του Γιάννη Φραγκούλη
Μία πολύ καλή αφορμή για να μιλήσουμε για τη νεοελληνική πραγματικότητα είναι το συλλαλητήριο της Κυριακής 21 Ιανουαρίου 2018 που έγινε στη Θεσσαλονίκη. Ας δηλώσουμε από την αρχή κάποια πράγματα για να μην παρεξηγηθούμε: Δεν είμαστε εναντίον ενός συλλαλητηρίου αλλά αυτού έτσι όπως οργανώθηκε. Δε χαρακτηρίζουμε όσους συμμετείχαν ντε φάκτο ως γραφικούς, φασίστες κ.λπ. Δε βάζουμε όλους σε ένα τσουβάλι. Δε θεωρούμε τον εθνικισμό ντε φάκτο συνώνυμο του φασισμού. Τέλος, δε θεωρούμε ότι το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων μπορεί να λυθεί με αυτό τον τρόπο, με κραυγές και με πανηγύρια.
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε νηφάλια, μακριά από ακρότητες και κακές ιδεοληψίες.
Είμαστε ντε φάκτο εναντίον του συλλαλητηρίου; Η απάντηση σε αυτό το προβοκατόρικο ερώτημα είναι απλή. Η διαμαρτυρία είναι καλοδεχούμενη, αρκεί να γίνει με στρατηγική που μπορεί να αποδώσει καρπούς. Η επαναστατική πρακτική όταν δεν έχει τις δομές μιας επανάστασης καταντά γελοιότητα και, το πιο επικίνδυνο, υποβαθμίζει τον αγώνα, όταν αυτός έχει κάποια τακτική και στρατηγική. Σε αυτό το συλλαλητήριο-παρωδία το μόνο που είδαμε ήταν μία επίδειξη ψευτοδύναμης, με ύφος καφενείου και ποδοσφαιρικών διαμαρτυριών. Με τέτοιες πρακτικές όμως ούτε καν τίθεται το θέμα επί τάπητος και δεν τοποθετείται σαν τέτοιο και σαν κοινωνική διεκδίκηση προς την κυβέρνηση.
Θα επιθυμούσαμε μία διαμαρτυρία που θα είχε κάποια αιτήματα. Η ολική άρνηση δεν είναι αίτημα, αλλά μία επίδειξη του γελοίου. Όταν όμως αυτό εκφράζει μία τοπική κοινωνία, τότε είναι επικίνδυνο. Ευτυχώς όμως οι 50.000 περίπου άνθρωποι που πήγαν σε αυτό το συλλαλητήριο, μεταξύ τους κάποιοι γραφικοί και κάποιοι νοσταλγοί της χουντικής κυβέρνησης, σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν, ούτε κατά το ελάχιστο την κοινωνία της Θεσσαλονίκης. Ο λαός ήταν απών και το παθός είχε σβήσει. Μόνο τα σουβλάκια, τα κάστανα και οι σημαίες μας θύμιζαν κάποια έννοια λαϊκής συγκέντρωσης. Και, αλλοίμονο, με τέτοιες γελοίες πράξεις, εφτελίζουν και το σύμβολο της σημαίας, από εθνικό σύμβολο το κάνουν μία πρόστυχη απεικόνιση του αιτήματός τους για ατομική και συλλογική απόλαυση.
Η Μακεδονία είναι ελληνική; Ποιος θα μπορούσε να πει το αντίθετο; Ποιος θα είχε αντίρρηση για την ελληνικότητά της; Ούτε οι ίδιοι οι Σκοπιανοί δεν το έχουν εκφράσει ρητά, τουλάχιστον σαν επίσημη θέση της κυβέρνησής τους, πέρα από κάποιο εθνικά γκρουπούσκουλα που αρέσκονται να συνομιλούν με τα δικά μας. Όμως, μία χώρα δε θα πρέπει κάπως να ονομάζεται; Και, πράγματι, τα Σκόπια, εδώ και δεκαετίες, στους διπλωματικούς κύκλους αποκαλούνται Δημοκρατία της Μακεδονίας (Democratie de Macedoine), για όποιον έχει αμφιβολία ας διαβάσει κάποιο έγκυρο έντυπο εξωτερικής πολιτικής, όπως η Monde Diplomatique.
Τι όνομα προτείνουμε; Αν δε θέλουμε κάποιο όνομα σύνθετο ή με γεωγραφικό προσδιορισμό της Μακεδονίας, τότε τι προτείνουμε; Φυσικά αυτή η τοποθέτηση δεν μπορεί να γίνει από τη λαϊκή μάζα, είναι δουλειά της κυβέρνησης και των κομμάτων που κρατούν τα χαρτιά τους κλειστά. Τι φοβούνται; Τον εσωτερικό ή τον εξωτερικό εχθρό; Πολύ πιθανόν δεν καταλαβαίνουν ότι με αυτή την πολιτική ευνοούν τις εντάσεις και την ανάπτυξη φασιστικών ιδεοληψιών που έχουν το ένδυμα του εθνικού, χωρίς να έχουν κανένα εθνικό στοιχείο, θέλοντας την αποδόμηση της ελληνικής κοινωνίας και, μέσα από τη σήψη της, το ξεπούλημά της σε ξένα κέντρα αποφάσεων που, υποτίθεται ότι τα αντιμάχονται.
Η ευθύνη της κυβέρνησης είναι μεγάλη. Το ότι δεν υπάρχει σήμερα κάποιος πολιτικός αξιώσεων που μπορεί και θέλει να είναι μπροστάρης στην κοινωνία, αυτό είναι πρόδηλο. Δίνει όμως έτσι, η κυβερνητική ανυπαρξία, όπως και αυτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, χώρο σε ψευτοηγετίσκους της άκρας δεξιάς ή της άκρας αριστεράς, αλλά και σε γραφικούς «πολιτικάντηδες» να κάνουν το παιχνίδι τους, να γίνουν οι σύγχρονοι Εφιάλτες και να κατακερματίσουν την ελληνική κοινωνία τόσο που θα είναι πλέον εύκολο να περάσει οτιδήποτε εθνικά ολέθριο, με τον πιο εύκολο τρόπο. Αυτό το «λαϊκό» συλλαλητήριο δεν ήταν, σε καμία περίπτωση διαμαρτυρία προς την κυβέρνηση, ούτε καν ένα δείγμα αντίδρασης, ήταν ένας δείκτης του γραφικού, κάτι που είναι επιζήμιο για την αντιπολίτευση.
Ήταν όμως, αυτή η γραφική διαμαρτυρία, ένας τρόπος να δείξουμε το επίπλαστο και υπερφίαλο κοινωνικό Εγώ μας, να το βάλουμε να συνομιλήσει με το Άλλο, που έχουμε πλάσει στο φαντασιακό μας, και να οδηγηθούμε στη μαζική υστερία και στην ψύχωση. Μόνο που από αυτό το τοπίο πολύ δύσκολα βγαίνουμε. Πολύ δύσκολα διακρίνουμε το πραγματικό από το επίπλαστο. Και βυθιζόμαστε όλο και πιο πολύ στη μαζική παράνοια. Και, φυσικά, μέσα σε αυτό τον άρρωστο φανατισμό, περνάνε αντιλαϊκά μέτρα που, σε άλλη περίπτωση, θα έβρισκαν, μάλλον, τη μαζική αντίδρασή μας.
Τελικά, πόσοι από αυτούς που πήγαν στο λεγόμενο συλλαλητήριο δεν έχουν αγοράσει φτηνά προϊόντα από τα Σκόπια, τσιγάρα κ.ά., πόσοι δεν έχουν επισκεφτεί τη γειτονική χώρα για να βάλουν φτηνή βενζίνη ή να αγοράσουν φτηνά τρόφιμα ή να πάνε στο φτηνό Σκοπιανό οδοντίατρο; Την Κυριακή ποιος αντιδρούσε και διαμαρτυρόταν, αυτοί ή ο άλλος εαυτός τους; Και όταν θα έχουμε ένα σύνθετο όνομα για αυτή τη χώρα -γιατί αυτό θα γίνει, μετά από εξωτερικές πιέσεις- ποιος θα αντιδράσει;
Τώρα ξέδωσαν έκαναν το «εθνικό τους καθήκον» και ήρεμοι πλέον άραξαν στο καφενείο, στα ουζερί ή στον καναπέ του σπιτιού τους, σίγουροι για την εθνική τους ενατένιση. Και έτσι κάπως τέλειωσε πριν να αρχίσει η «επανάστασή» τους. Μία τέτοια εικόνα του λαού, αλήθεια, πως μπορείς να τη χαρακτηρίσεις;
(φωτογραφίες: Γιάννης Φραγκούλης)