Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΦΓΑΝΟ

του Γιάννη Φραγκούλη

Τώρα που πέρασαν οι γιορτές και μπορούμε να δούμε τα πράγματα πιο ψύχραιμα, πιο νηφάλια και, ουσιαστικά, να ανακαλύψουμε τον Άνθρωπο πίσω από τα γεγονότα, να αναγνωρίσουμε την αξία της ανθρώπινης ψυχής, ας δούμε ξανά τα δύο γεγονότα: το προσφυγόπουλο που δεν πήρε τη σημαία και τη δασκάλα που είχε ντυθεί σέξι και οδηγούσε το σχολείο της στη μαθητική παρέλαση.

Πιο πριν ας αναλογιστούμε για μία στιγμή τι είναι και τι σημαίνει η σημαία για εμάς. Αυτό το «εμάς» είναι αρκετά αφηρημένο έτσι ώστε να μπορούμε να αναφερθούμε σε αυτό. Ας το κάνουμε πιο συγκεκριμένο. Το «εμάς» γίνεται πιο απτό όταν σε αυτό βάλουμε στοιχεία του εαυτού μας ή, αν θέλετε, το αντικαταστήσουμε με το «για εμένα». Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε πιο καθαρά και να γίνουμε πιο κατανοητικοί.

Ας ξεκινήσω. Για εμένα η σημαία δεν είναι μόνο ένα πανί με συγκεκριμένα χρώματα και σχήματα, το οποίο, ενδεχομένως, αναρτάται σε ένα κοντάρι. Είναι και αυτό. Αλλά αν το θεωρήσω μόνο αυτό, τότε θα έχω χάσει την ουσία, θα έχω εννοιοδοτούμενο και όχι εννοιοδοτών. Δηλαδή θα ξέρω την έννοια, «ελληνική σημαία», και όχι αυτό που αυτή αναπαριστά, «ελληνικό έθνος, ελληνική ιστορία και ελληνικό πνεύμα». Αν μείνω στη σημαία ως σημαινόμενο μόνο, τότε έχω βγάλει τις παραμέτρους που λειτούργησαν για να υπάρξει αυτή η σημαία, το ιστορικό της παρασκήνιο και φορτίο, το ιδεολογικό της υπόβαθρο.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Η ελληνική σημαία ορθώθηκε στις 23 Μαρτίου 1821, στο ναό της Υπαπαντής, στην Καλαμάτα, για να εκδηλώσει, με αυτόν τον τρόπο την έγερση εναντίον των Οθωμανών. Αλλά ποια εξέγερση; Μόνο για τους Έλληνες; Αν είναι αληθές ότι ήταν μόνο για τους Έλληνες, τότε η διακήρυξη του Ρήγα Φεραίου, ο οποίος μίλαγε για τους Βαλκάνιους, θα ήταν ακίνδυνη ως ουτοπική. Αλλά, πίσω από τη σημαία της επανάστασης ήταν, εκτός από τους Έλληνες, οι Αρβανίτες, οι Εβραίοι, όλοι όσοι δεν ήθελαν τον τούρκικο ζυγό. Ακόμη και άνθρωποι που πίστευαν στον ελληνικό πνεύμα και δεν είχαν καμία σχέση με τα Βαλκάνια, οι λεγόμενοι Φιλέλληνες, από Αγγλία, Γαλλία κ.λπ.

Αν τη σημαία πρέπει να την κρατούν μόνο Έλληνες, δηλαδή μόνο Έλληνες θα πρέπει να πιστεύουν σε αυτή, τότε το παιχνίδι ήταν χαμένο. Η σημαία, για αυτούς τους εξεγερμένους, ήταν ένα σύμβολο της ελευθερίας, της ανθρωπιάς, της ισότητας, της αδελφοσύνης, της πνευματικής ανάπτυξης. Θα μπορούσε να την κρατήσει και ο Λόρδος Βύρωνας όπως και ένας αλληλέγγυος Τούρκος, το ίδιο καλά όσο ένας Έλληνας. Τότε και με αυτό τον τρόπο οι Έλληνες ενώθηκαν με τους άλλους που ήθελαν να εξεγερθούν εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Καλά έκαναν γιατί δεν κοίταζαν «λίγο πιο μακριά από τη μύτη τους», αλλά έβλεπαν την ανάπτυξη του έθνους και του Ανθρώπου.

Βάζω τη λέξη «άνθρωπος» με κεφαλαίο το «α» γιατί θέλω να δώσω μεγαλύτερη σημασία σε αυτό το ον που βγήκε από τη γη, όπως λέει και το όνομά του, και που ένωσε το σώμα με την ψυχή, περισσότερο με την επικούρεια παρά με την αριστοτελική άποψη. Ο Αφγανός όμως, με τη λογική που αντιβαίνει αυτή της εθνικής παλιγγενεσίας, δεν είναι συνάνθρωπός μας. Άρα δεν αξίζει τη σημαία και η σημαία δεν του αξίζει. Άρα δεν το θέλουμε σύμμαχό μας και ενταγμένο στην κοινωνία μας, αλλά στο περιθώριο. Άρα, αυτός που σκέφτεται έτσι, αυτός δεν μπορεί να λέγεται Έλληνας, να ανήκει στο έθνος που προέταξε τον Ξένιο Δία, τη βοήθεια της Εστίας, τη διερεύνηση του νέου.

Δεν είναι μόνο ο Αφγανός. Μιλάμε αποκλειστικά και μόνο για το περιθώριο. Σε αυτό ανήκουν πολλοί: με δύο λόγια όσοι δε συμφωνούν με την επικρατούσα άποψη. Όπως η δασκάλα που είχε ντυθεί κομψά και όμορφα. Σε αυτή τη γυναίκα θα μπορούσες να δεις την ομορφιά, με την κλασική και αρχαιοελληνική έννοια, να μην ντραπείς ούτε να σκεφτείς ότι θέλεις να την πηδήξεις, απλά να θαυμάσεις το σώμα και μαζί να δεις και την ψυχή. Να δεις τις κινήσεις, την επικοινωνία με τους μαθητές της, το όμορφο και το καλό, το ευχάριστο και το ηθικό, το δάσκαλο ως καθοδηγητή και μπροστάρη στις αναζητήσεις για το εθνικό, το ανθρώπινο, το πνευματικό. Τότε όμως ξεφεύγεις.

Φεύγεις από τα δεσμά της υποκρισίας του χριστιανισμού, της χυδαιότητας, βλέπεις την ψυχή και το σώμα, την ηδονή και την ευχαρίστηση, το πνεύμα και το περιεχόμενο, την αντίληψη για ένα καλό, όμορφο και ουσιαστικό μέλλον, το σήμερα και το αύριο. Αν καταφέρεις και το δεις τότε θα αισθάνεσαι ελεύθερος, όπως αυτός που ξεσηκώνεται ενάντια σε κάτι που προσβάλει τις έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης, της αξιοπρέπειας, της αυτοδιαχείρισης. Αυτή η εικόνα της δασκάλας και των μαθητών της ήταν συγκινητική. Θα πρέπει να είσαι ένα σαρκίο, χωρίς ψυχή, ένα κύμβαλο αλλάζον, για να τη δεις σεξιστικά. Πάλι καταλήγουμε: με οποιοδήποτε τρόπο δεν μπορείς να λέγεσαι Έλληνας, με ότι αυτό σημαίνει ως παιδεία, πολιτισμός, εξέλιξη, ανθρωπιά.

Ανθρωπάρια του αίσχιστου είδους, που πλησιάζουν το φασισμό, αλλά δεν τολμούν να το πουν, βρέθηκαν να βρίζουν και να κανιβαλίζουν με τέτοιο τρόπο που ούτε τα άγρια ζώα δεν κάνουν. Θύμα της ημέρας το αφγανόπουλο και η δασκάλα. Ο ξένος και ο παρακατιανός, από τη μία μεριά, και η γκόμενα, από την άλλη. Λογικές απαράδεκτες για έναν Άνθρωπο που, ειδικά, ανήκει στο έθνος των φιλοσόφων.

Εκτός και αν δεν ανήκει σε αυτό, αλλά μιλά μία γλώσσα ακαταλαβίστικη και παράξενη, είναι, δηλαδή, ο βάρβαρος των Αρχαίων Ελλήνων.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved