Ανάσταση ή Ανάταση;
του Γιάννη Φραγκούλη*
Ας κάνουμε σήμερα, λίγες ώρες πριν την ανάσταση, μία προσπάθεια για να δούμε το αφηγηματικό διάνυσμα που υπάρχει ανάμεσα στη σταύρωση και στην ανάσταση, για να σκεφτούμε τι σημαίνουν όλα αυτά στον ψυχισμό του ανθρώπου, με άλλα λόγια πως ο άνθρωπος και με ποιο τρόπο βιώνει το θείο δράμα. Για να καταλάβουμε όμως την ανάσταση είναι απαραίτητο εμείς να έχουμε αυτή την απαραίτητη ψυχική ανάταση.
Νομίζω ότι είναι αυτονόητο ότι η σταύρωση του Ιησού έχει να κάνει με την προετοιμασία του θανάτου. Δεν είναι προφανές πάντως ότι η σταύρωση είναι ο ατιμωτικός θάνατος ενός ανθρώπου, η προσπάθεια τόσο να τον εξοντώσεις βιολογικά όσο και να τον εξευτελίσεις στα μάτια αυτών που τον ακολουθούν. Από ιστορικές έρευνες έχει γίνει γνωστό ότι η σταύρωση μπορεί να μην είχε γίνει έτσι, αλλά να ήταν ένα παλούκωμα, αφού η λέξη «σταυρός», εκείνα τα χρόνια, είχε την έννοια του παλουκιού, μία σημασία που ίσχυε για πολλά χρόνια μετά τη σταύρωση του Ιησού, τόσο στον ελληνιστικό όσο και στο ρωμαϊκό κόσμο. Όπως και να έχει, ο θάνατος θα έπρεπε να ήταν ατιμωτικός για να γίνει κατανοητό στους ακολούθους του Ιησού ότι δε θα πρέπει να δεχτούν τι ιδέες του αλλά και να σταματήσουν αυτή την κίνηση της κοινωνικής αλλαγής που είχε αρχίσει να φαίνεται, με πιο οργανωμένο τρόπο αυτή τη φορά.
Το τρίτο στοιχείο, μετά την ατίμωση και το θάνατο, είναι η θυσία. Εδώ θα βρούμε μία πανάρχαια τελετή που ορίζει ότι για να πραγματοποιηθεί μία επιθυμία θα πρέπει να γίνει μία θυσία στο θεό. Θα θυμηθούμε τη θυσία του Αγαμέμνονα, του Αβραάμ, από όσες είναι ευρέως γνωστές. Στην προκειμένη περίπτωση αυτοί που κάνουν τη θυσία είναι οι πιστοί του, με έναν παθητικό τρόπο, δηλαδή τη δέχονται χωρίς να αντιδρούν, άρα θα αποδεχτούν το βάρος της, αυτό που θα φύγει από πάνω τους μόνο στη δευτέρα παρουσία. Μέχρι τότε όμως θα τους βασανίζει, ζωντανούς ή νεκρούς, δημιουργώντας, στους ζωντανούς, μία διαρκή και έντονη υστερία αφού τους βάζει να γεννιούνται με το βάρος ενός φόνου, για τον οποίο δεν ήταν υπεύθυνοι.
Ο Χριστός είναι πλέον ο αρχηγός, ο βασιλιάς των Ιουδαίων, είναι νεκρός με μαρτυρικό και ατιμωτικό θάνατο. Παίρνει όμως την «εκδίκησή» του ή δείχνει τη δύναμή του ακριβώς την ώρα που πεθαίνει, τα καιρικά φαινόμενα αλλάζουν και γίνονται απειλητικά για τον άνθρωπο. Είναι νεκρός ως άνθρωπος, θα αναγεννηθεί, θα αναστηθεί ως θεός.
Ο νεκρός βασιλιάς είναι το αναφερόμενο όλων των νεκρών. Αυτών των δικών μας που έχουν πεθάνει, αυτών που πρόκειται να φύγουν από τη ζωή, το δικό μας θάνατο. Αυτό φέρνει μεγάλη θλίψη στον άνθρωπο διότι εκείνη τη στιγμή βιώνει το θάνατο σαν απώλεια και, ψυχολογικά, του δείχνει ότι η ζωή κάπου τελειώνει. Την επόμενη μέρα έρχεται ο ενταφιασμός. Το αφηγηματικό μοτίβο συνεχίζεται. Έχουμε πλέον την εισαγωγή στο μνήμα, μία διαδικασία που είναι συμβολική και αναφέρεται σε όλους τους θανάτους που έχουν γίνει ή που πρόκειται να γίνουν. Βιώνουμε την απόλυτη θλίψη, την απομάκρυνση και την απώλεια. Η συγκίνηση έρχεται γιατί κλαίμε για τους θανάτους που έχουν γίνει ή που θα γίνουν, για το δικό μας θάνατο, τελικά.
Είναι κατανοητό, με αυτή την έννοια, ότι τα πάθη του Χριστού γίνονται δικά μας πάθη, κάνουμε την προσομοίωση αυτών των παθών με τα δικά μας που ζούμε είτε διαχρονικά είτε στον παρόντα χρόνο. Αυτό το συναίσθημα της απώλειας βαραίνει πολύ την ψυχή του ανθρώπου. Δημιουργεί ένα νευρωσικό πρόβλημα, μας οδηγεί σε μία υστερία που είναι δομική: μπορούμε να κατανοήσουμε τα πάθη της ζωής μας, την ίδια τη ζωή μας, να βρούμε τον εαυτό μας, να δούμε, όσο πιο καθαρά γίνεται, αυτά που δοκιμάζουν τον ψυχικό μας κόσμο.
Οδηγούμαστε έτσι στο τέλος των παθών, στη στιγμή που ο θάνατος θα καταργηθεί. Αυτό όμως το συναίσθημα είναι προσωρινό. Ο θάνατος θα υπάρχει μέχρι να ανακληθούν οι νεκροί και να αποδοθεί δικαιοσύνη για να υπάρχει εξαγνισμός, στη δευτέρα παρουσία. Μέχρι τότε αυτό το βάρος θα καταπιέζει την ψυχή του ανθρώπου.
Η περιφορά του επιταφίου στον Άγιο Μηνά, στη Θεσσαλονίκη, που γίνεται στις 5.00 μμ,
ο πρώτος επιτάφιος στην πόλη.
Αυτό που δεν αναφέρεται στα θρησκευτικά κείμενα της χριστιανικής θρησκείας είναι ότι η ανάσταση δεν καταργεί το θάνατο, αλλά δίνει την έννοια της συνέχειας της ζωής. Στο ασυνείδητο εγγράφει την προσπάθεια να αλαφρύνει το βάρος του θανάτου, αλλά με τέτοιο τρόπο που το περισσότερο βάρος το κρατά ως πίεση, έτσι ώστε ο άνθρωπος να είναι για πάντα υποταγμένος σε κάτι που δεν το γνωρίζει, δεν πρόκειται να το μάθει, δεν του επιτρέπεται καν να το αισθανθεί, δημιουργώντας έτσι μία διαρκή κατάθλιψη που οδηγεί στην παθητική στάση της ζωής.
Ο Χριστός αναστήθηκε όπως ο Απόλλωνας, ο Προμηθέας, ο Διόνυσος, ο Μίθρας, στην Περσία, ο οποίος πέθανε και αναστήθηκε με ανάλογο τρόπο με το Χριστό, ο Άττις, στην Ασία, ο Όσιρις, στην Αίγυπτο, ο Άδωνις, η Περσεφόνη, ο Όντιν, στη Βόρεια Ευρώπη, ο Γκανέσας, στην Ινδία, ο Λεμινκάικεν, στη Φινλανδία, ο Ταμούζ, στους Σουμέριους, ο οποίος κάθε χρόνο πέθαινε και ανασταινόταν, βυθίζοντας τη Μέση Ανατολή στον καύσωνα και την ξηρασία, επαναφέροντας, με την ανάστασή του, τη φύση έτσι όπως τη θέλουμε, ο Κέτζαλκοατ, στην Κεντρική Αμερική, ο θάνατος και η ανάστασή του συνδέθηκαν με τις τέσσερις εποχές του κόσμου, ο Κρίσνα, στον ινδουισμό, που πέθανε και τα σημάδια του θανάτου του ήταν παρόμοια με αυτά του θανάτου του Χριστού.
Η περιφορά του επιταφίου στον Άγιο Μηνά, στη Θεσσαλονίκη, που γίνεται στις 5.00 μμ,
ο πρώτος επιτάφιος στην πόλη, άλλα πλάνα.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι αυτό το αφηγηματικό μοτίβο του θανάτου και της ανάστασης, της απώλειας και της επαναφοράς, του άγχους του ευνουχισμού και της χαράς της απόλαυσης, στην ψυχολογία, είναι από τα πλέον βασικά ερωτήματα που βασανίζουν τον άνθρωπο. Αυτά τα ερωτήματα τίθενται από τότε που γεννήθηκε, έχουν αναλυθεί σε βάθος από την ψυχανάλυση, αλλά η μυθολογία, σε όλες τις θρησκείες τα λύνει με τον πιο απλό τρόπο. Αφήνει όμως ένα βάρος να μένει για να είναι ο άνθρωπος εξαρτώμενος από την ανάσταση που γίνεται κάθε χρόνο και είναι ένα δώρο της θρησκείας του. Αυτό το πρόβλημα το λύνει ο Επίκουρος με τον πιο απλό τρόπο: αναφέρει ότι ο άνθρωπος όταν πεθαίνει φεύγει από τον κόσμο των αισθητών, άρα το πρόβλημα του θανάτου, ως πόνος, παύει να υπάρχει, μένει στον άνθρωπο να απολαύσει τη ζωή του όσο πιο καλά και ηθικά γίνεται.
Για να μπορέσει ο άνθρωπος να καταλάβει όλα αυτά, αυτή τη διαχρονική και αρχέγονη επίλυση αυτού του προβλήματος, θα πρέπει απαραιτήτως να έχει ψυχική ενατένιση, να βιώνει την ανάταση της ψυχής του. Αν αυτό δε γίνεται τα στοιχεία του ψυχικού του κόσμου δεν μπορούν να συνδεθούν με αυτά του φυσικού κόσμου, μέρος του οποίου είναι και ο ίδιος, δεν καταφέρνει να καταλάβει τι είναι η ανάσταση. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τη βιώσει με έναν απλό χυδαία παγανιστικό, αλλοτριωμένο τρόπο που ευτελίζει την ψυχή του, του αυξάνει το φορτίο της ψυχικής του καταπίεσης, η οποία έρχεται από το φόβο και τις ευθύνες του θανάτου, τον οδηγεί στην ψύχωση και στην απώλεια της αντίληψης της έκφανσης της πραγματικότητας, κατά την αντίληψή του. Δυστυχώς οι θρησκευτικές τελετές από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και μετά διαιωνίζουν αυτόν τον αλλοτριωμένο παγανισμό.
Η περιφορά του επιταφίου της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης
και της Αρμένικς ορθόδοξης εκκλησίας που συναντιούνται και εκεί τλείται μέρος
της λειτουργίας στα ελλαηνικά και τα αρμένικα, εδώ το αρμένικο μέρος.
Ο Χριστός αναστήθηκε για να μας δείξει ότι η ζωή συνεχίζεται, ότι ο θάνατος δεν είναι ένα ολέθριο γεγονός, αλλά μία ακόμη μορφή της ζωής, την οποία θα πρέπει να τη χαρούμε, με οποιοδήποτε τρόπο, με τον πιο ηθικό, κοινωνικά και ατομικά, για να καταλάβουμε τη Φύση, ως υπέρτατη θεότητα, μικρό μέρος της οποίας είμαστε και εμείς. Για να κατανοήσουμε, τελικά, συναισθηματικά και γνωστικά, τον εαυτό μας.
*Ψυχαναλυτή-ερευνητή των παραστατικών τεχνών.
Για την Ανάσταση του Χριστού διάβασε εδώ