με αφορμή την ταινία «Η ιστορία δύο πόλεων»
γράφει ο Γιάννης Φραγκούλης
(ψυχαναλυτής)
Δύο πόλεις, δύο χώρες, δύο διαφορετικοί κόσμοι. Ένα δίπολο που θα μπορούσε να ήταν το καλό και το κακό, το ηθικό και το ανήθικο, το ειρηνικό και το βίαιο. Ακόμη, θα το έβλεπε κανείς σαν τα δύο σημεία που είναι οι δύο αδιαίρετες όψεις του ίδιου νομίσματος, αυτού που αναπαριστά τον κόσμο μας. Με άλλα λόγια ο ανθρώπινος πολιτισμός.
Η μία όψη είναι το Παρίσι, η άλλη το Λονδίνο. Η πρώτη αλλάζει και παίρνει βίαιη μορφή, η δεύτερη παραμένει ήρεμη και γαλήνια. Αυτό που μας ξεναγεί σε αυτό τον κόσμο, στο κόσμο μας, είναι τρία πρόσωπα, ο πατέρας με την κόρη του και ο άντρας που θα την αγαπήσει και θα την παντρευτεί. Αυτά τα πρόσωπα είναι αυτά που γυρνούν τις σελίδες αυτού του «βιβλίου», τις όψεις του δικού τους κόσμου που, αυτό είναι και το ερώτημα που υπονοείται, μπορεί να μοιάζει με το δικό μας.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, «Η ιστορία δύο πόλεων», ο Κάρολος Ντίκενς είχε βιώσει τη βία της εξουσίας, ως έφηβος, πολύ πριν να γνωρίσει τη δημόσια αναγνώριση, ως συγγραφέας. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι η βία μέσα στην οικογένειά του ήταν το ίδιο σημαντική και είχε μεγαλύτερη σημασία για το νεαρό παιδί. Η μητέρα του δεν επέμεινε να φύγει από τη βρώμικη, απάνθρωπη και απαίσια δουλειά του, την οποία βρήκε για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του, κάτι που θα ήταν αφορμή να απαξιώσει τη μητρική φιγούρα και να υψώσει, στη θέση της, την πατρική.
Ας το δούμε λίγο διαφορετικά. Ο νεαρός Ντίκενς καταλαβαίνει και υιοθετεί τη δύναμη της πατρικής εξουσίας, θα δούμε πως. Η μητέρα του είναι αυτή που του στερεί την ελευθερία του, την απελευθέρωση από την καταπιεστική δουλειά του, όπως επίσης του είναι εμπόδιο για την απόλαυσή του, τη θαλπωρή της οικογένειας, για μία καλύτερη ζωή, έτσι απαξιώνει τη μητέρα, απομακρύνεται από αυτή και δέχεται ότι η πατρική πλευρά είναι αυτή που ορίζει τους νόμους και τους κανόνες της επιβίωσης. Η χρεοκοπία του πατέρα του πιθανόν δεν αποδίδεται στις άστοχες ενέργειες του πατέρα, οι οποίες οδήγησαν στη φυλακή όλη την οικογένεια, αλλά είτε στην αστοχία της μητέρας, η οποία, πιθανόν θα έβλεπε ότι δεν είχε κάνει τις σωστές ενέργειες, είτε σε μία πίεση από τη μητέρα προς τον πατέρα, κάτι που ίσως οδήγησε τον πατέρα σε λάθος ενέργειες. (Βλέπε την πλήρη βιογραφία του Καρόλου Ντίκενς εδώ) Έχοντας κάνει αυτή τη μικρή ανάλυση χαρακτήρων μπορούμε να οδηγηθούμε στο να δούμε τα αφηγηματικά μοτίβα της αφήγησής του.
Η προτίμησή του, μέχρι ενός βαθμού, στη βασιλεία στην Αγγλία μπορεί να εξηγηθεί και θα το δούμε αυτό στις αφηγήσεις του. Στην «Ιστορία δύο πόλεων» η προτίμησή του ή η μικρή κριτική στην αγγλική βασιλεία, έχει, κατά πάση πιθανότητα, τις ρίζες του σε αυτά τα γεγονότα ή τις πεποιθήσεις της εφηβικής του ηλικίας. Αυτό που τον πληγώνει είναι η βία. Μπορούμε να δούμε αυτή τη συμπεριφορά όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αμερική. Αυτός ο φόβος για τη βία, η απώθηση, φαίνεται στην αφήγηση αυτού του μυθιστορήματος. Κατά συνέπεια έχει μία έχθρα για τα «άγρια» πλήθη που έχουν εξεγερθεί στη Γαλλική Επανάσταση. Αυτή η έχθρα είναι ουσιαστική και παράγει λόγο. Αυτός ο λόγος είναι καταστροφικός. Μπορούμε να δούμε εδώ την υστερία του Ντίκενς, η οποία βρίσκει μία διέξοδο. Ας δούμε όμως σε αυτό το μέρος της αφήγησης τη γυναίκα, στο πρόσωπο της γυναίκας του ταβερνιάρη.
Αυτή τη γυναίκα τη βάζει να έχει υποστεί έντονα τη βία, το θάνατο των γονιών και των αδελφών της και, ακόμη, από τη μεριά του φεουδάρχη, ο οποίος είχε αφήσει πολύ άσχημο όνομα στη γαλλική κοινωνία, με τη μορφή της σεξουαλικής βίας. Βλέπουμε ότι αυτή η γυναίκα είναι φορέας της βίας, την εκφράζει, της αρέσει να την εξασκεί, έχει ενεργό ρόλο, έχει σκοτώσει αρκετούς άντρες, όπως η ίδια λέει. Θέλει να πάρει εκδίκηση για την οικογένεια του φεουδάρχη, η οποία, τώρα, εκπροσωπείται από τον ανιψιό του, αν και αυτός έχει αποποιηθεί την καταγωγή του, ακόμα και το όνομα της οικογένειάς του. Αυτή η εκδίκηση είναι τυφλή. Έτσι έχουμε ένα πληγωμένο πλάσμα, με σοβαρά ψυχολογικά τραύματα, θέλει να πάρει εκδίκηση, ελπίζοντας να θεραπεύσει το τραύμα της, στο τέλος, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Ντίκενς αποδίδει δικαιοσύνη, σκοτώνεται. Στην ουσία όμως ο Ντίκενς έχει σκοτώσει τη μητέρα του και έχει γυρίσει την πλάτη του σε ένα πολίτευμα που κρατά κάποιες αποστάσεις από την πατρική εξουσία: από τη Δημοκρατία.
Η αυστηρή κριτική στη Δημοκρατία δεν υπάρχει στο βασιλικό καθεστώς της Αγγλίας. Μόνο η σκηνή του δικαστηρίου δείχνει το απάνθρωπο της εξουσίας, το παράλογο της δικαιοσύνης, αλλά δεν προχωρά πιο πέρα. Φαίνεται ότι το αγγλικό τοπίο είναι πολύ καλύτερο από το γαλλικό, πιο κοντά στον άνθρωπο. Αν, όμως, θυμηθούμε τα ιστορικά γεγονότα, τότε θα καταλάβουμε ότι εδώ ο συγγραφέας είναι επηρεασμένος από κάτι που τον αναγκάζει να μην κάνει αυτή τη ρίξη με τη Μητέρα-Πατρίδα. Γιατί; Είναι η μητέρα που επανέρχεται; Πιστεύω ότι εδώ υπερτερεί η πατρική εξουσία που επιβάλλει το λόγο της και δομεί ένα κοινωνικό τοπίο πιο ανθρώπινο.
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να δούμε το τραύμα του Ντίκενς. Δεν τολμά να αμφισβητήσει τον Πατέρα, δεν τον απορρίπτει. Το δέχεται ως νομοθέτη και ρυθμιστή της κοινωνικής επιβίωσης. Ίσως εντυπωσιάζεται από τη βιομηχανική επανάσταση που θα έρθει, πάντα από την Αγγλία, αλλά εμμένει στον Πατέρα-Αφέντη-Θεό. Οι γυναίκες είναι σε δεύτερη μοίρα, τόσο η κόρη του γιατρού, που αφήνεται στη μοίρα της, όσο η γυναίκα του Γάλλου ταβερνιάρη, που δείχνει τον επικίνδυνο και ψυχωτικό χαρακτήρα της για την ασφάλεια της κοινωνίας, όχι όμως στη γριά παραμάνα που έχει ενεργό ρόλο και δίνει τη λύση στην τραγωδία. Ίσως αυτή η τελευταία είναι η Μάνα που ο Ντίκενς ήθελε να υπήρχε στη ζωή του.
Η ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης ιδωμένη από τη ματιά του Ντίκενς παραποιείται τόσο που μέσα βάζει στοιχεία της προσωπικής του ζωής, διαμορφώνει ένα άλλο ιστορικό τοπίο που είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη ως ερέθισμα, ως μία ερμηνεία της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Άρα, στις μέρες μας ακόμα, αυτό μένει επίκαιρο και καίριο για τη ζωή του, εγείρει ερωτήματα που περιμένουν μία απάντηση.