Η Εκκλησία μαθαίνει τη βία

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΗ ΒΙΑ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Η Εκκλησία μαθαίνει τη βία: γράφει ο Γιάννης Φραγκούλης

Έχουμε μιλήσει για το ρόλο της Εκκλησίας όσον αφορά στη βία και την αναπαραγωγή της. Θα δούμε πιο αναλυτικά πως αυτή η παραγωγή και αναπαραγωγή λειτουργεί θεσμικά. Που υπάρχει ο σπόρος που καλλιεργεί τη βία και, πολύ περισσότερο, πως τη συντηρεί. Πως η Εκκλησία μαθαίνει τη βία.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΗ ΒΙΑ: Η ΠΕΙΘΩ

Η λέξη «εκκλησία» ετυμολογικά έχει να κάνει με τις λέξεις «καλώ» και «λαός». Καλώ το λαό, δηλαδή, για να συμμετάσχει σε ένα δρώμενο του δήμου. Η εκκλησία των νεότερων θρησκειών έρχεται και ταυτίζεται με τη συνάθροιση του δήμου, στην Αρχαία Ελλάδα. Όπως τότε προσπαθούσαν οι ρήτορες να πείσουν το λαό για αυτό που ήθελαν να αποφασιστεί, έτσι και τώρα ο λόγος της Εκκλησίας, ως θεσμός, λειτουργεί υποστηρικτικά στο λόγο της εξουσίας. Όμως, αν το δούμε λίγο πιο προσεχτικά, ορίζει το λόγο της εξουσία ως κατευθυντήρια γραμμή.

Από τα πρώτα χρόνια των μονοθεϊστικών θρησκειών  ο λόγος του ιερέα ήταν αυτός που όριζε τον πυρήνα του λόγου της εξουσίας. Η κάθε κυβέρνηση προσπαθούσε να εκτελέσει αυτή την ιδεολογική θέση. Αυτό είχε συμβεί για δύο λόγους.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΗ ΒΙΑ: ΟΙ ΛΟΓΟΙ

Ο πρώτος είναι ότι ο λαός ήταν, στην πλειοψηφία του, αγράμματος. Ήταν δύσκολο να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν στην εποχή του, πολύ περισσότερο τι πρόκειται να γίνει στο μέλλον. Εκείνη την εποχή η κοινωνία είχε αλλάξει πολύ. Στις τελευταίες δεκαετίες πριν τη γέννηση του Χριστού η ατομική ιδιοκτησία ήταν πολύ έντονη και ήταν ανάγκη να επιβληθούν νόμοι που θα την προστάτευαν. Οι δομές του κράτους ήταν φεουδαρχικές. Ο πιο εύκολος τρόπος για να επιβάλλει ένα νόμο ήταν ο μυθικός λόγος.

«Η Εκκλησία μαθαίνει τη βία: γινόταν

κτήμα του λαού, τότε γινόταν θεσμός, ο νόμος

πλέον καθόριζε την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. «

Μια παρόμοια διαδικασία βλέπουμε και στην Αρχαία Ελλάδα. Οι κοινωνικές συνθήκες επέβαλαν νόμους. Για να γίνει όμως αυτό κτήμα του λαού θα έπρεπε να περάσει στην αφήγησή του. Μια λαϊκή αφήγηση ή ένα θεατρικό έργο ανέπτυσσαν το νόημα του νόμου που ήθελαν να οριστεί. Όταν αυτό γινόταν κτήμα του λαού, τότε γινόταν θεσμός, ο νόμος πλέον καθόριζε την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Με τον ίδιο τρόπο η Εκκλησία των μονοθεϊστικών θρησκειών επέβαλε τους νόμους της φεουδαρχικής πλέον κοινωνίας, όπου ο Πατέρας είχε ηγετικό και θεσμικό ρόλο. Η Μητέρα ήταν στο περιθώριο. Να υπενθυμίσουμε ότι βλέπουμε αυτά τα δύο πρόσωπα με την αρχετυπική τους υπόσταση.

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τον προαναφερθέντα. Στις μονοθεϊστικές θρησκείες ο ρόλος του Πατέρα είναι καθοριστικός. Ορίζει πως θα γίνει η διαχείριση των πόρων της κοινωνίας. Η Μητέρα έχει πλέον εκτελεστικό ρόλο και θα πρέπει να υπακούει στον Πατέρα. Η θεσμική θέση του Πατέρα είναι πλέον ισχυρή. Πατέρας και ποιμένας είναι όροι που ταυτίζονται. Με αυτή την έννοια, το παιδί με το πρόβατο, ως έννοιες, επίσης ταυτίζονται. Άρα οι υποτελείς στον Πατέρα θα πρέπει να λειτουργούν όπως τα πρόβατα στο κριάρι και το βοσκό, ποιμένα: να υπακούουν στον οποιονδήποτε λόγο του χωρίς αντιρρήσεις.

Η Εκκλησία μαθαίνει τη βία

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΗ ΒΙΑ: ΜΕΙΟΝΕΚΤΙΚΗ ΘΕΣΗ

Αν διαβάσουμε τα θρησκευτικά βιβλία, αυτά που έχουν εγκριθεί από την Εκκλησία, όχι τα απόκρυφα, θα δούμε ότι αυτή η κατευθυντήρια γραμμή υπάρχει και είναι έκδηλη. Για να ακολουθεί ο πιστός το λόγο της επίσημης Εκκλησίας θα πρέπει να πειστεί ότι είναι σε μια θέση μειονεκτική. Φταίει και θα πρέπει να πληρώσει για τις αμαρτίες του μέχρι να γίνει χρηστός άνθρωπος. Αυτή η θέση μας θυμίζει αυτή του Πλάτωνα, ειδικά στον «Τίμαιο». Όμως στην αρχαιοελληνική θεώρηση οποιοσδήποτε μπορούσε να γίνει χρηστό μέλος της κοινωνίας, άξιο να λειτουργήσει σε αυτή, αν προσπαθούσε όσο ζούσε. Στη χριστιανική θεώρηση αυτό θα γινόταν στην Δεύτερη Παρουσία, όταν θα είχε πεθάνει. Ο μουσουλμανισμός υιοθέτησε αυτή την αντίληψη λίγο παραλλαγμένη.

Ο άνθρωπος, λοιπόν, έχει καταλάβει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να είναι άξιο, χρηστό, μέλος της κοινωνίας στην οποία ζει. Δεν μπορεί ποτέ να έχει τον χρησμό. Αυτοί που τον έχουν είναι τα μέλη του ιερατείου. Οι υπόλοιποι θα πρέπει απλά να υπακούουν. Αυτή η αντίληψη επεκτείνεται στον τρόπο που η εξουσία ασκείται. Αυτοί που ασκούν την εξουσία παίρνουν δύναμη από το ιερατείο, άρα από τον ίδιο το θεό. Κατά συνέπεια, αν κάποιος τους αμφισβητεί τότε είναι σα να μην πιστεύει στο θεό με όλη του τη δύναμη. Τότε είναι διπλά αμαρτωλός. Γίνεται αυτόματα περιθωριακός. Άρα θα πρέπει να ακολουθήσει τις εντολές της εξουσίας. Βέβαια, το ιερατείο είναι διορισμένο από τον ίδιο τον κυβερνητικό μηχανισμό.

«Η Εκκλησία μαθαίνει τη βία: δέχεται

και επιβάλλει ότι ο λόγος του Πατέρα,

ως αρχέτυπο, είναι νόμος.»

Η συνεργασία κυβέρνησης και Εκκλησίας είναι αρμονική σε γενικές γραμμές. Είναι πιο εύκολο πλέον να περάσουν οι νόμοι της κυβέρνησης. Αυτοί υπηρετούν τη λογική της ατομικής ιδιοκτησίας, του κεφαλαίου, τελικά. Είναι προφανές ότι είναι δύσκολη η αμφισβήτηση των νόμων αφού με αυτή τη νομοθεσία συμφωνεί η επίσημη Εκκλησία, άρα είναι θέλημα θεού. Με αυτό τον τρόπο κανονίζεται η αγορά αλλά και ο τρόπος επιβολής της κρατικής εξουσίας.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΗ ΒΙΑ: Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΩΣ ΒΙΑ

Η επιβολή σαν τέτοια είναι μια μορφή βίας. Επιπροσθέτως όταν αυτή δε δέχεται αντίρρηση, επειδή είναι θέλημα θεού, η βία είναι πιο έντονη. Αν, ακόμα, δεχτούμε ότι αυτή η επιβολή θέλει να μην αμφισβητείται, τότε αυτή η βία είναι προφανές ότι μεταφράζεται και σε σωματική. Αυτό θα γίνει όταν αμφισβητηθεί σε μια διαδήλωση ή σε μια διαμαρτυρία. Η σωματική βία υπάρχει πρώτα σαν ιδεολογική και μετά επεκτείνεται στο σωματικό και ψυχολογικό τομέα.

Η ευθύνη της Εκκλησίας είναι μεγάλη. Ο δογματισμός της ξεκινά από το άσχημο γεγονός, αυτό της υπηρεσίας σε ένα κράτος που θέλει να καταπιέζει τους πολίτες του για να βγάζει κέρδος. Εξάλλου ο δογματισμός είναι από μόνος του μια δυσχερή διαδικασία για τον άνθρωπο. Θα πρέπει να δεχτεί οπωσδήποτε αυτή την άποψη αν θέλει να είναι αναγνωρίσιμο μέλος σε αυτή την κοινότητα. Αν όχι θα ανήκει στο περιθώριο και, μέχρι να συμμορφωθεί, θα είναι αποκλεισμένος από πολλά πράγματα που για τους άλλους είναι προφανή.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΗ ΒΙΑ: Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ

Το χειρότερο από όλα είναι ότι η Εκκλησία δέχεται και επιβάλλει ότι ο λόγος του Πατέρα, ως αρχέτυπο, είναι νόμος. Δε δέχεται αμφισβήτηση. Άρα το αγόρι ή ο άντρας ξέρει ότι ο λόγος του έχει αξία, μάλιστα μεγαλύτερη από αυτή της γυναίκας. Το ότι αμφισβητείται από αυτή αυτό σημαίνει ότι αυτή δε δέχεται την αυθεντία του Πατέρα. Αυτή η ανατροπή θα πρέπει να σταματήσει. Προσπαθεί να τη νουθετήσει. Όταν δεν τα καταφέρνει τότε έρχεται ο εκνευρισμός, αυξάνεται η νεύρωση και η υστερία του, μερικές φορές, οδηγεί σε σωματικά βίαιες πράξεις. Οι φόνοι των γυναικών είναι ένα ακραίο φαινόμενο, αλλά, όσο περνάει ο καιρός, είναι πιο σύνηθες. 

Αυτή η βία είναι εύκολο να δούμε ότι έχει ρίζες στην πατριαρχική κοινωνία έτσι όπως η Εκκλησία την έχει σχεδιάσει. Δεν είναι μόνο αυτή υπεύθυνη. Θα δούμε στη συνέχεια τους άλλους θεσμούς που διαμορφώνουν το βίαιο χαρακτήρα. Η συνυπευθυνότητα θα μας οδηγήσει σε μια ολοκληρωμένη εικόνα της βίας στη σημερινή κοινωνία. Ειδικά όπως τη βιώνουν οι γυναίκες σήμερα.

 

Δείτε τα βίντεο που έχουμε ετοιμάσει

Ευρετήριο άρθρων

 



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved