γιατί οι αντιδράσεις ήταν οι ελάχιστες;
Έχουν περάσει 50 χρόνια από την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Ελλάδα, την τελευταία φορά. Η χούντα των συνταγματαρχών είναι αυτή που πρόλαβε το βασιλικό πραξικόπημα, βοηθήθηκε από αμερικάνικα κέντρα πληροφοριών. Η ιστορία είναι πρόσφατη, άτομα που εμπλέκονται σε αυτή ζουν ακόμη, άρα είναι δύσκολο να είναι κάποιος αντικειμενικός. Θα ήταν πολύ χρήσιμο να δούμε γιατί έγινε αποδεκτή η χούντα, σιωπηλά ή όχι, από τον ελληνικό λαό, ο οποίος έχει βαθιές δημοκρατικές παραδόσεις, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Για λόγους οικονομίας του αφηγηματικού χρόνου δε θα αναφερθούμε καθόλου στα ιστορικά γεγονότα. Μπορεί κάποιος να βρει πολλά από αυτά είτε σε βιβλία ιστορίας είτε στο διαδίκτυο είτε σε ιστορικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί από άτομα που ενεπλάκησαν σε αυτά τα γεγονότα.
Αναφέρουμε κάποιες από τις πολλές πηγές στο διαδίκτυο, ο αναγνώστης μπορεί να ψάξει και για άλλες: γενική θεώρηση, το πραξικοπημα, μύθοι για τη χούντα, η οικονομική ανάπτυξη επί χούντας, τα οικονομικά μεγέθη. Εμείς θα αναφερθούμε σε κάποια ιστορικά γεγονότα που θα διευκολύνουν τον αναγνώστη αυτού του κειμένου και θα αποτρέψουν τις παρεξηγήσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με ιδεολογικές θέσεις κατασκευασμένες έτσι για να δικαιολογήσουν αυτές τις καταστάσεις.
Η δημοκρατία στην Ελλάδα, αν αυτή τη θεωρήσουμε σαν ένα ενιαίο έθνος πολιτισμικά και εθνικά, όχι όμως ως πολιτική διοίκηση, στην αρχαία εποχή, δεν ήταν κάτι το δεδομένο. Πολύ περισσότερο δεν υπήρχε ένα ίδιο είδος δημοκρατικής διακυβέρνησης, όπου αυτή υπήρχε. Αν λοιπόν εκλάβουμε ως δημοκρατικό το καθεστώς των Αθηνών, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, θα δούμε ότι δεν ταυτίζεται με αυτό της συμπολιτείας των Αιτωλών. Μπορούμε όμως να πούμε ότι ο λαός, ο δήμος δηλαδή, είχε πολλές φορές τον πρώτο λόγο, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Οι άνθρωποι υπάκουαν σε νόμους που ήταν απόρροια ηθικών θεωρήσεων, οι οποίες είχαν δοκιμαστεί στο μυθικό πεδίο και είχαν εδραιωθεί μέσω της τέχνης του θεάτρου, κατά πρώτο λόγο, για να γίνουν νόμοι του κράτους.
Το τέλος της ελληνιστικής περιόδου σηματοδοτεί και το τέλος της δημοκρατικής διακυβέρνησης, με την έννοια ότι πλέον ο δήμος δεν αποφασίζει αλλά υπάρχει μία μικρή κάστα ανθρώπων που επιβάλλουν το λόγο τους. Έχει ολοκληρωθεί η εδραίωση της πατριαρχικής εξουσίας, την οποία βλέπουμε να επιβάλλεται σιγά-σιγά από τις αρχές των ιστορικών χρόνων. Η ρωμαϊκή και μετά η βυζαντινή περίοδος χαρακτηρίζονται από τη όλο και μεγαλύτερη συσσώρευση του πλούτου της ατομικής ιδιοκτησίας, άρα την ανάπτυξη του κεφαλαίου που θα μας οδηγήσει στη φεουδαρχία. Η μυθική υπόσταση αυτής της διακυβέρνησης έρχεται πρώτα με την ιουδαϊκή, μετά με τη χριστιανική και τελικά με τη μουσουλμανική θρησκεία. Η φεουδαρχία, πρώτα, και, κατόπιν, ο πρώιμος καπιταλισμός εδραιώνονται με τη βοήθεια του θεού, για να γίνουν αποδεκτοί από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.
Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι η εξουσία μεταβιβάζεται στον πατέρα, μένει εκεί και γίνεται όλο και πιο δυνατή. Ο πατέρας φαίνεται ότι αντλεί την εξουσία του από το θεό, όπως ο βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας, και αυτή είναι αδιαπραγμάτευτη και αναμφισβήτητη. Η βία που έχει ήδη εμφανιστεί από την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας, τώρα αποκτά όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Ο άνθρωπος όλο και περισσότερο δεν είναι ικανός να κρίνει τις καταστάσεις σε κοινωνικό επίπεδο, πρώτα, και σε ατομικό, κατόπιν. Δε μένει πλέον παρά να δεχτεί τις επιταγές της εξουσίας με τις λιγότερες αντιδράσεις. Η εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα είναι αυτοί που αμφισβητούν αυτό τον τρόπο εξουσίας και επιθυμούν αυτή να πηγάζει από το λαό, την επαναφορά της δημοκρατίας, δηλαδή.
ΑΡΙΣΤΕΡΑ-ΚΕΝΤΡΟ-ΔΕΞΙΑ
Το γεγονός είναι ότι από το 1880 και μετά, από τη βιομηχανική επανάσταση, η αστική τάξη θα δεχτεί την πρώτη μεγάλη αμφισβήτηση στην εξουσία της. Ο μαρξισμός μίλησε για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, αλλά με ένα παρεξηγημένο όρο τη «δικτατορία του προλεταριάτου», δηλαδή την επανάσταση που θα πρέπει αυτό να κάνει για να έχει τα αυτονόητα δικαιώματά του ή την πολυπόθητη εξουσία. Δημιουργείται έτσι ένα δίπολο: αριστερά-δεξιά, προοδευτικοί και συντηρητικοί αντίστοιχα, με την έννοια ότι οι δεύτεροι θέλουν τη διατήρηση του παλαιού καθεστώτος και αντιμάχονται οποιαδήποτε αλλαγή.
Ανάμεσά τους υπάρχει το κέντρο, το οποίο προσπαθεί να προσεγγίσει την αριστερά, διατηρώντας τους όρους της συντήρησης, μία λογική που πολύ απέχει από τη σοσιαλδημοκρατία, όπως τη γνωρίζουμε στην Ευρώπη. Ποια όμως είναι τα κοινά σημεία της δεξιάς και του κέντρου; Μία πιο προσεχτική ματιά θα δει ότι και στις δύο περιπτώσεις η εξουσία του πατέρα -και κατά συνέπεια ο καπιταλισμός- πρόκειται να διατηρηθεί, με όποια συνεπαγόμενη βία από τη μεριά της εξουσίας. Απλά το κέντρο απέχει από τις ολοκληρωτικές διαδικασίες της δεξιάς ή της άκρας δεξιάς, από τα ολιγαρχικά καθεστώτα, τα οποία θέλουν να επιβάλλουν την κάθετη εξουσία του πατέρα και μόνο αυτή στην κοινωνία.
Αντίθετα η αριστερά προσεγγίζει περισσότερο την πλευρά της μητέρας, με άλλα λόγια μία πιο ειρηνική και εποικοδομητική θεώρηση για τη δόμηση της κοινωνίας, χωρίς όμως να έχει βγάλει από πάνω της στοιχεία της νευρωτικής αντίληψης των πατριαρχικών κοινωνιών. Η μοναδικότητα του κόμματος, η μόνη αντίληψη και όχι η διαλεκτική του μαρξισμού, ως εργαλείο σκέψης και όχι ως θέσφατο, κάτι το οποίο εμφανίζεται σε πολύ λίγες στιγμές της ελληνικής αριστεράς, η ηρωοποίηση προσώπων και καταστάσεων, κάτι που θυμίζει το βυζαντινισμό, η απαίτηση ενός επιβαλλόμενου και συγκεκριμένου τρόπου ζωής των μελών του κόμματος, χωρίς να βλέπει τη διαφορετικότητα του ανθρώπινου χαρακτήρα, έδωσαν στην ελληνική αριστερά ένα συντηρητικό χαρακτήρα, κατά συνέπεια δεν μπορούσε να ήταν ο μοχλός που θα άλλαζε την κοινωνία.
Το θολό τοπίο του κοινοβουλευτισμού, κάτι που είναι αναγκαίο κακό σε μία δημοκρατική κοινωνία, βλέπε τις αρχαιοελληνικές δημοκρατίες, οι ακραίες έριδες στη μεταεμφυλιακή Ελλάδα, η ανάγκη των ΗΠΑ να κυριαρχήσουν στην Ελλάδα και, με την κυριαρχία τους στην Τουρκία, σε όλο τον κόσμο, ελέγχοντας τις τρεις ηπείρους με άμεσο τρόπο, Ευρώπη, Ασία και Αφρική, έκαναν απαραίτητη για τον ιμπεριαλισμό την επιβολή της δικτατορίας, θέλοντας ένα Κράτος όπου οι αντιδράσεις των ιμπεριαλιστικών σχεδίων θα ήταν οι ελάχιστες και τα κέρδη τους τα περισσότερα. Γιατί όμως οι Έλληνες δύσκολα αντιστάθηκαν σε αυτή;
ΠΑΤΕΡΑΣ-ΜΕΣΙΑΣ
Όπως έχουμε πει, αυτό που είχε τεράστια σημασία για τη δόμηση της φεουδαρχικής και προκαπιταλιστικής κοινωνίας ήταν η επιβολή της πατρικής εξουσίας στο δίπολο πατέρα-μητέρα. Αυτό μπορεί κοινωνιολογικά να μεταφράζεται ότι δίνουμε μεγαλύτερο βάρος στην ανάπτυξη της ατομικής ιδιοκτησίας, στις κοινωνικές ανισότητες και στην επιβολή, με κάθε κόστος, αυτής της κοινωνικής δομής, όμως στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου μεταφράζεται ως εξής: πατέρας=μεσίας=θεός. Όπως δεν μπορείς να αμφισβητήσεις το θεό, έτσι δεν μπορείς να μην αποδεχτείς την πατρική εξουσία, στην οποιαδήποτε μορφή της.
Η μορφή του πατέρα αποκτά μία θεολογική υπόσταση, με αυτό τον τρόπο. Παρόμοια η μορφή της εξουσίας, τα σώματα ασφαλείας, η ιεραρχία στον κοινωνικό ιστό, η Εκκλησία, η εκπαίδευση, έχει να κάνει με την πατρική φιγούρα και τα χαρακτηριστικά της στον πατερναλιστικό καπιταλισμό. Αν λοιπόν δεν αμφισβητούμε το θεό, τότε δεν κάνουμε το ίδιο για τον πατέρα, τον αξιωματικό του στρατού, τον αστυνόμο, τον προϊστάμενο, το διευθυντή, το δάσκαλο, τον παπά, τον κομματικό διαφωτιστή. Αν το κάνουμε τότε ανήκουμε στο περιθώριο της κοινωνίας. Κανένας δε θέλει να περιθωριοποιηθεί. Αυτό λέει το ένστικτο του ανθρώπου. Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες.
Άρα η αντίδραση στην ξαφνική σιωπή του κοινωνικού διαλόγου και την επιβολή μιας και μόνης απάνθρωπης λογικής, όπως έγινε με τη χούντα, θα είναι η ελάχιστη. Οι αντιδράσεις ενάντια στη χούντα θα αργήσουν να έρθουν και σπάνια δε θα γίνουν με γνώμονα ένα κεντρικό πρόσωπο και όχι μία ιδέα που θα έχει ζυμωθεί σε επίπεδο κοινωνίας. Ο βολεμένος περιμένει το Μεσσία να αντιδράσει, άρα πάλι τον πατέρα, έναν πατέρα που θα αντιδράσει και θα καταργήσει την ήδη επιβαλλόμενη πατριαρχική εξουσία, κάτι παράξενο και απρόσμενο. Όντως ποτέ δεν ήρθε.
Όλοι ήξεραν για τις δολοφονίες, τους βασανισμούς, τις εξορίες, τις διαλύσεις των οικογενειών των αντιφρονούντων, αλλά προτιμούσαν να μη μιλήσουν γιατί θα έχαναν το στάτους του καλού οικογενειάρχη, του μικροαστού ή του μεσοαστού και θα μπορούσαν να μεταβούν σε τάξεις μη προνομιούχες, όπως το προλεταριάτο, αν χάσουν, για παράδειγμα τη δουλειά τους. Ένα ψεύτικο δίλλημα που σερβίρει πάντα με όμορφο τρόπο η καπιταλιστική κοινωνία, γατί ξέρει πολύ καλά ότι το πραγματικό στάτους τους είναι όντως στις μη προνομιούχες τάξεις.
Αυτοί που αντέδρασαν ήταν η μειοψηφία που έδρασε είτε για το εθνικό συμφέρον -το οποίο δεν ταυτιζόταν με το αμερικάνικο- είτε για το ταξικό τους συμφέρον, με άλλα λόγια για την εξάλειψη της καταπίεσης από ανθρώπου σε άνθρωπο, την επαναφορά της δημοκρατίας -έστω και της αστικής-, τον αγώνα για το σοσιαλισμό και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Η ΜΗΤΕΡΑ ΕΧΕΙ ΧΑΣΕΙ
Δυστυχώς η μητέρα έχει χάσει τη μάχη. Ο κόσμος είχε μοιραστεί στα δύο σε ένα ψυχροπολεμικό κλίμα και εμείς ανήκαμε στη δυτική κοινωνία. Ο αγώνας ήταν άνισος. Ήταν όμως μία καλή ευκαιρία να κατακτήσουμε μία κάποια λογική για συλλογικότητα, κάτι που δεν μπόρεσε να κάνει η διαιρεμένη αριστερά.
Μία μάχη για το αυτονόητο. Οι ρίζες όμως του κακού βρίσκονται στο ότι στην Ελλάδα, με εξαίρεση τη δεκαετία του 1950, δεν γνωρίσαμε αυτό που λέγεται εθνική αστική τάξη, κάτι γνωστό στην Ευρώπη από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, αλλά μία μεταπρατική αστική τάξη, η οποία δεν είχε κανένα σκεπτικό και ιδεολογία για την εθνική ενότητα και για τον καπιταλισμό, ως δομή της κοινωνίας, ζούσε και ζει ακόμα μέσα σε φεουδαρχική κοινωνική δομή. Γιατί; Θα το δούμε σε επόμενο σημείωμά μας.
Γιάννης Φραγκούλης