στο ναζιστικό καθεστώς, ενώ πεισματικά ήθελαν να πιστεύουν -και ειδικά οι Άγγλοι- ότι απέφευγαν μια βέβαια πολεμική σύγκρουση, που διαφορετικά θα έθετε τελικά σε κίνδυνο τις αποικίες τους ανά τον κόσμο, που απαιτούσαν χρήμα και μέσα για να τις διατηρήσουν.
Παράλληλα, οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν ήδη, απ’τη δεκαετία του 1920, τις κινήσεις της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό και καταλάβαιναν ότι τελικά η σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη αλλά οι πολιτικοί της είχαν υποσχεθεί να μην επιτρέψουν ξανά να πεθάνουν τα παιδιά τους για τα συμφέροντα των χωρών έξω από την ήπειρό τους, πράγμα που τους έκανε να κρατήσουν μια επιφανειακά ουδέτερη στάση που, και αυτή, ευνόησε τους δυο δικτάτορες στην Ευρώπη. Επιπλέον, αμερικανικές εταιρείες είχαν επενδύσει στη μεσοπολεμική Γερμανία, που είχε πολύ φτηνά εργατικά χέρια, και υπήρξαν δηλώσεις υπέρ του χιτλερικού καθεστώτος, σε γνωστούς οικονομικούς κύκλους της χώρας.
Η στάση αυτή επέτρεψε και την απώλεια της δημοκρατικής Ισπανίας, όπου Χίτλερ και Μουσολίνι απεκόμισαν τα μέγιστα σε εντυπώσεις και διπλωματία, ενώ οι «ουδέτεροι» Άγγλοι και Γάλλοι βρέθηκαν, τελικά, σε πολύ δύσκολη θέση, όταν με το τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου το 1939, η Ισπανία υπέκυψε στο Φράνκο και βρέθηκαν περικυκλωμένοι από φιλοναζιστικά καθεστώτα, απέχοντας μόνο λίγους μήνες από τον αναπόφευκτο πλέον πόλεμο. Αυτή η πολύπλοκη και παράλογη διπλωματική κατάσταση έφτασε μάλιστα μέχρι το σημείο να γεννήσει και το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο, σχεδόν την ίδια ώρα που αποφασιζόταν απ’το Χίτλερ η μοιραία επέκταση ανατολικά. Εν πολλοίς, η διπλωματία εκείνη, όχι μόνο προσέφερε έδαφος για τη δημιουργία του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, αλλά, ως ένα βαθμό, επηρέασε και τον Ψυχρό Πόλεμο και ίσως ακόμα και σήμερα τις τύχες ορισμένων περιοχών της υφηλίου.
Στις 12 Μαρτίου του 1938, η Γερμανία εξανάγκασε σε άνευ όρων συνθηκολόγηση την Αυστρία και την προσάρτησε, σε μια κίνηση που ονομάστηκε Anschluss (Άνσλους). Η Ιταλία περίμενε να δει την αντίδραση της Βρετανίας, που τελικά δεν υπήρξε, και έτσι προτίμησε να δεχτεί την ενέργεια, σφίγγοντας περισσότερο τον δεσμό του άξονα Ρώμης-Βερολίνου. Το Σεπτέμβριο, υπό την απειλή πολέμου, ο Χίτλερ προσάρτησε στη Γερμανία και τη Σουδητία, περιοχή της δυτικής Τσεχοσλοβακίας, με συμπαγή γερμανική μειονότητα 3.500.000 ατόμων. Ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Νέβιλ Τσάμπερλεν, σαφής υποστηρικτής της πολιτικής του «κατευνασμού» (appeasement), υπέγραψε με τη Γερμανία τη Συμφωνία του Μονάχου, σύμφωνα με την οποία η Σουδητία αποδιδόταν στη Γερμανία, με αντάλλαγμα την υπόσχεση να μην προσαρτηθεί περισσότερο τσεχικό έδαφος, πράγμα που καταστρατηγήθηκε έξι μήνες αργότερα, όταν τον Μάρτιο του 1939 ο Χίτλερ κατέλαβε ολόκληρη τη Τσεχοσλοβακία.
Αλλά και τότε ακόμα, η Αγγλία δεν τόλμησε να απαιτήσει απ’το Χίτλερ το σεβασμό των συμφωνημένων. Η αγγλική διπλωματία, έρμαιο μιας πολιτικής των προηγουμένων κυβερνήσεων που έβλεπαν με συμπάθεια τον Χίτλερ, βλέπε δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού της Ντέιβιντ Λόυντ Τζωρτζ και του Υπουργού Εξωτερικών Λόρδου Χάλιφαξ υπέρ του Χίτλερ, ήθελαν να πιστεύουν μέχρι την τελευταία στιγμή ότι δεν έσφαλαν και μπορούσαν να ελέγξουν το Χίτλερ. Κατ’άλλους, η στάση αυτή ήταν αποτέλεσμα της αδύναμης ακόμα πολεμικής μηχανής της Αγγλίας για μια μακρόχρονη και μεγάλη πολεμική εμπλοκή και απλά κέρδιζε χρόνο, αλλά, κατ’άλλους, επρόκειτο απλά για μια διπλωματική γκάφα ολκής, η οποία ως μόνη εγγύηση δεν είχε άλλο πέραν της καλής θέλησης του Γερμανού δικτάτορα.
Η επεκτατικότητα της Γερμανίας φάνηκε ξεκάθαρα με τις επόμενες απειλές του Χίτλερ προς την Πολωνία για τα θέματα του Ντάντσιχ και της ανατολικής Πρωσίας. Οι Άγγλοι αναγκάστηκαν τότε να δεσμευτούν με δική τους επέμβαση, αν προσβαλλόταν η ανεξαρτησία της Πολωνίας. Στις 23 Μαρτίου 1939 η Βρετανία και η Γαλλία είχαν εγγυηθεί μονομερώς την ακεραιότητα του Βελγίου, της Ολλανδίας και της Ελβετίας. Την ίδια εγγύηση έδωσαν στις 31 Μαρτίου και στην Πολωνία. Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία στις 7 Απριλίου 1939, έδωσαν ανάλογες εγγυήσεις στην Ελλάδα και τη Ρουμανία.
Κατά την κρίση της Σουδητίας, το 1938, ο Στάλιν, είχε προσφέρει βοήθεια στην Τσεχοσλοβακία, αλλά δεν κλήθηκε να συμμετάσχει στη Συμφωνία του Μονάχου. Ο Χίτλερ του υπέβαλε μια πρόταση συμμαχίας και, τελικά, στις 23 Αυγούστου 1939 υπεγράφη στη Μόσχα το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης. Με μυστικό πρωτόκολλο δόθηκε στον Στάλιν η ελευθερία να προσαρτηθούν στην ΕΣΣΔ η Φινλανδία, η Εσθονία, η Λετονία, η ανατολική Πολωνία και η ανατολική Ρουμανία.
Η ΚΥΡΗΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εξαπέλυσε επίθεση στην Πολωνία. Ο γερμανικός στρατός, εφαρμόζοντας νέα και πρωτοποριακή τακτική που περιλάμβανε την συνδυασμένη δράση αεροπορίας, τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων δυνάμεων, αιφνιδίασε τους Πολωνούς και σε πολύ σύντομο διάστημα κατέλαβε την χώρα. Η τακτική αυτή έμεινε γνωστή σαν «Κεραυνοβόλος Πόλεμος» (Blitzkrieg). Στις 17 Σεπτεμβρίου, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Πολωνία από τα ανατολικά και κατέλαβε την υπόλοιπη χώρα, σύμφωνα με το μυστικό πρωτόκολλο του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου. Η Βαρσοβία δέχθηκε ανηλεείς βομβαρδισμούς από την Luftwaffe και το γερμανικό πυροβολικό. Τελικά παραδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ στις 8 Οκτωβρίου προσαρτήθηκαν στο Ράιχ μεγάλες περιοχές της χώρας.Λίγες ημέρες αργότερα συγκροτήθηκε το Γενικό Κυβερνείο. Η Πολωνία, παρά την πεισματική άμυνα του στρατού της και τις τοπικές επιτυχίες, είχε καταληφθεί και διαμελισθεί.
Η Αγγλία και η Γαλλία αναγκάστηκαν να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία αλλά χωρίς ακόμα να κινητοποιήσουν όλες τους τις δυνάμεις για πλήρη εμπλοκή. Ακολούθησε μια περίοδος που έμεινε γνωστή ως ο «Γελοίος Πόλεμος» (Drôle de Guerre) γιατί, παρά την κήρυξη πολέμου, η μια μερίδα των εμπολέμων δεν έπαιρνε ακόμα μέρος σε γενικό πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Από τις 3 Σεπτεμβρίου 1939, κήρυξη του πολέμου απ’τη Μεγάλη Βρετανία στη Γερμανία, έως και τις 10 Μαΐου 1940, έναρξη της γερμανικής επίθεσης στο Δυτικό Μέτωπο, διεξάγονταν πολύ περιορισμένες χερσαίες ή εναέριες εχθροπραξίες. Μόνη κινητικότητα υπάρχει στις ναυτικές επιχειρήσεις. Ο γερμανικός στρατός αναδιοργανώνεται στο Δυτικό Μέτωπο και συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του δυναμικού του σε αυτό.
Στις 30 Νοεμβρίου η ΕΣΣΔ κήρυξε τον πόλεμο στη Φινλανδία, μετά την άρνησή της να δεχτεί στο έδαφός της σοβιετικά στρατεύματα όπως αυτά που είχαν εγκατασταθεί στη Λιθουανία, τη Λετονία και την Εσθονία. Οι Φινλανδοί πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, και προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στους Σοβιετικούς. Ο πόλεμος τερματίστηκε επισήμως με τη Συνθήκη της Μόσχας στις 13 Μαρτίου 1940, με την ΕΣΣΔ να λαμβάνει σημαντικά εδαφικά ανταλλάγματα.
Στις 9 Απριλίου 1940 οι Γερμανοί, για να εκμεταλλευθούν τα λιμάνια τους και για να εξασφαλίσουν τη ροή σουηδικού σιδηρομεταλλεύματος, εισέβαλαν στη Νορβηγία και την κατέλαβαν χωρίς σημαντική αντίσταση, αφού οι βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις, που έκαναν επίσης απόβαση, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Γαλλία. Οι Νορβηγοί υπέγραψαν ανακωχή στις 9 Ιουνίου. Παρά την επιτυχία της, η εισβολή στη Νορβηγία στοίχισε ακριβά στον ήδη πενιχρό, σε σκάφη επιφανείας, γερμανικό στόλο (Kriegsmarine), ο οποίος έχασε περισσότερα από 10 πολεμικά σκάφη, στην πλειονότητα τους αντιτορπιλικά. Η Δανία είχε συνθηκολογήσει, μετά από συμβολική αντίσταση, ήδη από τις 9 Απριλίου μετά από απειλή για βομβαρδισμό της Κοπεγχάγης.
Μετά την εξασφάλιση της Νορβηγίας οι Γερμανοί στράφηκαν προς τη Γαλλία και για να υπερκεράσουν τη Γραμμή Μαζινό, σχεδίασαν έναν ελιγμό μέσω του Βελγίου, και επίθεση μέσω Λουξεμβούργου και του δάσους των Αρδεννών (ελιγμός του Σεντάν). Στις 10 Μαΐου ξεκίνησε η εισβολή στο Βέλγιο και την Ολλανδία. Στις 14 Μαΐου η Ολλανδία παραδόθηκε και την ίδια στιγμή ξεκινούσε επίθεση μέσω των Αρδεννών προς τα μετόπισθεν των βρετανικών και γαλλικών γραμμών. Ως τις 26 Μαΐου οι βρετανικές δυνάμεις είχαν εγκλωβιστεί στη Δουνκέρκη, απ’όπου κατορθώθηκε με επιτυχία να γίνει εκκένωση και να περάσουν στη Βρετανία 338.226 στρατιώτες, εγκαταλείποντας τεράστιες ποσότητες υλικού στα χέρια της Βέρμαχτ.
Στις 27 Μαΐου συνθηκολόγησε το Βέλγιο, στις 5 Ιουνίου ξεκίνησε νέα επίθεση των Γερμανών κατά της Γαλλίας, και στις 10 Ιουνίου η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Βρετανίας και της Γαλλίας. Η Γαλλία ζήτησε ανακωχή, η οποία υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου. Η Βόρεια Γαλλία κατελήφθη από τη Γερμανία και στη Νότια δημιουργήθηκε το κράτος του Βισύ, που ακολούθησε ως το τέλος του πολέμου φιλοχιτλερική στάση.
Η Μεγάλη Βρετανία είχε μείνει η μοναδική δύναμη που συνέχιζε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Οι ΗΠΑ μετά την πτώση της Γαλλίας κλονίστηκαν, αλλά παρ’όλη τη συμπάθεια προς τη Βρετανία, διατήρησαν την ουδετερότητά τους, ξεκινώντας όμως στρατολογία, για πρώτη φορά σε καιρό ειρήνης, και αυξάνοντας το στρατιωτικό προϋπολογισμό. Η Βρετανία εφοδιαζόταν απ’τις ΗΠΑ, για να διακοπεί αυτός ο εφοδιασμός οι Γερμανοί ξεκίνησαν τη Μάχη του Ατλαντικού, χρησιμοποιώντας τον στόλο υποβρυχίων που είχαν κατασκευάσει, βυθίζοντας πολλά εμπορικά πλοία. Οι ΗΠΑ επέκτειναν τη γραμμή επέμβασής τους μέχρι τη μέση του Ατλαντικού οπότε, μοιραία, συνάντησαν και γερμανικά υποβρύχια που επιτέθηκαν στις νηοπομπές. Αμερικανικά πλοία ενεπλάκησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις συχνά με τα γερμανικά υποβρύχια, αρκετά πριν κηρυχθεί πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών με θύματα και απ’τις δύο πλευρές.
Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ο Χίτλερ γνώριζε ότι ο μόνος τρόπος για να υποτάξει τη Βρετανία ήταν να εισβάλει στο έδαφός της, είχε, έστω και καθυστερημένα, καταρτιστεί το ανάλογο σχέδιο με το προσωνύμιο «Θαλάσσιος Λέων» (Seelöwe), αλλά δεν τολμούσε απόβαση όσο δεν είχε εξουδετερωθεί η βρετανική αεροπορία (RAF). Έτσι, ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1940 τη λεγόμενη Μάχη της Αγγλίας, με αεροπορικές επιδρομές κατά των αεροδρομίων και λιμανιών της Αγγλίας, που συνεχίστηκαν το Σεπτέμβριο με επιδρομές κατά πόλεων στο εσωτερικό της χώρας. Η αποτελεσματικότητα του ραντάρ, της αντιαεροπορικής άμυνας και των βρετανικών μαχητικών, προκάλεσαν υψηλές απώλειες στη Γερμανική αεροπορία, που εξαναγκάσθηκε έτσι να πραγματοποιεί μόνον νυκτερινούς βομβαρδισμούς.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1940 ο Χίτλερ ανέβαλε την εισβολή για να προετοιμάσει την εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ένωσης, για την οποία οι στρατηγοί του τελικά τον έπεισαν να ξεκινήσει την άνοιξη αντί του φθινόπωρου, όπως αρχικά σχεδίαζε, ώστε να αποφύγουν τον επερχόμενο χειμώνα. Ο Χίτλερ πίστευε ότι, καταβάλλοντας την ΕΣΣΔ, θα έκαμπτε και τη βρετανική αντίσταση. Ωστόσο, στις 11 Μαρτίου του 1941, οι ΗΠΑ, τηρώντας πάντα την αυστηρή ουδετερότητά τους, ψηφίζουν στο Κογκρέσο ένα πολύ σημαντικό νόμο (HR 1776), τον Νόμο Εκμισθώσεως και Δανεισμού (Lend Lease Act), με τον οποίο ο Πρόεδρος Ρούζβελτ μπορεί να παραχωρεί σε όποια χώρα κρίνει σκόπιμο και με όποιο αντάλλαγμα κρίνει εύλογο οποιουδήποτε είδους υλικά. Ο Νόμος αυτός ανατρέπει ολοσχερώς τα σχέδια του Χίτλερ.
Στο μεταξύ, η Ιταλία, πραγματοποίησε το Σεπτέμβριο του 1940 αποτυχημένη επίθεση κατά των Βρετανικών δυνάμεων στην Αίγυπτο. Συνέχισε τις πολεμικές της δραστηριότητες με επίθεση κατά της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940. Η Βρετανία πρόσφερε βοήθεια στην Ελλάδα, πράγμα που έφερε την αεροπορία της κοντά στις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας. Το Νοέμβριο, η Ρουμανία και η Ουγγαρία συμμάχησαν με τον Άξονα και το ίδιο έκανε η Βουλγαρία το Μάρτιο του 1941.
Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα είχε αποτύχει και ο ιταλικός στρατός είχε υποχωρήσει μέσα στο έδαφος της Αλβανίας, μετά απ’την ελληνική αντεπίθεση. Ο ελληνικός στρατός, μάλιστα, είχε προχωρήσει μέχρι τις πόλεις της Αλβανίας Κορυτσά και Αργυρόκαστρο. Υπό το φόβο της δημιουργίας αντιχιτλερικού συνασπισμού στα Βαλκάνια, η Γερμανική Ανώτατη Διοίκηση του Στρατού αποφάσισε την επέμβαση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
Ο γερμανικός στρατός, μέσω Βουλγαρίας, επιτέθηκε στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941 και, ταυτόχρονα, κατά της Γιουγκοσλαβίας, όπου η φιλογερμανική κυβέρνηση είχε ανατραπεί. Η Γιουγκοσλαβία παραδόθηκε στις 14 Απριλίου και, στο μεταξύ, μέσω του εδάφους της, υπερφαλαγγίστηκε η γραμμή Μεταξά, η οποία με οχυρά, όπως αυτό του Ρούπελ, κράτησε τις αμυντικές θέσεις της χωρίς να διασπασθεί. Η 2η Μεραρχία Θωρακισμένων, με διοικητή τον Ρούντολφ Φάιελ (Rudolf Veiel), διεισδύει μέσω της λίμνης Δοϊράνης και προελαύνει ταχύτατα μη συναντώντας αντίσταση, αφού η μοναδική ελληνική Μεραρχία που τελούσε σε εφεδρεία, η 19η, δεν έχει τα μέσα να το σταματήσει και καταλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη.
Ενώ το μέτωπο δεν είχε καταρρεύσει, στις 9 Απριλίου, στη Θεσσαλονίκη, υπογράφεται συνθηκολόγηση, καθώς η γραμμή Μεταξά είναι πλέον περικυκλωμένη. Στην Ελλάδα συνέχισαν να μάχονται οι βρετανικές δυνάμεις μέχρι τις 27 Μαΐου, κυρίως θέλοντας να βρουν διέξοδο για να διαφύγουν. Η δραστηριότητα των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα έληξε με τη Μάχη της Κρήτης.
Στο μεταξύ οι Βρετανοί απώθησαν την ιταλική επίθεση στην Αίγυπτο και ανάγκασαν τις ιταλικές δυνάμεις να υποχωρήσουν στη Λιβύη. Για να βοηθήσει του συμμάχους του, ο Χίτλερ έστειλε στην Αφρική στρατεύματα με διοικητή τον στρατηγό Έρβιν Ρόμελ. Ο Ρόμελ με τις επιθέσεις του, τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο, καθώς και τον Ιούνιο του 1942, προέλασε ως το Ελ Αλαμέιν. Συγκεκριμένα, πείθοντας τους Χίτλερ και Μουσολίνι να αποφύγουν την επίθεση στη Μάλτα, κέντρο ανεφοδιασμού των Συμμάχων, ο Ρόμελ φτάνει στις 29 Ιουνίου 1942 στο Ελ Αλαμέιν, 72 μόλις χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια.
Εν τω μεταξύ, οι Βρετανοί έχουν αποκρυπτογραφήσει μεγάλο ποσοστό των μηνυμάτων που απέστελλαν οι Γερμανοί, με αποτέλεσμα από εδώ και πέρα ο Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη επιτυχία τις δυνάμεις του Άξονα στη Β. Αφρική. Τον Οκτώβριο του 1942, ο Μοντγκόμερυ, κατάφερε να απωθήσει τα γερμανοϊταλικά στρατεύματα από την Αίγυπτο και τη Λιβύη, αναγκάζοντας τα να οπισθοχωρήσουν κατά 2.400 χιλιόμετρα. Αυτή ήταν και η πρώτη μεγάλη υποχώρηση των δυνάμεων του Άξονα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 4 Νοεμβρίου βρίσκονταν πλέον πίσω στην Τυνησία.
Γιάννης Φραγκούλης