ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Το τραύμα είναι ένα από τα κύρια ζητούμενα της ψυχολογίας, αυτό μαζί με το θέμα της απόλαυσης, το φόβο του θανάτου και του ευνουχισμού όπως και το θέμα της λίμπιντο καλύπτουν το εύρος των ψυχολογικών ερευνών της κλασικής σχολής της ψυχανάλυσης. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τα θέματα των μύθων, των αρχέτυπων, του ασυνείδητου, των διπολικών σχέσεων και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων έχουμε ένα πλήρες φάσμα της ανάλυσης που θα επιχειρήσει ένας ψυχολόγος. Το θέμα που θα αναλύσουμε εδώ είναι το τραύμα που προκαλείται από βίαιες ψυχολογικές πράξεις σε περιπτώσεις πολέμου ή ένοπλων συγκρούσεων και σε αυτές του εγκλεισμού.

Αυτό που θα εξετάσουμε κυρίως σε πρώτη φάση είναι η βία σε αντιδιαστολή με την ειρήνη και την ειρηνική συνύπαρξη. Σε δεύτερη φάση θα αναλύσουμε τα παράπλευρα στοιχεία που δυναμώνουν ή αποδυναμώνουν την ψυχολογική ένταση, σε αυτή την περίπτωση. Τελικά θα μπορέσουμε να διακρίνουμε τις πιθανές περιπτώσεις και να τις αναλύσουμε. Θα εστιάσουμε στην ιστορική περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής Κατοχής.

Η ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΣΤΙΚΤΟ;

Η βία δεν απασχόλησε τόσο πολύ τις ψυχαναλυτικές θεωρίες απ’τις πρώτες θεωρητικές και κλινικές αναζητήσεις του Freud. Το 1920 ο πατέρας της ψυχαναλυτικής θεωρίας κάνει σημαντική στροφή και βλέπει ότι το πάθος της καταστροφής, το ένστικτο του θανάτου, είναι ισοδύναμο με το πάθος της αγάπης, ένστικτο της ζωής και σεξουαλικότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 θα βρούμε αρκετές θεωρητικές αναζητήσεις πάνω σε αυτό το θέμα εξαιτίας του φόβου για τη βία και τον πόλεμο. Η θεωρία του νεοενστικτωδισμού αναπτύσσεται, τόσο με τις θεωρήσεις του KonradLorenz όσο και του RobertArdrey, και καταλήγει στη θέση ότι η επιθετική συμπεριφορά του ανθρώπου, όπως εκδηλώνεται στον πόλεμο, στο έγκλημα, στις προσωπικές φιλονικίες καθώς και σε όλα τα είδη της καταστροφικής ή της σαδιστικής συμπεριφοράς οφείλεται σε ένα φυλογενετικά προγραμματισμένο, εγγενές ένστικτο που γυρεύει εκτόνωση και περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να εκτονωθεί.

Αυτή η θεωρία μας δίνει ένα εύκολο και απλό τρόπο για να φτάσουμε στη συμφιλίωση με το φόβο και δίνει λογική εξήγηση στην αδυναμία όσον αφορά σε αυτό το αίσθημα. Αυτό που απουσιάζει είναι η ανάλυση στο κοινωνικό σύστημα και στις παραμέτρους της ψυχολογίας που σχετίζονται με αυτό. Μπορούμε να  διακρίνουμε δύο εντελώς διαφορετικά είδη επιθετικότητας. Το πρώτο είναι η αμυντική, αυτή είναι κοινή σε όλα τα ζώα, είναι μία φυλογενετικά προγραμματισμένη παρόρμηση να επιτεθεί ή να τραπεί σε φυγή, όταν απειλούνται ζωτικά του συμφέροντα, θα λέγαμε ότι είναι η καλοήθης επιθετικότητα. Το δεύτερο είναι η καταστροφικότητα και η σκληρότητα, η οποία βρίσκεται μόνο στο ανθρώπινο είδος, θα τη λέγαμε κακοήθη επιθετικότητα, δεν είναι φυλογενετικά προγραμματισμένη ούτε βιολογικά προσαρμόσιμη, δεν έχει συγκεκριμένο σκοπό και η ικανοποίησή της είναι ακόλαστη (Φρομ 1977 σ.σ. 23-28). Αυτή η καταστροφική επιθετικότητα μας ενδιαφέρει σε αυτή τη μελέτη.

Για να ξεκινήσουμε τη μελέτη μας θα πρέπει να αναφέρουμε τη νέα θεώρηση του Freud που ξεπερνά τη θεωρία των ενστικτωδιστών και βάζει τη δική του θεωρία της ψυχανάλυσης σε ένα νέο δρόμο. Ξεκινώντας από συλλογισμούς σχετικά με την αρχή της ζωής και από βιολογικούς παραλληλισμούς, έβγαλε το συμπέρασμα ότι εκτός απ’το ένστικτο για τη συντήρηση της ανθρώπινης ύπαρξης πρέπει να υπάρχει και ένα άλλο, αντίθετο ένστικτο, που προσπαθεί να διαλύσει αυτές τις ενότητες και να τις επαναφέρει στην πρωτόγονη, ανόργανη κατάστασή τους, κοντά στον έρωτα υπάρχει και το ένστικτο του θανάτου. Έτσι το 1923, με το «Εγώ και το Id», αλλάζει ριζικά ο τρόπος που βλέπουμε τα βασικά ένστικτα του ανθρώπου και μπαίνουμε στη λογική των αντίρροπων δυνάμεων. Θα πρέπει όμως να προσέξουμε επειδή ανάμεσα στους δύο πόλους, έρωτας και θάνατος, υπάρχουν τάσεις και ορμές που δε συνυπάρχουν στην πραγματικότητα.

Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ «ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ»

Για να μιλήσουμε για την πραγματικότητα και για την αναπαράστασή της στην εκφορά του λόγου θα πρέπει να ορίσουμε τι ακριβώς είναι αυτή. Ο λόγος, ως νοητική και ψυχωτική διαδικασία έχει να κάνει με τρεις παραμέτρους, το πραγματικό, το φαντασιακό και το συμβολικό, αυτές είναι οι συνιστώσες που προσδιορίζουν με σχετική ακρίβεια αυτό που εμείς λέμε ότι είναι «πραγματικότητα». Το συμβολικό έχει να κάνει με το αναφερόμενο, το σημαίνον, μίας οντότητας, άρα ένα αντικείμενο ή μία αξία μπορεί να έχει παραπάνω από μία αποτιμήσεις, οι οποίες αλλάζουν και στον ίδιο τον άνθρωπο. Το φαντασιακό είναι αυτό το αποτέλεσμα της αίσθησής μας για το προς εξέταση θέμα. Το πραγματικό υπάρχει ως τέτοιο μέσα στην κοινωνία. Είναι αυτονόητο όμως ότι εκλαμβάνεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους απ’τον ίδιο άνθρωπο, σε συνάρτηση με τις αλλαγές του ψυχικού του κόσμου. Το να εκλάβω ένα αντικείμενο ως τέτοιο είναι μία νοητική και ψυχική διαδικασία που διαλεκτικά αλλάζει κάθε στιγμή.

Αυτό που δε γίνεται δεκτό στη συμβολική τάξη, ξεπροβάλλει στο πραγματικό. Στο ψευδαισθητικό φαινόμενο, η κυριότερη παράμετρος της «πραγματικότητας», η προέλευση του νευρωτικού απωθημένου δεν τοποθετείται σε ίδιο επίπεδο ιστορίας μέσα στο συμβολικό, όπως η προέλευση του απωθημένου που υπεισέρχεται στην ψύχωση, έστω και αν τα περιεχόμενα σχετίζονται στενότατα. Το υποκείμενο μιλά κυριολεκτικά με το εγώ του και είναι σαν κάποιος τρίτος, το διπλότυπο του εγώ, να μιλά και να σχολιάζει τη δραστηριότητά του. Έχουμε λοιπόν τις τέσσερις έδρες ενός τετραγώνου: το υποκείμενο (S), ο Άλλος (Α), το εγώ (α) και ο άλλος (α΄). Θα μιλήσουμε για τη διακοπή του πλήρους λόγου, μεταξύ του υποκειμένου και του Άλλου, και την παράκαμψη που κάνει απ’τα δύο εγώ, α και α΄, και τις φαντασιακές τους σχέσεις. Επισημαίνουμε μία τριαδικότητα στο υποκείμενο η οποία αντιστοιχεί στο γεγονός ότι το εγώ του υποκειμένου μιλά κανονικά σε ένα άλλο και μιλά για το υποκείμενο S σε τρίτο πρόσωπο. Παραφράζοντας τον Αριστοτέλη μπορούμε να πούμε ότι το υποκείμενο ομιλείται με το εγώ του. Η ομιλία μεταξύ του α και του α΄ είναι η φαντασιακή σχέση του λόγου και η ομιλία μεταξύ του Α και του S είναι η ασυνείδητη σχέση του λόγου (Λακάν 2005 σ.σ. 25-29). Είναι προφανές λοιπόν ότι ο καθένας δημιουργεί τόσες εκφάνσεις της πραγματικότητας όσες είναι οι διαφορετικές μορφές του ψυχικού κόσμου του κάθε ανθρώπου, η πραγματικότητα λοιπόν δεν είναι μία ούτε μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια.

Μέσα σε αυτή τη διαδικασία και δίπλα απ’το σύμβολο υπάρχει το μυθικό στοιχείο. Ξέρουμε επίσης ότι η φαντασίωση είναι μία απ’τις πρώτες ύλες του ονείρου. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, πως το μυθικό στοιχείο μπαίνει μέσα στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου και, τελικά, στην εκφορά του λόγου του; Οι συνειδητές φαντασιώσεις μας περιγράφουν μυθικά ή άλλα θέματα των μη ανεπτυγμένων ή μη αναγνωρίσιμων πλέον τάσεων επιθυμίας στην ψυχή (Jung 2010 σ.σ. 87-100). Μία έμφυτη τάση, μία αναγνώριση την οποία κάποιος αρνείται να πραγματοποιήσει και την οποία αντιμετωπίζει ως ανύπαρκτη, δεν μπορεί να περιέχει κάποιο θέμα που είναι πιθανόν να συμφωνεί με το συνειδητό μας χαρακτήρα. Οι μύθοι μπορεί να αναγνωριστούν ως οικείες ονειρικές εικόνες ή ως μαζικό όνειρο των ανθρώπων, κατά διάφορους ψυχαναλυτές1.

Απ’την παιδική κιόλας ηλικία το μυθικό στοιχείο μεταλλάσσεται από φαντασίωση σε πραγματικότητα και αποκτά ιστορική σημασία. Στους ενήλικες αυτά τα στοιχεία μπαίνουν συνειρμικά ή αναλογικά στα όνειρα2 (Young2010, σ.σ. 89-90). Μία απόδειξη αυτών των απόψεων, η οποία δεν βασίζεται στην κλινική ψυχανάλυση, έρχεται απ’τη εργασία των εθνολόγων και ανθρωπολόγων, ειδικά του LeviStrauss, όπου θα βρούμε ανθρωπολογικές παρατηρήσεις τόσο σε φυλές αγρίων, στο 19ο αιώνα, αλλά και από αρχαιολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες σε ευρήματα σε διάφορες περιοχές, το μυθικό στοιχείο επηρεάζει τόσο την καθημερινή ζωή του ανθρώπου όσο και την καλλιτεχνική του δραστηριότητα.

Μπορούμε πλέον να μελετήσουμε την εκφορά του λόγου, τον ψυχικό κόσμο και τις ενέργειες του, οι οποίες είναι αποτέλεσμα αυτού του ψυχισμού, του ανθρώπου που ζει στην Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα στη Γερμανία. Η μελέτη αυτή θα πρέπει να συγκριθεί με τα ιστορικά δεδομένα, όσον αφορά στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις σχέσεις με τους πολίτες στην κατεχόμενη Ελλάδα. Θα ερευνήσουμε τα πιθανά δίπολα που αναπτύχθηκαν αυτή την περίοδο. Θα ερευνήσουμε το ψυχολογικό τραύμα και τους τρόπους που αυτό επουλώνεται, ειδικά με την τέχνη, όσο αυτό είναι κατορθωτό.

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

«Φτάνει να εξοργίζεσαι για τιποτένια πράγματα». Αυτή η διαπίστωση έρχεται στο στόμα πολλών ανθρώπων, ιστορικών, πολιτικών, κοινωνιολόγων, οικονομολόγων και ψυχολόγων ή, ακόμα, και σε αυτούς που δεν έχουν ασχοληθεί σε θεωρητικό ή ερευνητικό επίπεδο με το θέμα του πολέμου, μετά απ’το τέλος μίας μεγάλης ή μικρής πολεμικής σύρραξης. Είναι όμως έτσι; Είναι όντως τιποτένια πράγματα; Μήπως έχουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, μπορεί να είναι ένας σπόρος που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά;

Φαίνεται ότι όλα έχουν γίνει για αυτό που λέμε «εθνική τιμή». Αυτή είναι η κορυφή απ’την οποία θα πρέπει να ξεκινήσουμε για να φτάσουμε στη βάση της πυραμίδας, όπου το πρόβλημα θα μας παρουσιαστεί χωρίς ωραιοποιήσεις. Το πρώτο που βλέπουμε είναι η έλλειψη πληροφόρησης του λαού, ακολουθούν η απομόνωση του ατόμου στην κοινωνία που αισθάνεται ότι απειλείται, η απαγόρευση της ενότητας των ατόμων που αισθάνονται μία απειλή, η συγκρότηση μίας εθνικής ομάδας, η απειλή της, η οποία μεταλλάσσεται σε ατομική, η απώλεια της ελευθερίας της σκέψης, η αυταρχική διακυβέρνηση, σε επίπεδο βιολογικό ή ιδεολογικό ή και τα δύο, η οποία, όταν εδραιωθεί, θα είναι άχρηστη στο μέλλον και θα μεταλλαχθεί σε αυταρχικό καταναγκασμό. Όλα δείχνουν πως σε περίπτωση πολέμου η αυταρχική ηγεσία είναι τόσο πιο περιττή όσο εκδηλώνεται μία ικανότητα να αντιληφθούμε την κλίση που χαρακτηρίζει την επίθεση. Το εγώ, ικανό έτσι να εναρμονιστεί με τον εαυτό του, δε ζυμώνεται τόσο εύκολα όσο ένα εγώ κατευθυνόμενο μέσα από μία εξωτερική εξουσία και ένα άγχος εσωτερικής τιμωρίας απέναντι στο υπερεγώ (Μίτσερλιχ 1970 σ.σ. 27-28).

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε μία ασυνείδητη ορμή στο άτομο που καταλήγει στη λυτρωτική ύφεση. Θα δούμε μετά την ύπαρξη του τραύματος, στην περίπτωση των στρατιωτών, που είναι ασαφές στον προσδιορισμό του, το οποίο αναφέρεται σε κάποιο ιδεολογικό υπόβαθρο, στις περισσότερες περιπτώσεις στην ιδέα της ανώτερης φυλής. Τελικά θα δούμε το θύμα σαν κάτι τιποτένιο για να χρειαστεί πολύ λιγότερη ενέργεια για να λειτουργήσει ο μηχανισμός της απώθησης των ενεργειών που είναι επιβλαβείς για την ηθική μας. Ο άνθρωπος κάνει μία βίαιη ενέργεια που θα είναι τραυματική, δεν ξέρουμε ακόμα για ποιον, έχοντας στο μυαλό του την ιδεολογία του εποικοδομήματος, σύμφωνα με τη σχολή της Φραγκφούρτης, που του υπαγορεύει ότι αυτή η πράξη είναι ηθικά σωστή. Καταλήγουμε ξανά στην ταύτιση του έρωτα με το θάνατο, σύμφωνα με το Freud, άρα θα δούμε τη βία σα μία πράξη που φέρνει ηδονή και πνευματική ολοκλήρωση, υπηρετώντας όλες τις νευρώσεις του ατόμου, καθαρίζοντάς τον ψυχικά με τη διαδικασία της εκφοράς του λόγου, κατά το Λακάν, όπως έχουμε προαναφέρει.

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ

Δε θα πρέπει να μείνουμε σε μία θεώρηση του ατόμου, ιδωμένου ως ένα μόριο της κοινωνίας, ανεξάρτητο και αυτεξούσιο. Θα πρέπει να δούμε και την επιβολή του κοινωνικού, ως κυρίαρχη ιδεολογία που αλλάζει διαλεκτικά μέσα στην ιστορία παίρνοντας άλλες μορφές, κρατώντας όμως, συνήθως, τον ίδιο πυρήνα. Η κυριαρχία ασκείται παντού όπου οι σκοποί και οι στόχοι του ατόμου, καθώς και οι τρόποι να τους επιδιώξει και να τους πετύχει, του είναι υπαγορευμένοι εξυπαρχής και σαν εξυπαρχής υπαγορευμένους τους αντιλαμβάνεται και τους εκτελεί το άτομο.

Έχουμε λοιπόν μία μορφή κυριαρχίας που μπορεί να ερμηνευτεί, σύμφωνα με τις βασικές αρχές της ψυχανάλυσης, ως εντολές στις ορμές, το υπερεγώ αποδέχεται εντός του τα αυταρχικά πρότυπα, αυτό του πατέρα ή της μητέρας και όσα ακολουθούν, μετατρέπει τις εντολές και τις απαγορεύσεις τους σε δικούς του νόμους, για να γίνουν τελικά ατομική συνείδηση. Φτάνουμε σε ένα είδος αυτονομίας στην οποία η ελευθερία δεν υπάρχει πουθενά. Όλα είναι υπαγορευμένα απ’τα πριν στο άτομο.

Σε αυτή τη μορφή του χαρακτήρα μπορούμε να δούμε τη διαδικασία του ορισμού της ελευθερίας, ξεκινώντας από εκεί όπου αυτή δεν υπάρχει. Η ελευθερία θα επιβάλλει τη δική της κυριαρχία όπου θα υπάρχει η ελάχιστη δυνατή δυσφορία και παραίτηση. Καταλαβαίνουμε ότι τα μέσα επιβολής είναι στο επίπεδο του κοινωνικού συνόλου, άρα θα έχουμε πολιτιστικές αξίες που είτε θα είναι προσανατολισμένες προς την ελευθερία, οπότε θα συνυπάρχει και η ευτυχία, άρα μη καταπιεσμένες ορμές, είτε θα είναι περιοριστικές έτσι ώστε να διαχωρίζονται οι κοινωνικές και οι ατομικές ανάγκες, τότε μιλάμε για ένα κυριαρχικό πολιτισμό. Η δεύτερη περίπτωση είναι ο κανόνας μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία (Μαρκούζε 1971 σ.σ. 8-11).

Οι μορφές και τα κέντρα της κυριαρχίας αλλάζουν συνέχεια είτε για να γίνει η μορφή κυριαρχίας τους καλύτερη είτε για να αλλάξουν τα πρόσωπα και η επιβολή στο άτομο να είναι αποδεκτή, με την ελπίδα της προσέγγισης προς την ευτυχία, είτε για να ακολουθήσουν τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως θα πρέπει ο λόγος προς το άτομο, χωριστά, και προς την κοινωνία, μαζικά, να βασίζεται σε κάτι γνωστό που αυτό είναι ο λόγος του μύθου που είναι αρχέγονος και, κατά συνέπεια, αναμφισβήτητης εγκυρότητας. Ο λόγος της εξουσίας γίνεται πλέον οικουμενικός μέχρι να αρχίζει να ξεπερνιέται και να ανατραπεί εγκαθιδρύοντας έναν άλλο λόγο με παράλληλη δομή.

Το μεγάλο ζητούμενο για το άτομο είναι η ευτυχία η οποία θα έρθει μέσα απ’τις πολιτιστικές αξίες. Αυτή η διαδικασία ξεκινά  απ’το χώρο όπου δεν υπάρχει ελευθερία για να εγγραφεί ως κοινωνικά προσδιορισμένο αγαθό. Βρίσκουμε ξανά το δίπολο έρωτας-θάνατος και τις τάσεις και αντιτάσεις που υπάρχουν σε αυτό. Το ορμέφυτο του θανάτου μας οδηγεί στην επιστροφή στην προγενετική κατάσταση, στον εκμηδενισμό της ζωής, τελικά στην επανέναρξη αυτής της διαδικασίας.

Είναι φανερό ότι έχουμε έναν αδιάκοπο αγώνα τριών βασικών δυνάμεων: του έρωτα, του θανάτου και του εξωτερικού κόσμου. Σε αυτές τις δυνάμεις ανταποκρίνονται τρία βασικά αξιώματα, σύμφωνα με τη θεωρία του Freud, τα οποία προσδιορίζουν τις λειτουργίες του ανθρώπινου ψυχισμού, το αξίωμα της ηδονής, το αξίωμα της νιρβάνα και το αξίωμα της πραγματικότητας. Το αξίωμα της ηδονής συνηγορεί για την ανεμπόδιστη ανάπτυξη των ορμών της ζωής. Το αξίωμα της νιρβάνα μας επιστρέφει στο μητρικό κόλπο, στην ανώδυνη προγενετική κατάσταση. Τέλος το αξίωμα της πραγματικότητας μιλά για τις συνολικές μετατροπές που επιβάλλει ο έξω κόσμος, ο εκτός της μήτρας, στις ορμές εκείνες, όπως είναι η αναπαραγωγή του λόγου που ταυτίζεται με την ίδια την πραγματικότητα (Μαρκούζε 1971 σ.σ. 16-17).

Μπορούμε να φτάσουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα. Η ανεμπόδιστη ορμή του ανθρώπου δείχνει το δρόμο προς την ελευθερία και την ευτυχία. Η επιστροφή στο μητρικό κόλπο είναι η θέση της απόλυτης ασφάλειας. Αυτά τα δύο δεν υπάρχουν στον έξω κόσμο, σε αυτόν εκτός του μητρικού κόλπου, άρα έχουμε την εμφάνιση του τραύματος με την έννοια της απουσίας των δύο πρώτων ηδονικών και ασφαλών καταστάσεων όταν ερχόμαστε σε επαφή με την πραγματικότητα. Αυτή η έλλειψη μας αναγκάζει να αναζητήσουμε τα δύο πρώτα αξιώματα και την αναπαραγωγή του λόγου. Μένει πλέον να προσδιορίσουμε το τραύμα σε πολεμικές καταστάσεις και σε εγκλεισμούς, ανάλογα με τα ζεύγη των δρώντων προσώπων.

ΤΑ ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τα δομικά στοιχεία του φασισμού, απ’την ψυχολογική πλευρά, εξέτασε με τον πλέον διεξοδικό τρόπο ο Βίλχελμ Ράιχ. Εξετάζεται με τον πιο διεξοδικό τρόπο η προετοιμασία της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία και η μεταλλαγή αυτού του κόμματος, όταν την κατέλαβε, σε καθαρά φασιστικό. Να σημειώσουμε ότι ο όρος φασισμός δηλώνει ένα καθεστώς που έχει δημιουργηθεί από ένα κόμμα που έχει κάνει κυβέρνηση με τους ψήφους των πολιτών και ασκεί ολοκληρωτική διακυβέρνηση. Οι διακηρύξεις και τα πιστεύω του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ήταν πολύ διαφορετικές από τις αποφάσεις που πήρε η κυβέρνησή του όταν ανέλαβε την εξουσία.

Για να φτάσουμε στον πυρήνα του θέματος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι αν η ιδεολογική δομή στις κυριαρχούμενες μάζες συμπίπτει με την οικονομική τους κατάσταση ή αν διαφέρει επειδή η ιδεολογία της πλειοψηφίας των καταδυναστευομένων είναι αντίθετη με την οικονομική τους κατάσταση, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας, τότε η απάντηση στο δίλημμα οπισθοδρόμηση στη βαρβαρότητα ή άνοδος στο σοσιαλισμό θα πρέπει να εξεταστεί διαφορετικά. Αυτός ο διαφορετικός τρόπος, που προτείνει ο Ράιχ, συμπληρώνει το μαρξιστικό συλλογισμό και φτάνει στη γενετήσια θεωρία, έτσι όπως εκφράστηκε απ’τον Φρόιντ και έτσι όπως εφαρμόστηκε απ’το Ράιχ πριν την άνοδο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Γερμανία.

Το βασικό σημείο παραμένει ότι η ιδεολογία είναι ιστορική δύναμη, η εξέλιξη της οικονομίας εξαρτάται απ’την ιδεολογία, μία οξεία οικονομική κρίση μπορεί να οδηγήσει στη βαρβαρότητα. Το ερώτημα είναι πως η συνείδηση επιδρά πάνω στην οικονομική διαδικασία. Η ανάλυση του χαρακτήρα που προτείνει ο Ράιχ αποκαλύπτει τη διαδικασία μέσα στη ζωή του ανθρώπου που καθορίζεται απ’τις συνθήκες του βίου του.

Όταν μία ιδεολογία γίνεται υλική δύναμη, μόλις πιάσει ρίζα στις μάζες, θα πρέπει να αναρωτηθούμε: Με ποιο τρόπο γίνεται αυτό; Πως είναι δυνατό να επενεργεί υλικά ένα ιδεολογικό δεδομένο, δηλαδή μία θεωρία πως μπορεί να αναστατώνει την ιστορία; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στο ζήτημα της αντιδραστικής ομαδικής ψυχολογίας, δηλαδή της εξόντωσης της «ψύχωσης Χίτλερ». Η ιδεολογία κάθε κοινωνικού σχήματος δεν αντικαθρεφτίζει απλώς την οικονομική πρόταση αυτής της κοινωνίας, αλλά έχει και μία άλλη λειτουργία: να ριζώσει τη διαδικασία αυτή στην ψυχική δομή των ανθρώπων. Οι άνθρωποι υποτάσσονται στις συνθήκες του βίου τους με  δύο τρόπους: απευθείας με την άμεση επίδραση της οικονομικής και κοινωνικής τους κατάστασης και, έμμεσα, χάρη στην ιδεολογική διάρθρωση της κοινωνίας. Επομένως δημιουργείται μέσα στην ψυχική δομή των ανθρώπων μία αντίφαση ανάμεσα στην επίδραση που ασκεί στη ζωή τους η υλική τους κατάσταση αφενός και η ιδεολογική διάρθρωση της κοινωνίας αφετέρου (Ράιχ 1974 σ.σ. 47-57)3.

Βλέπουμε λοιπόν το μηχανισμό της μετατροπής της γερμανικής κοινωνίας, της ιδεολογικής ήττας του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος και τη στροφή της γερμανικής μικροαστικής και μεσοαστικής τάξης της κοινωνίας αυτής προς τις ιδεολογικές γραμμές του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP) και, κατ’επέκταση, του φανατισμού των Γερμανών στα ναζιστικά ιδεώδη. Η αφηγηματική βάση για να οικοδομηθεί αυτό το ιδεολογικό εποικοδόμημα ήταν η γερμανική μυθολογία και η σύζευξή της με την ινδική μυθολογία και παράδοση για να φτάσουμε σε αυτό που θα ονομαστεί άρια φυλή. Η προϋπόθεση όμως για να ριζώσουν όλα αυτά είναι οι δομές της αυταρχικής γερμανικής οικογένειας, οι οποίες εξηγούνται με την ανάλυση του Ράιχ (Ράιχ 1974 σ.σ. 150-161), τις οποίες θα μπορούσαμε να τις συνοψίσουμε στις συντηρητικές δομές που προτείνει η θρησκεία (Φρομ 1974 σ.σ. 33-75), και που τις βλέπουμε μέσα στην οικογένεια στις καθημερινές ασχολίες και κυρίως στις γενετήσιες ορμές, τις οποίες ο ίδιος ο Ράιχ προσπάθησε να τις θεραπεύσει, με τη βοήθεια του κομμουνιστικού κόμματος, εφαρμόζοντας τη σεξουαλική πολιτική σε πολλά κέντρα στη Γερμανία και στην Αυστρία, μέχρι να φανεί ότι αυτή η πολιτική είναι επικίνδυνη για το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα, να έρθει η διαγραφή του από αυτό και να αρχίσει πρώτα η πολιτική και κατόπιν και η επιστημονική απομόνωσή του4.

Θα ολοκληρώσουμε αυτό το τμήμα της ανάλυσης με το συμβολισμό του αγκυλωτού σταυρού. Η επαναστατική φρασεολογία του εθνικοσοσιαλισμού ήταν ο αποφασιστικός συντελεστής του προσεταιρισμού των μαζών. Οι περισσότεροι αρνιόντουσαν ότι ο Χίτλερ εκπροσωπούσε το κεφάλαιο. Οι μάζες απ’τη σοσιαλδημοκρατία και τα φιλελεύθερα κόμματα του κέντρου πήγαν στον εθνικοσοσιαλισμό γιατί ήταν επαναστατημένες μάζες που δεν είχαν ξεκαθαρίσει τις πολιτικές τους απόψεις ή ήταν απολίτικες. Όσοι έφυγαν απ’το κομμουνιστικό κόμμα ήταν κατά μέγα μέρος επαναστάτες που είτε δεν μπορούσαν να καταλάβουν πολλά απ’τα αντιφατικά συνθήματα του κόμματος είτε που είχαν εντυπωσιαστεί απ’τον εξωτερικό τύπου του χιτλερικού κόμματος, το στρατιωτικό του χαρακτήρα, τις δυναμικές του εκδηλώσεις.

Η σημαία ήταν για το Χίτλερ: «Σαν εθνικοσοσιαλιστές βλέπουμε στη σημαία μας το πρόγραμμά μας. Στο κόκκινο βλέπουμε την κοινωνική ιδέα του κινήματός μας, στο λευκό την εθνική ιδέα, στον αγκυλωτό σταυρό την αποστολή του αγώνα για τη νίκη του Άριου ανθρώπου και συγχρόνως μαζί με αυτόν την ιδέα της δημιουργικής εργασίας που υπήρξε πάντοτε αντισημιτική και θα είναι αιώνια αντισημιτική», όπως αναφέρει ο ίδιος ο Χίτλερ στο βιβλίο του «Ο αγώνας μου» (σελ. 557). Ο αγκυλωτός σταυρός είναι πανάρχαιο σύμβολο, μοιάζει με τον ελληνικό μαίανδρο, βρέθηκε στους σημιτικούς λαούς, στα ερείπια της συναγωγής στο Εντ-Ντίκκε, βρίσκεται συχνά με ένα ρόμβο που είναι το σύμβολο του αρσενικού, ο Περξ Γκάρντνερ  το βρήκε στους Έλληνες με την ονομασία «Ημέρα», σαν ηλιακό σύμβολο, που σημαίνει πάλι το αρσενικό στοιχείο, ο Λέβενταλ τον περιγράφει στο κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης της Μαρίας του Λιβαδιού στο Σεστ, στολισμένο με μήτρα και διπλό σταυρό, υπάρχει φυσικά η ινδική σβάστικα, πανάρχαιο διακοσμητικό σχέδιο, ερμηνευόμενο γενικά σαν ηλιακό σύμβολο κ.ο.κ.

Ο Ράιχ δίνει τη δική του ερμηνεία: Η καρπερότητα παρουσιάζεται σαν ερωτική συνουσία της μητέρας Γης με τον πατέρα Θεό. Ο Ζελένιν αναφέρει ότι οι λεξικογράφοι της αρχαίας ινδικής ονομάζουν σβάστικα τόσο τον κόκορα όσο και το φιλήδονο, πράγμα που μαρτυρεί την αφροδισιακή σημασία της λέξης. Αν ξαναπαρατηρήσουμε τώρα προσεχτικά τους αγκυλωτούς σταυρούς θα δούμε ότι παριστάνουν δύο σφιχταγκαλιασμένες ανθρώπινες μορφές, σχηματικά βέβαια, αλλά ευδιάκριτα. Ο ένας παριστάνει τη γενετήσια συνεύρεση σε ξαπλωτή στάση, ο άλλος σε όρθια. Ο αγκυλωτός σταυρός άρα συμβολίζει μία βασική λειτουργία της ζωής. Προκαλεί ζωηρό ερεθισμό σε μύχια στρώματα του οργανισμού και ο ερεθισμός αυτός δυναμώνει όσο πιο ανευχαρίστητο και ερωτικά πεινασμένο είναι το άτομο. Όταν το σύμβολο γίνει επιπλέον και εικόνα πίστης και τιμής, τότε ανταποκρίνεται και στις αμυντικές τάσεις του ηθικολόγου Εγώ και γίνεται πιο ευκολοπρόσδεκτο. Το άτομο, στο ασυνείδητό του προσκολλάται πιο εύκολα (Ράιχ 1974 σ.σ. 144-149).

Είναι πλέον κατανοητό κατ’αρχήν η οικειοποίηση ενός πανάρχαιου συμβόλου με ένα νέο περιεχόμενο, οι έννοιες του που υπονοούνται και, στο ασυνείδητο πλέον, δημιουργούν μία παράμετρο αυτού του ιδεολογικού κατασκευάσματος που θα ονομαστεί άρια φυλή, για να ιδεολογικοποιηθεί και να γίνει η σημαία της ναζιστικής ιδεολογίας. Αυτό το μυθικό στοιχείο χάνει το αρχικό νόημά του και μεταλλάσσεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό και ιδεολογικά σαθρό.

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Η γερμανική μυθολογία είναι άμεση συνέχεια της σκανδιναβικής μυθολογίας. Ο όρος σκανδιναβική μυθολογία, ή μυθολογία των Βίκινγκ, συνδέεται με την προχριστιανική θρησκεία, τους μύθους, τις πίστεις και δοξασίες των Σκανδιναβών και περιλαμβάνει εκείνες τις φυλές που εγκαταστάθηκαν στην Ισλανδία, όπου συγκεντρώθηκαν οι γραπτές πηγές για το μυθολογικό υλικό. Είναι η γνωστότερη εκδοχή της αρχαιότερης κοινής γερμανικής μυθολογίας η οποία περιλαμβάνει επίσης τη σχετική αγγλοσαξονική μυθολογία. Η γερμανική μυθολογία με τη σειρά της αναπτύχθηκε από μία αρχαιότερη ινδοευρωπαϊκή θρησκεία με ανάλογο μυθολογικό υλικό.

Η σκανδιναβική μυθολογία είναι μια συλλογή πίστεων και μύθων που τις μοιράζονταν από κοινού οι βόρειες γερμανικές φυλές και όχι κάποια αποκαλυπτική θρησκεία, από την άποψη ότι δεν υπάρχει κάποιος ισχυρισμός θεοπνευστίας στα ιερά τους κείμενα. Το μυθολογικό υλικό μεταβιβαζόταν προφορικά στο μεγαλύτερο τμήμα της εποχής των Βίκινγκ. Η γνώση μας για αυτή την περίοδο βασίζεται κυρίως στις Έντα και άλλα μεσαιωνικά κείμενα γραμμένα μετά τον εκχριστιανισμό των βόρειων λαών.

Στη σκανδιναβική παράδοση οι αρχαίες πίστεις διατηρήθηκαν επί μακρόν στις μη αστικές περιοχές, όπου ορισμένες παραδόσεις επιβιώνουν ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στο νεοπαγανιστικό κίνημα Άσατρου και στον Οντινισμό. Στα βόρεια πλάτη η σκανδιναβική μυθολογία είναι σημαντικός παράγων λογοτεχνικής έμπνευσης, θεατρικής και κινηματογραφικής παραγωγής.

Στη σκανδιναβική μυθολογία το Σύμπαν αποτελείται από τρία επίπεδα που χωρίζονται το καθένα σε άλλα τρία, δίνοντας συνολικά εννέα «κόσμους». Ο καθένας συγκρατείται στη θέση του από ένα κλαδί του Ύγκντρασιλ, του Παγκόσμιου Δένδρου. Τα τρία βασικά επίπεδα είναι το Χελ, το Μίντγκαρντ και το Άσγκαρντ, δηλαδή η Γη των Νεκρών, η Γη των Ανθρώπων και η Γη των Θεών. Ωστόσο υπάρχουν και άλλα όντα: οι Νάνοι, τα Ξωτικά του Φωτός, οι Γίγαντες, τα Ξωτικά του Σκότους κ.λπ. Ακόμα και οι Θεοί είναι χωρισμένοι σε δύο ομάδες, τους Βανίρους (θεοί της γονιμότητας) και τους Εσίρ (θεοί του πολέμου).

Αν και οι δύο φατρίες των θεών πολέμησαν μεταξύ τους, τελικά επήλθε ειρήνη στο Άσγκαρντ και ο Όντιν, αρχηγός των Εσίρ, αναγνωρίστηκε ως πατέρας και κεφαλή όλων. Για να διασφαλιστεί αυτή η ηρεμία οι Έσιροι και οι Βάνιροι αντάλλαξαν ομήρους. Ένας από αυτούς ήταν και ο πάνσοφος Μιμίρ των Εσίρων, με τον οποίον οι Βάνιροι εξοργίστηκαν και του έκοψαν το κεφάλι. Ο Όντιν το ταρίχευσε και το τοποθέτησε δίπλα στο Σιντριβάνι του Μιμίρ, μία πηγή νερού από την οποία όποιος έπινε αποκτούσε απέραντη σοφία, όπως ο ίδιος ο Μιμίρ. Έτσι σε περίπτωση κρίσης ο πατέρας των θεών συμβουλεύεται το ασώματο κρανίο.

Παρόλο που οι θεοί είναι ανώτεροι όλων των προαναφερόμενων πλασμάτων δεν είναι αθάνατοι και πρόκειται να αφανιστούν στη συντέλεια του κόσμου, στο Ράουναροκ: μία εποχή όπου ένας βαρύς χειμώνας θα καλύψει τη Γη, η βία θα κυριαρχήσει, ο λύκος Φένριρ θα καταπιεί το φεγγάρι και τον Ήλιο και τελικά η ζωή θα χαθεί. Η πραγματικά ανώτατη δύναμη είναι οι Νορν, αντίστοιχες με τις ελληνικές Μοίρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ακόμα και οι κάτοικοι του Άσγκαρντ υπακούν στις Νόρνες.

Όσον αφορά τον Όντιν, ο οποίος ονομάζεται και Γκρίζος Θεός, υπάρχουν πολλές ιστορίες που τον αναφέρουν. Όταν ο κόσμος και ο ίδιος ήταν νέοι, και ενώ οι Εσίρ πολεμούσαν ακόμα με τους Βανίρ, ο Όντιν αποζήτησε δύναμη. Έτσι προσφέρθηκε να θυσιάσει το δεξί του μάτι στον Δράκο, φρουρό του Σιντριβανιού του Μιμίρ, ώστε να μπορέσει να πιει από την πηγή. Από τότε έμεινε μονόφθαλμος αλλά και πάνσοφος, ενώ η δύναμη του Σιντριβανιού του χαρίζει ισχυρή όραση στο μοναδικό του μάτι. Μία άλλη, παρόμοια αλλά πιο επώδυνη θυσία που έκανε ήταν να κρεμαστεί από ένα κλαδί του Παγκόσμιου Δένδρου. Για εννέα ημέρες και εννέα νύχτες τυραννιόταν από τον πόνο, μέχρι που με τεράστια προσπάθεια της θέλησής του κατάφερε να διαβάσει τους μαγικούς ρούνους που είχε σκαλίσει στο μπαστούνι του και το οποίο είχε αφήσει στη βάση του Δένδρου, οι ρουνικοί φθόγγοι θεωρούνταν πως διέθεταν υπερφυσικές και μαγικές δυνάμεις. Έτσι ξαναγεννήθηκε αθάνατος και, έχοντας πιει και από το Σιντριβάνι του Μιμίρ, έγινε αρχηγός όλων των θεών φέρνοντας την ειρήνη στο Άσγκαρντ, καθώς και αιώνιος άρχοντας του πολέμου, της ποίησης, της μαγείας και της σοφίας.

Ωστόσο οι Νόρνες έχουν ήδη πει πως ο Όντιν πρόκειται να πεθάνει κατά το Ράγκναροκ και ο κόσμος όπως το γνωρίζουμε θα τελειώσει. Αλλά ο Γκρίζος Θεός, δείχνοντας την αληθινή ηθική του πολεμιστή, σκοπεύει να μάχεται μέχρι το τέλος. Έτσι έχει διατάξει τις εννέα φτερωτές κόρες του, τις Βαλκυρίες, να συλλέγουν από τα πεδία της μάχης του Μίντγκαρντ τα πνεύματα των νεκρών ηρώων και να τους μεταφέρουν στη Βαλχάλλα, το παλάτι των Εσίρ στο Άσγκαρντ, χτισμένο από τους δύο αδελφούς Γίγαντες Φάφνερ και Φασόλτ. Εκεί, την ημέρα οι γενναίοι πολεμιστές μάχονται μεταξύ τους και τη νύχτα οι Βαλκυρίες τούς ταΐζουν υδρόμελι για να θεραπεύουν τις πληγές τους, μία αιώνια προπόνηση ώστε να επιτεθούν κάποτε στα όντα που θα επιφέρουν τη συντέλεια του κόσμου. Είναι ο στρατός του Όντιν που θα πολεμήσει μόνο μία φορά, στο Ράγκναροκ, όπου ο ίδιος ο Γκρίζος Θεός πρόκειται να πέσει.

Άλλοι σημαντικοί θεοί της σκανδιναβικής μυθολογίας είναι η Φρίγκα, προστάτιδα της οικογενειακής εστίας και του γάμου, σύζυγος του Όντιν. Ακόμα ο Λόκι, θεός της απάτης, ο Θωρ, θεός του κεραυνού, και η Φρέγια, θεά του έρωτα και όμηρος των Εσίρ από τους Βανίρ. Δημοφιλής είναι και ο Μπόλντερ, γιος του Όντιν και ευγενής θεός του φωτός ο οποίος δολοφονήθηκε χωρίς ιδιαίτερο λόγο από τον Λόκι. Οι υπόλοιποι Εσίρ εξοργίστηκαν και φυλάκισαν τον τελευταίο, λέγοντας πως θα απελευθερωθεί μόνο κατά το Ράγκναροκ. Ο Χοντ, τυφλός θεός του χειμώνα που ακούσια σκότωσε τον Μπόλντερ ξεγελασμένος από τον Λόκι, βρήκε τελικά το θάνατο στα χέρια του Βάλι, νεότερου γιου του Όντιν που γεννήθηκε αποκλειστικά για να εκδικηθεί τη δολοφονία του θεού του φωτός.

Το μεγαλύτερο τμήμα αυτής της μυθολογίας πέρασε ως εμάς προφορικά, και ένα μεγάλο μέρος της έχει χαθεί. Όμως, ένα τμήμα της καταγράφηκε από χριστιανούς, ιδιαίτερα οι Έντα και οι Χαϊμσκρίνγκλα που αποτυπώθηκαν από τον από τον Σνόρρι Στούρλουσον, που απέρριψε τη θέση ότι οι προχριστιανικές θεότητες ήταν διάβολοι. Υπάρχει επίσης το δανέζικο Gesta Danorum από τον Σάξωνα Γραμματικό, (Saxo Grammaticus), στο οποίο οι θεοί της σκανδιναβικής μυθολογίας παρουσιάζονται με τρόπο ευημεριστικό.

Η Νεώτερη Έντα γράφτηκε κατά τον 13ο αιώνα. Στο υλικό της περιλαμβάνονται παραδοσιακά παραμύθια, που σχημάτισαν τη βάση πρότυπων ποιητικών εκφράσεων. Συγγραφέας της Νεώτερης Έντα ήταν ο Σνόρρι Στούρλουσον, ο γνωστός Ισλανδός φυλετικός αρχηγός, ποιητής και διπλωμάτης.

Η Αρχαία Έντα (γνωστή επίσης και ως Ποιητική Έντα) γράφτηκε περίπου 50 χρόνια αργότερα. Περιλαμβάνει 29 μεγάλα ποιήματα, από τα οποία 11 ασχολούνται με τις γερμανικές θεότητες και τα υπόλοιπα με θρυλικούς ήρωες σαν το Σιγκούρντ, τον Βόλσουνγκ, το Ζίγκφριντ της γερμανικής εκδοχής του «Τραγουδιού των Νιμπελούνγκεν». Αν και η ακαδημαϊκή έρευνα υποδεικνύει ότι γράφτηκε πιθανώς αργότερα από τις άλλες Έντα, την αποκαλούμε Αρχαία Έντα εξαιτίας της αρχαιότητας του περιεχομένου της.

Εκτός από αυτές τις πηγές, υπάρχουν μύθοι που ασχολούνται με τη σκανδιναβική παράδοση και εκατοντάδες τοπωνύμια που φέρουν ονόματα θεών. Κάποιες ρουνικές επιγραφές όπως ο Λίθος του Ροκ και το φυλακτό του Κβίνεμπαϊ, έχουν αρκετές αναφορές στη μυθολογία. Υπάρχουν επίσης αρκετά επιγραφικά στοιχεία που απεικονίζουν μορφές όπως ο Θωρ, σκηνές από τη Βολσούνγκα, ο Όντιν κ.ά. Στη Δανία ανακαλύφθηκε ένας λίθος που απεικονίζει τον Λόκι.

ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΤΡΑΥΜΑ

Το αφηγηματικό και το μυθολογικό υπόστρωμα δείχνει τη βία, τη δυναμική, τα σκοτεινά στοιχεία και την τελική νίκη των σκοτεινών δυνάμεων που βρίσκεται στο ασυνείδητο του γερμανικού χαρακτήρα, αν μπορούσαμε, για λόγους μεθοδολογίας της ανάλυσης, να ονομάσουμε έτσι το αρχέτυπο του Γερμανού. Σε κάθε περίπτωση πάντως  θα πρέπει να αποφύγουμε την αυστηρή αυτή κατηγοριοποίηση και να δούμε το Γερμανό πολίτη, εκείνης της εποχής, σαν μία ξεχωριστή οντότητα, μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο.

Με αυτή την έννοια, ανατρέχοντας στις θεωρίες του Γιούνγκ και στην ανάλυσή μας για το ψυχολογικό τραύμα, θα δούμε δύο βασικές κατηγορίες των Γερμανών: αυτή που τάσσεται υπέρ του ναζισμού και αυτή που αντιτίθεται σε αυτόν. Η ιστορία αναφέρει ότι πολλοί απ’τη δεύτερη κατηγορία είτε εκτελέσθηκαν απ’τις γερμανικές δυνάμεις είτε κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι περισσότεροι πέθαναν, είτε ακολούθησαν τις εντολές των ναζί πνίγοντας τη θέλησή τους. Ελάχιστοι απ’αυτούς επέζησαν. Θα μπορέσουμε τώρα να ερευνήσουμε το γερμανικό τραύμα.

Υπάρχουν δύο αντίρροπες δυνάμεις, όπως περιγράψαμε ήδη. Αυτό που υπάρχει σαν ψυχική διαδικασία και στις δύο δυνάμεις είναι η διαδρομή μεταξύ της αναζήτησης της ευτυχίας και της απόλαυσης, το αξίωμα της ηδονής, και της αντίληψης του πραγματικού κόσμου, το αξίωμα της πραγματικότητας. Κάπου ενδιάμεσα βρίσκεται η ασφάλεια στη μήτρα, το αξίωμα της νιρβάνα. Θα δούμε πως αυτά προσδιορίζονται σε κάθε περίπτωση.

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε αυτούς τους Γερμανούς που βρίσκονται στο στρατόπεδο των ναζί, δέχονται αυτή την ιδεολογία, την ακολουθούν πιστά και είναι έτοιμοι να υπακούσουν στις εντολές των αρχηγών τους, πνίγοντας τη δική τους θέληση, έτσι όπως εκφραζόταν πριν να ενστερνιστούν τη ναζιστική ιδεολογία. Η ασφάλειά τους είναι η πατρίδα, η Γερμανία, η οποία θα μπορούσε να αναλυθεί ως γερμανική μυθολογία, αρχαία ινδική παράδοση και ιστορία των γερμανικών φυλών. Αυτή όμως η πατρίδα-μήτρα τους πληγώνει με τη βαριά ήττα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την προδοσία, όπως θεωρούσαν, του Κάιζερ. Η απόλαυσή τους είναι η επανόρθωση του γερμανισμού και η εθνική τους υπερηφάνεια. Η πραγματικότητα είναι η καταπίεση απ’το κεφάλαιο, απ’το τραπεζικό σύστημα, απ’το σημιτισμό, ο οποίος, σύμφωνα με την αντίληψη τους, ήταν υπεύθυνος για αυτή τη συσσώρευση του πλούτου, και οι αδύναμοι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να συνδράμουν σε αυτή την προσπάθεια αναγέννησης του γερμανισμού. Η πραγματικότητα πνίγει την ασφάλεια της πατρίδας-μήτρας και εμποδίζει στην ολοκλήρωση της απόλαυσης. Με αυτό τον τρόπο εκδηλώνεται αυτή η μορφή του τραύματος.

Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε τους Γερμανούς που υπακούουν στις επιταγές του ναζιστικού καθεστώτος, αλλά δε συμφωνούν με αυτές, δεν τολμούν όμως να αντιδράσουν γιατί ξέρουν ότι κινδυνεύει η ζωή τους. Η πατρίδα-μήτρα είναι η ασφάλεια, αποδίδεται με τους ίδιους όρους όπως στην προηγούμενη περίπτωση, όμως δεν τους πληγώνει η ήττα απ’τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική δε βλέπουν την απειλή στο σημιτισμό, μόνο την καταπίεση του κεφαλαίου, σαν απειλή για το βιοτικό τους επίπεδο. Δεν ακολουθούν τις άλλες αντιλήψεις της πρώτης περίπτωσης, δε βρίσκονται στο ίδιο νευρωσικό πεδίο. Η απόλαυσή τους είναι μία αξιοπρεπής ζωή και η υπερήφανη και εθνικά κυρίαρχη Γερμανία. Ψυχολογικά τραυματίζονται επειδή βρίσκονται στην άσχημη θέση να πραγματώσουν θέσεις που δεν υποστηρίζουν και που αυτή η πραγμάτωση δε θα τους φέρει στην απόλαυση, έτσι όπως την είχαν στο φαντασιακό τους.

Να δούμε, τελικά, την τρίτη περίπτωση. Οι Γερμανοί που δε δέχονται την ιδεολογία του ναζισμού, αντιστέκονται, με ότι συνεπάγεται αυτό τόσο για την προσωπική  όσο και για την οικογενειακή τους ζωή. Η πατρίδα-μήτρα είναι τα γερμανικά φύλα, επιφορτισμένα με την ιστορία τους και εμποτισμένα με τη μυθολογία όπως την ξέρουμε. Όμως αυτός ο χώρος έχει επεξεργασθεί τόσο που αλλάζει ιδεολογικά και ανοίγεται προς το παγκόσμιο, άρα δέχεται το διαφορετικό. Η απόλαυσή τους είναι μία δίκαιη και ανθρώπινη γερμανική κοινωνία. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική: υπάρχει η έντονη καταπίεση απ’το κεφάλαιο, αυτή όμως την έχουν προσδιορίσει ταξικά και ενστερνίζονται τις αριστερές αξίες, όπως αναφέρονται στα πρώτα μαρξιστικά εγχειρίδια. Ακόμα, βλέπουν την κοινωνία τους να διχάζεται και οι διώξεις να πλήττουν την κοινωνική συνοχή. Δεν ψάχνουν να βρουν θύματα αλλά θέματα που θα πρέπει να λύσουν, όμως δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες δυνάμεις που θα τους ακολουθήσουν. Δε βολεύονται σε μία εξυπηρέτηση του υπερεγώ τους, μέσα από μία ασυνείδητη συνομιλία, σύμφωνα με το Λακάν, όπως στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, αλλά βλέπουν το εγώ μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο, ουσιαστικά και πρακτικά, δεν έχουν χώρο. Αυτό ακριβώς είναι το τραύμα τους: το περιθώριο της γερμανικής κοινωνίας.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΥΜΑ

Αν ανατρέξουμε στην ελληνική ιστορία, λίγο πριν το 1940, θα δούμε ότι η Ελλάδα έχει χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, στους δημοκρατικούς και τους βασιλικούς, όσον αφορά όμως στον ταξικό προσανατολισμό σε αυτούς που θέλουν να υπηρετήσουν ένα απάνθρωπο σύστημα που θέλει να καταστρέψει οποιαδήποτε ανθρώπινη αξία, κατόπιν της τρομερής διχόνοιας που έχει δημιουργήσει η μικρασιατική καταστροφή και η εκτέλεση των Έξι στο Γουδή και σε αυτούς που πιστεύουν στα σοσιαλιστικά ιδεώδη. Η Ελλάδα ζει μέσα σε μία δυνατή δικτατορία, μετά από αρκετά χρόνια μη διακυβέρνησης, λόγω κοινοβουλευτικής αστάθειας.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι οι Έλληνες χωρίζονται σε τρεις ομάδες: στους βασιλικούς, τους δημοκρατικούς, υπό τη σημαία του Ελευθερίου Βενιζέλου, και τους αριστερούς που είναι υπό διωγμό. Ας πάρουμε τις τρεις περιπτώσεις ξεχωριστά.

Το κομμάτι αυτό των Ελλήνων που υποστήριζαν το βασιλιά είχε συγκεκριμένη εικόνα για την πατρίδα του. Πίστευαν ότι ο βασιλιάς ήταν ο ανώτατος άρχων και εκπρόσωπος όλων των Ελλήνων. Αυτή ήταν για αυτούς η πατρίδα-μήτρα. Την απόλαυση την έβρισκαν στην εξυπηρέτηση αυτού του ιδανικού. Η πραγματικότητα όμως ήταν ότι είχαν χάσει τον πόλεμο με την καταστροφή ενός μέρους της Ελλάδας και εκφράζονταν πλέον με έναν πρώην αξιωματικό του στρατού, φίλα προσκείμενο στη γερμανική πολιτική, ο οποίος είχε αναστείλει κάθε έννοια  της δημοκρατίας. Άρα στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε κανένα τραύμα, αλλά μία ευχαρίστηση της επαναφοράς του «σωστού» προσώπου της πατρίδας.

Αυτοί οι Έλληνες που υποστήριζαν τη δημοκρατία αντιμετώπιζαν ένα διαφορετικό ιδεολογικό τοπίο. Η πατρίδα-μήτρα για αυτούς ήταν το δημοκρατικό πολίτευμα όπου, κατά κάποιο τρόπο, υπερίσχυε η γνώμη του λαού, σύμφωνα με το πρότυπο της Αρχαίας Αθήνας. Έχουν δει να καταστρέφεται η πατρίδα τους, έχουν πάρει «εκδίκηση», όμως η κοινωνική αποσύνθεση είναι γεγονός. Άρα η πατρίδα που ζουν δεν είναι αυτή την οποία έχουν στο φαντασιακό τους. Η πραγματικότητα είναι ότι δεν μπορούν να εκφρασθούν όπως ήθελαν, είναι φιμωμένοι και υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν απαράδεκτα πρότυπα για αυτούς, αν θέλουν να μην κινδυνεύει η ζωή τους. Η απόλαυση για αυτούς απλά δεν υπάρχει. Το ψυχολογικό τους τραύμα είναι έντονο, η ανασφάλεια, η δυσαρέσκεια, η απογοήτευση και η απελπισία κυριαρχούν, μέσα σε μία οικονομική και κοινωνική αποσύνθεση.

Όσοι στην Ελλάδα ακολουθούν τα ιδεώδη της αριστεράς ξέρουν ότι είναι πατριώτες αλλά και διεθνιστές. Η πατρίδα-μήτρα για αυτούς είναι αυτό που συμφωνεί με τα ελληνικά ιδεώδη, του πολιτισμού, της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας, αλλά επίσης του σεβασμού και της αποδοχής του διεθνούς στοιχείου. Στο φαντασιακό τους ονειρεύονται την Ελλάδα κάπως σαν τη Σοβιετική Ένωση, αλλά αυτό είναι μακρινό όνειρο. Επίσημα δεν αναγνωρίζονται, είναι κυνηγημένοι και δεν μπορούν να εκφράσουν ανοιχτά τις θέσεις τους. Η ανασφάλειά τους είναι μεγάλη. Στην πραγματικότητα ζουν σε μία χώρα ουσιαστικά ξένη προς αυτούς. Η απόλαυσή τους θα ήταν αν η ελληνική κοινωνία προσέγγιζε τα ιδεώδη της παγκόσμιας αριστεράς ή αν υπήρχε στην Ελλάδα δημοκρατία. Είναι τραυματισμένοι σοβαρά, ξένοι σε ένα εχθρικό περιβάλλον, όπου δεν μπορούν να εκφρασθούν, να ζήσουν όπως θέλουν, να ονομάζονται Έλληνες, σύμφωνα με τα δικά τους ιδεώδη, αν και, κατά βάθος είναι και αισθάνονται πατριώτες. Μία ανοιχτή πληγή με πολλές νευρώσεις που δύσκολα θεραπεύεται.

ΔΙΠΟΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Θα μεταφερθούμε στην εποχή της Κατοχής από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους. Θα δούμε τις σχέσεις μεταξύ αυτών των κομματιών της γερμανικής και της ελληνικής κοινωνίας.

Οι Γερμανοί ναζιστές ερχόμενοι στην Ελλάδα πίστευαν ότι θα έβρισκαν ένα κομμάτι απ’την πατρίδα τους, την κλασικότητα που πάντα τους γοήτευε. Αντί αυτού έζησαν μία έχθρα, απ’τη μεριά μίας σημαντικής μερίδας του ελληνικού λαού. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μία άλλη μορφή τραύματος: την απώλεια της πατρίδας που υπήρχε στο φαντασιακό των ναζί και την απότομη επαφή με μία άλλη πραγματικότητα πολύ σκληρή αφού είχαν να κάνουν με ένα στρατό που δεν ήταν «νόμιμος», σύμφωνα με το πολεμικό δίκαιο, αν και αντλούσε νομιμότητα απ’τη διεκδίκηση για εθνική ανεξαρτησία. Αν λοιπόν βάλουμε αυτό το τραύμα στο προηγούμενο των Γερμανών που ακολουθούσαν πιστά το ναζιστικό ιδεώδες, τότε καταλαβαίνουμε ότι φτάνουμε στο όριο της υστερικής νεύρωσης, η οποία έχει περάσει απ’τη ναρκισσιστική, έτσι όπως αναλύθηκε με τη χρησιμοποίηση των μύθων, γερμανικών ή ινδικών, άρα κοντά σε μία μορφή παράνοιας, μαζικής αυτή τη φορά, η οποία εκδηλώνεται με την τάση για τυφλή εκδίκηση, έτσι όπως εκδηλώνεται κυρίως στις σφαγές των αμάχων.

Οι Γερμανοί στρατιώτες που απλά εκτελούν το καθήκον τους, χωρίς να συμφωνούν με το ναζιστικό καθεστώς, αντιμετωπίζουν το σοβαρό πρόβλημα να κάνουν πράξεις τις οποίες ουσιαστικά καταδικάζουν, άρα έχουμε να κάνουμε με μία συνδιαλλαγή του Εγώ με το Άλλο, κατά Λακάν, το οποίο τους οδηγεί σε μία νευρωσική διαδικασία όπου χάνουν εν μέρει την ταυτότητά τους. Χάνεται λοιπόν οποιαδήποτε έννοια της απόλαυσης, της ασφάλειας και προσεγγίζουν μία πραγματικότητα που είναι ξένη ως προς αυτούς.

Οι Έλληνες που αντιστέκονται, είτε ανήκουν στην δεξιά είτε στην αριστερά, πολεμούν για την απελευθέρωση της πατρίδας τους, σε μορφή μη τακτικού στρατού. Ξέρουν ότι είναι «παράνομοι», σύμφωνα με το πολεμικό δίκαιο, αλλά νόμιμοι, σύμφωνα με το ηθικό δίκαιο. Βλέπουν την αιτία τους και αγιοποιούνται. Η αντίστασή τους είναι θεία πράξη. Φτάνουν σε μία μορφή ναρκισσισμού που τους εμποδίζει να κάνουν πάντα τη σωστή επιλογή των συμμάχων. Η εθνική αντίσταση ηρωποιήθηκε, έτσι χάθηκε ο τρόπος να γίνει ένας απολογισμός, χρήσιμο εργαλείο για τις επόμενες γενιές.

Ο εγκλεισμός, είτε σε φυλακή είτε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήταν μία αναστολή του ναρκισσισμού, ένα πελώριο «γιατί» στο ηθικό δίκαιο, μία βάρβαρη πράξη, εκ μέρους των Γερμανών, που δημιούργησε σοβαρές μορφές υστερίας, φτάνοντας σε μορφές παράνοιας, σε ορισμένους αντιστασιακούς. Εδώ το υποκείμενο και το άλλο διακόπτουν μία υγιή συνδιαλλαγή, μπερδεύονται με το εγώ και το άλλο εγώ ή το υπερεγώ, δημιουργούν μία σχάση του πυρήνα στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, καταστρέφοντας, μερικές φορές ανεπανόρθωτα, την ψυχική του υγεία. Προβλήματα που ίσως δε θα λυθούν ποτέ.

Θα καταλήξουμε στους άμαχους που πλήττονται είτε απ’την πείνα είτε από ξαφνικές και αναίτιες συλλήψεις είτε από μαζικές εκτελέσεις. Και εδώ θα έχουμε ερωτήματα που δε βρίσκουν απάντηση. Γιατί έγιναν όλα αυτά; Ποιος φταίει; Η μοίρα, η κακή στιγμή, οι απάνθρωποι Γερμανοί; Απαντήσεις που δεν μπορούν να αξιολογηθούν όταν μιλά η υστερία και όχι το νηφάλιο πνεύμα γιατί αυτό το τελευταίο δεν έχει χώρο για να αναπτυχθεί στους Έλληνες πολίτες, αυτή την εποχή. Είναι όλοι οι Γερμανοί κακοί; Η εύκολη απάντηση, το «ναι», οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα.

Αυτά θα μείνουν στην ελληνική Ιστορία για να σημαδέψουν ανθρώπους, πράξεις και χαρακτήρες, ομαδοποιώντας ανθρώπους που δε θα έμπαιναν σε αυτή την ομαδοποίηση, υπό κανονικές συνθήκες. Πέρασε πολύ καιρός για να σβήσει αυτό το τραύμα. Όμως η αναζήτηση του «γιατί», η πορεία προς τον πυρήνα του θέματος φτάνει για να αγαπήσει κανείς αυτό που τον έπληξε, στην προσπάθειά του να βρει απαντήσεις. Προσεγγίζει το γερμανικό στοιχείο και το αγαπά ενώ συγχρόνως, μέσα από μία διαδικασία εγώ-υπερεγώ, το μισεί και το απεχθάνεται.

Τέλος, οι Έλληνες που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές είχαν ως ζητούμενο την απόλαυση, να βγάλουν απ’όλα αυτά κέρδος, τα υπόλοιπα δεν τους απασχολούσαν. Άρα όσο ήταν ευνοούμενοι αυτού του καθεστώτος είχαν βρει την απόλαυσή τους και δεν είχαν ζήσει καμία τραυματική κατάσταση.

Η ΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑΣ

Τα σύνδρομα του χαρακτήρα είναι ριζωμένα και τρέφονται απ’τις συγκεκριμένες μορφές των σχέσεων του ατόμου με τον έξω κόσμο και με τον εαυτό του, ακόμη στο βαθμό που μία κοινωνική ομάδα μοιράζεται μία κοινή δομή χαρακτήρα, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που μοιράζονται όλα τα μέλη της ομάδας διαμορφώνουν τον κοινωνικό χαρακτήρα. Είναι σωστό ότι το γνώρισμα του χαρακτήρα μας λέει πως θα ήθελε να φερθεί ένας άνθρωπος, αλλά αν μπορούσε. Επειδή όμως ο άνθρωπος προσπαθεί να βρει μία συμβιβαστική λύση ανάμεσα σε αυτό που θέλει, εξαιτίας του χαρακτήρα του, και σε αυτό που πρέπει να κάνει, για να μην υποστεί λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρές συνέπειες, θα μπορούσαμε να αναπαραστήσουμε αυτό το δυνητικό, το «αν μπορούσε», όπως είπαμε πιο πριν, με ένα διάνυσμα όπου στη μια άκρη είναι το βάρος των συμφερόντων, όπως συμβαίνει σε ένα μάρτυρα ή σε ένα φανατικό δολοφόνο, και στο άλλο άκρο το ατομικό συμφέρον περιλαμβάνει όσα θα του έδιναν μεγαλύτερη επιτυχία, όπως σε έναν καιροσκόπο. Στο ενδιάμεσο χώρο βρίσκουμε όλους τους ανθρώπους που χαρακτηρίζονται από ένα είδος κράμα συμφέροντος και παθών ριζωμένων στο χαρακτήρα.

Οι επιθυμίες που έχει ένα άτομο, αυτές που του δημιουργούν πάθη, έχουν δύο συνισταμένες, τους παράγοντες που βρίσκονται μέσα του και τις καταστάσεις που ζει στην κοινωνία. Αν η κατάσταση αλλάξει οι καταπιεσμένες επιθυμίες γίνονται συνειδητές και εκδηλώνονται προς τα έξω. Τα καταστροφικά, τα σαδιστικά ή τα μαζοχιστικά χαρακτηριστικά εκδηλώνονται σε ανθρώπους που είναι υποταγμένοι σε κάποιον, όπως στον εργοδότη τους, αλλά σε τρίτους ανθρώπους, όπως στο οικογενειακό τους περιβάλλον, εκεί φανερώνονται. Ο σαδιστικός χαρακτήρας μπορεί να είναι ήπιος ή φιλικός, αλλά σε μία τρομοκρατική κοινωνία μπορεί να είναι ένα τέρας (Φρομ 1977, σ.σ. 131-139).

Μπορούμε πολύ εύκολα να δούμε πως εφαρμόζεται αυτή η θεωρία στους ένθερμους θιασώτες του ναζισμού στη Γερμανία ή σε αυτούς που έγιναν, προοδεύοντος του χρόνου, οπαδοί του ναζισμού. Θα ήταν χρήσιμο όμως να δούμε και μία άλλη άποψη για το ίδιο θέμα για να ανακαλύψουμε το σαδιστικό-μαζοχιστικό χαρακτήρα στη γερμανική κοινωνία λίγο πριν την άνοδο του ναζισμού και κατά τη διάρκεια της ισχύος του σε αυτήν.

Ένα τυπικό μαζοχιστικό γνώρισμα του χαρακτήρα είναι ένα χρόνιο υποκειμενικό αίσθημα οδύνης που εκδηλώνεται αντικειμενικά και εμφανίζεται ειδικά σε μία τάση να παραπονιέσαι. Πρόσθετα χαρακτηριστικά του μαζοχιστικού χαρακτήρα είναι οι χρόνιες τάσεις αυτοβασανισμού και αυτοταπείνωσης, ηθικός μαζοχισμός, και ένα έντονο πάθος βασανισμού άλλων, απ’το οποίο ο μαζοχιστής δεν υποφέρει λιγότερο απ’ότι το αντικείμενό του. Σε όλους τους μαζοχιστές είναι κοινή μία αδέξια, άστατη συμπεριφορά, η οποία κυριαρχεί ιδιαίτερα στους ιδιότυπους τρόπους τους και στη σχέση τους με τους άλλους ανθρώπους. Έχει σημασία ότι, σε μερικές περιπτώσεις, αυτό το χαρακτηρονευρωσικό σύνδρομο εμφανίζεται ανοιχτά, ενώ σε άλλες περιπτώσεις κρύβεται κάτω από μία απατηλή εμφάνιση. Η μαζοχιστική τάση αντανακλάται όχι μόνο στη συμπεριφορά απέναντι σε ένα αντικείμενο, αλλά επίσης στον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο του ίδιου του μαζοχιστή. Οι στάσεις που απευθύνονται προς τα αντικείμενα διατηρούνται επίσης προς τα ενδοβαλμένα αντικείμενα, προς το υπερεγώ (Ράιχ σ.σ. 25-26)5.

Θα αναφέρουμε ότι ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας, ειδικά στην περίπτωση του ναζισμού, χαρακτηρίζεται απ’τον πόθο εξουσίας πάνω στους ανθρώπους και την επιθυμία υποταγής σε μία συντριπτικά ισχυρή εξωτερική δύναμη. Αυτή η ιδεολογία πηγάζει απ’την προσωπικότητα του Χίτλερ, η οποία, με το αίσθημα της κατωτερότητας, του μίσους προς τη ζωή, του ασκητισμού, της ζηλοφθονίας ενάντια σε εκείνους που απολαμβάνουν τη ζωή, αποτελεί γόνιμο έδαφος των σαδομαζοχιστικών τάσεων. Η πολιτική πρακτική εφάρμοσε στην πράξη αυτά που υποσχόταν η ιδεολογία. Δημιούργησε μία ιεραρχία στην οποία καθένας είχε έναν ανώτερο να υποτάσσεται και κάποιον κατώτερο να ασκεί πάνω του την εξουσία του (Φρόμ 1971 σ.σ. 262-263).

Είναι εύκολο πλέον να συμπεράνει κάποιος ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις που δόμησαν το χαρακτήρα του ναζιστή και που δυνάμωσαν το ναζιστικό κίνημα τόσο που να είναι απειλή για όλο τον κόσμο. Ο Γερμανός στην εποχή, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν δύσκολο να ξεφύγει απ’την παγίδα του ναζισμού. Είχε δύο επιλογές: ή θα συντασσόταν με τη Γερμανία ή με τις δυνάμεις που την απειλούσαν. Το πιο φυσικό ήταν να ακολουθήσει την πρώτη επιλογή. Αυτή όμως η επιλογή τον εγκλώβιζε στην ψυχοφθόρο κατάσταση που ο ναζισμός είχε δημιουργήσει. Θα ήταν εύκολο να κατηγορήσουμε όλους τους Γερμανούς ως απάνθρωπους και τρελούς, αλλά αυτή θα ήταν μία υπεραπλούστευση της ιστορίας. Αντίθετα, το πιο σωστό θα ήταν να ανακαλύψουμε την παγίδα που υπήρχε σε αυτό το δρόμο και τις, ψυχολογικές κυρίως, δυσκολίες για να αποφύγει κάποιος αυτό τον εγκλωβισμό στην αγκαλιά του ναζισμού, ένας εγκλωβισμός που δεν είχε επιστροφή. Ποιο είναι όμως το κληροδότημα;

ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΕΠΟΜΕΝΩΝ ΓΕΝΙΩΝ

Ας μεταφερθούμε αρκετά χρόνια μετά. Στη Γερμανία και στην Ελλάδα. Τι ακριβώς συμβαίνει; Ποιο είναι το φορτίο που αναλαμβάνουν οι επόμενες γενιές, αυτές που δεν έζησαν από πρώτο χέρι την κτηνωδία του ναζισμού; Το τοπίο δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο παρά αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στη Γερμανία έχουμε δύο χώρες, η Ανατολική και η Δυτική, δύο κομμάτια που αναπτύσσονται εντελώς άνισα. Και τα δύο ζουν κάτω από ένα καθεστώς επιτήρησης και αμφιβολίας, όσον αφορά τις δημοκρατικές τους προθέσεις. Οικογένειες χωρισμένες για πάντα, τουλάχιστον μέχρι να ενοποιηθεί τελικά η Γερμανία, η ταυτότητα του Γερμανού έχει υποστεί σοβαρή σχάση. Είναι επικίνδυνος για την παγκόσμια ασφάλεια, είναι ο κακός, ο σαδιστής, ο ψυχολογικά νοσηρός, ενώ, στην  πραγματικότητα, είναι ένας εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας απ’αυτή την κατηγοριοποίηση.

Αποποιείται τα εγκλήματα του παρελθόντος, θέλει να κάνει μία νέα αρχή, έχει αποκτήσει ξανά την αυτοπεποίθησή του, μισεί ότι είναι ναζιστικό, συγχρόνως όμως θέλει αυτό να το εξετάσει, να το δει και να μπει σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο για να ανακαλύψει τα θραύσματα της ταυτότητάς του. Ξέρει ότι αυτή είναι μία επικίνδυνη διαδικασία: μπορεί, μέσα σε αυτή, να ξαναδεί το ναζιστικό πρότυπο και να το αγαπήσει, έτσι ώστε να προσκολληθεί σε αυτό, κάτι που το απεχθάνεται και το φοβάται. Πρέπει όμως να  το κάνει.

Αυτά τα ερωτήματα βασανίζουν τις επόμενες γενιές. Απαιτούν εξηγήσεις και αυτή η νοητική διαδικασία για να εξαχθεί ένα συμπέρασμα είναι δύσκολη και επώδυνη. Καταλήγει στην ανακάλυψη ξανά της γερμανικής ταυτότητας, στην πατρική εξουσία, στο ρόλο του πατέρα, στην παθητική εξουσία της μητέρας, τελικά στην ενδοσκόπηση του τι μπορεί να γίνει, για να φτάσουμε σε κινήσεις φιλίας με τους λαούς που ήταν εχθρικοί προς τους Γερμανούς. Αυτή η διαδικασία περνά από το θρυμμάτισμα της ταυτότητας του Γερμανού, έτσι όπως την ξέραμε, και στην αναδόμησή της. Μία καθαρά νευρωσική διαδικασία όπου ο καθένας περνά το δικό του ψυχόδραμα, βρίσκει τον πατέρα και τη μητέρα του, τελικά δομεί την πατρική και μητρική ταυτότητα, έτσι όπως θα πρέπει να τη ζήσει και να τη μεταφέρει στα παιδιά του.

Στην Ελλάδα τα θέματα είναι διαφορετικά. Οι Έλληνες έχουν ζήσει μία ήττα και μία νίκη συγχρόνως. Η ήττα είναι αυτή της γερμανικής κατοχής και η νίκη είναι η αξιόμαχη εθνική αντίσταση. Ο ολοκληρωτισμός του Μεταξά έχει μεταφερθεί στη γερμανική εξουσία και στην κυβέρνηση κατοχής. Οι σφαγές είναι μια ανοιχτή πληγή, η οικονομική κατάρρευση είναι γεγονός. Στην Ελλάδα ο ολοκληρωτισμός δεν έχει τελειώσει, κυβερνήσεις που εξασκούν αντιδημοκρατική εξουσία, εμφύλιος πόλεμος, κατοχή των Άγγλων, κυβερνητική αστάθεια, χούντα, μεταπολίτευση. Μετά απ’το 1974 ξεκινά ουσιαστικά αυτή η αναζήτηση. Στην Ελλάδα όπου η αριστερά εκφράζεται για πρώτη φορά ελεύθερα, όπου το κέντρο κοιτά τον αριστερό χώρο, όπου οι προοδευτικές ιδέες έρχονται απ’το εξωτερικό, εκεί ξεκινά μία συνδιαλλαγή με το τραύμα του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου, απ’τη μία, και της μετανάστευσης, της οποίας ένα σημαντικό μέρος έχει πάει στη Γερμανία, απ’την άλλη.

Ο «καλός» και ο «κακός», ως επιθετικοί προσδιορισμοί για τους Γερμανούς, αυτές οι υπεραπλουστεύσεις, ακόμα δεν έχουν λυθεί. Αυτό το κομμάτι της ταυτότητας του Έλληνα, τραυματισμένο για 34 χρόνια, προσπαθεί να βρει αυτούς τους συνδετικούς κρίκους που θα αναδομήσουν αυτή την αλυσίδα αυτή που θα μπορέσει να κινήσει ξανά τον τροχό της ελληνικής κοινωνίας, όσον αφορά στην αποδοχή του Άλλου, όπου, εδώ, ο Άλλος είναι πλέον αυτός που δεν είναι στο πολιτισμικό πλαίσιο του κάθε ανθρώπου.

Πως θα γίνει αυτό δυνατό στις δύο αυτές κοινωνίες να θεραπευτούν αυτά τα τραύματα; Μπορούν να θεραπευτούν ή θα αρκεστούμε στην επούλωσή τους; Ποια διαδικασία είναι η πιο επιβεβλημένη για να φτάσουμε σε ένα αίσιο αποτέλεσμα; Πως θα γίνει αυτό; Η τέχνη μπορεί να το κάνει;

Γιάννης Φραγκούλης

(ερευνητής-ψυχαναλυτής)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Μετά απ’τον Freud και το Νίτσε, οι Ρανκ, Ρίκλιν και Άμπρααμ αναγνωρίζουν τη σημασία των μύθων στο όνειρο ενός ατόμου ή στα όνειρα πολλών ανθρώπων που έχουν την ίδια θεματική, όπου αλλάζει η τελική εκφορά του ονειρικού λόγου για το κάθε άτομο.
  2. Για περισσότερες πληροφορίες και για απόδειξη αυτής της θεωρίας μπορεί να βρει κάποιος στα βιβλία του CarlYoung.
  3. Για να καταλάβει κάποιος τη θεωρία της χαρακτηριοανάλυσης, όπως την ονομάζει ο Βίλχελμ Ράιχ, θα πρέπει να μελετήσει το βιβλίο του «Η ανάλυση του χαρακτήρα», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1981.
  4. Ο διωγμός του Βίλχελμ Ράιχ ξεκίνησε πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η στήριξη του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος δεν υπήρχε, οι φασίστες θεωρούσαν τις απόψεις του επικίνδυνες, το βιβλίο του
    «Η μαζική ψυχολογία του φασισμού» κυκλοφορούσε κρυφά από χέρι σε χέρι, κατάφερε να περάσει κυνηγημένος στη Δανία και από εκεί στη Σουηδία. Στη Δανία συνέχισε τις εργασίες του, ως ψυχαναλυτής θεράπευσε κάποιους εθνικοσοσιαλιστές, κυνηγήθηκε κατόπιν απ’την αστυνομία. Στη Σουηδία ανέπτυξε τη θεωρία του για την οργόνη, τη μετέφερε στις ΗΠΑ, στο Όρεγκον, μέχρι αυτή η θεωρία να φανεί απειλητική για την κλασική ιατρική, να σταματήσουν δικαστικά οι έρευνές του, να κλειστεί στη φυλακή, όπου πέθανε.
  5. Αυτή η μελέτη του Ράιχ ήταν η αφορμή να εκδιωχθεί απ΄την ψυχαναλυτική εταιρεία όπου κυριαρχούσε η «γραμμή» του Φρόιντ.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Βίλχελμ Ράιχ, «Η μαζική ψυχολογία του φασισμού», εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1974.

Βίλχελμ Ράιχ, «Ο μαζοχιστικός χαρακτήρας», εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα.

Ζακ Λακάν, «Οι ψυχώσεις», εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2005.

Χέρμπερτ Μαρκούζε, «Ψυχανάλυση και πολιτική», εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1971.

Αλεξάντερ Μίτσερλιχ, «Η ιδέα της ειρήνης και η ανθρώπινη επιθετικότητα», εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1970.

Έριχ Φρομ, «Η ανατομία της ανθρώπινης καταστροφικότητας», εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1977.

Έριχ Φρομ, «Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία», εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1971.

Έριχ Φρόμ, «Ψυχανάλυση και θρησκεία», εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1974.

CarlG. Young, «Η ψυχολογία του ασυνείδητου», εκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 2010.

Βλέπε για τα ιστορικά στοιχεία για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εδώ.

Βλέπε για τα ιστορικά στοιχεία της γερμανικής κατοχής εδώ.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved