πως την αντιμετωπίζουμε τρώγοντας υγιεινά
γενική θεώρηση
του Δρ. Δημήτρη Γρηγοράκη
Έχουν περάσει δέκα χρόνια αφότου, στο πλαίσιο της προετοιμασίας μιας παρουσίασής μου με θέμα: «Η διατροφή στην αντιμετώπιση της υπέρτασης», για τη διατροφική ενότητα της εκπομπής «Πρωινός καφές», είχα την τύχη, σερφάροντας στο διαδίκτυο, να ανακαλύψω μία παραστατική περιγραφή της λειτουργίας του κυκλοφορικού συστήματος από τον Κύπριο καθηγητή φυσιολογίας Δρ. Ιωάννη Χατζημηνά. Την κατέγραψα στο αρχείο μου και διαπιστώνω σήμερα ότι δεν έχει χάσει τίποτα από τη ζωντάνιά της.
Σας την παραθέτω:
«Η ροή του νερού και των υγρών γενικά ασκούσε πάντοτε πάνω μου μία ιδιαίτερα έντονη, υπνωτιστική, θα έλεγα, έλξη. Θυμάμαι που καθόμουν με τις ώρες και παρακολουθούσα με τεταμένη προσοχή και άφατη περιέργεια τη ροή του νερού στα χωμάτινα αυλάκια του κήπου μας, είτε την κίνησή του από το σωλήνα της ηλεκτρικής αντλίας που έπαιρνε νερό από το πηγάδι μας. Που και που έριχνα στο υδάτινο ρεύμα μικρά κούτσουρα, κάποιο φυλλαράκι ή άχυρο και ακολουθούσα με το βλέμμα την πορεία τους, έτσι όπως τα παρέσυρε το νερό προς τη χωμάτινη λεκάνη γύρω από τη ρίζα της αχλαδιάς, της πορτοκαλιάς κι άλλων δέντρων στο μεγάλο κήπο! Πρόσεχα ιδιαίτερα τη δίνη που σχηματιζόταν σε διάφορα σημεία των αυλακιών όπου τύχαινε να λιμνάσει το νερό, την επιτάχυνση της ροής του στις στενές διόδους, την επιβράδυνσή της, στα βαθύτερα τμήματα.
Αλλά δεν περιοριζόμουν σε αυτά. Ζούσαμε κοντά στη θάλασσα. Ανάμεσα στα βράχια, δέκα περίπου μέτρα από την άκρη τους συγκρούονταν με το κύμα, μία τρύπα δήλωνε την ύπαρξη μιας υπόγειας, σχεδόν κατακόρυφης μικρής σήραγγας. Με κύματα μέτριου ύψους -πόσω μάλλον με φουσκοθαλασσιά- το νερό έμπαινε στην υπόγεια σήραγγα. Όταν έφτανε στο τέλος της εκτινασσόταν ορμητικά, με απίστευτη ταχύτητα και πάταγο από την τρύπα, σχηματίζοντας ένα στιγμιαίο πίδακα που κάποτε έφτανε στο ύψος μέχρι και τα τέσσερα με πέντε μέτρα. Αμέσως μετά, όταν το νερό υποχωρούσε, ο αέρας εισέρεε στην τρύπα και από εκεί στη σήραγγα με έναν απόκοσμο, δυνατό συριγμό. Συχνά τολμούσα να ρίχνω στην τρύπα, την κατάλληλη στιγμή, ένα μάτσο φύκια, προσδοκώντας να τα δω να τινάζονται ψηλά μαζί με τον πίδακα από θαλάσσιο νερό. Γενικότερα παρακολουθούσα με ενδιαφέρον αλλά και περίσκεψη το υδραυλικό αυτό φαινόμενο.
Σκαρφιζόμουν διάφορους παράξενους και αλλόκοτους μηχανισμούς ικανούς να παγιδεύσουν τη δύναμη και την ορμή των κυμάτων, ώστε να χρησιμοποιηθούν κατόπιν αποτελεσματικά από τον άνθρωπο! Δεν ήμουν πάνω από επτά χρόνων όταν πρωτοείδα πως λειτουργεί ένας νερόμυλος. Είχα ανέβει σε έναν νερόμυλο, ψηλά στην πλαγιά του βουνού, πάνω από το χωρίο Καραβάς. Το νερό από το κεφαλόβρυσο του χωριού, μόλις ανάβλυζε από την πηγή, ακολουθούσε ένα σχεδόν οριζόντιο αυλάκι κι από εκεί έφτανε σε ένα πέτρινο υδραγωγείο, ένα πολυκαιρισμένο, χορταριασμένο κτίσμα με τρεις συνεχόμενες καμάρες, για να καταλήξει στο πάνω μέρος ενός κατακόρυφου κυλινδροειδούς φρέατος. Αυτό το φρέαρ αποτελούσε τη μία από τις γωνίες του τετράγωνου αλευρόμυλου.
Το κάτω άκρο αυτού του κυλινδροειδούς φρέατος κατέληγε σε έναν ελεύθερο χώρο με ένα ακροφύσιο, από όπου το νερό εκτοξεύονταν με μεγάλη ταχύτητα και έπληττε με δύναμη τα πτερύγια του τροχού του νερόμυλου, αναγκάζοντάς τον να περιστραφεί στον κατακόρυφο άξονά του. Όλα αυτά γίνονταν σε ένα πανδαιμόνιο από υδάτινους παφλασμούς και μηχανικά τριξίματα από τα κινούμενα εξαρτήματα του αλεστικού μηχανισμού. Μέσα στον αλευρόμυλο, οι δύο μυλόπετρες περιστρέφονταν αργά και κονιορτοποιούσαν το στάχυ και δύο τεράστιοι ξύλινοι τροχοί μετέδιδαν την κίνηση από τον άξονα του τροχού με τα πτερύγια (την υδατοτουρμπίνα) στις μυλόπετρες και στον ιμάντα τροφοδοσίας τους με τον καρπό. Η αλληλουχία των τροχών, στη σκέψη πως η κίνησή τους προερχόταν από τη δύναμη του νερού που κατέβαινε με φόρα από την πηγή ως τη ρόδα με τα θαυματουργά πτερύγια με ενθουσίαζε και με γοήτευε αφάνταστα.
Σύντομα, ακολούθησε μία εξερεύνηση στο χώρο του ελαιουργείου, που παρέμενε ως τότε μυστήριο για εμένα. Το επισκέφθηκα συνοδευόμενος από ένα φίλο του πατέρα μου. Το μηχάνημα που τράβηξε περισσότερο την προσοχή μου και απασχόλησε έντονα τη σκέψη μου ήταν το υδραυλικό εκθλιπτικό πιεστήριο, το οποίο χρησίμευε στη συμπίεση του ελαιοκάρπου, μετά την κατάλληλη επεξεργασία, για την έκθλιψη του λαδιού.
Αυτός ο μεταλλικός κύλινδρος που ανέβαινε αργά-αργά και ανύψωνε την πλατφόρμα με τα στοιβαγμένα πανιά, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο αλεσμένος ελαιόκαρπος, έτσι ώστε τελικά να συμπιέζονται στη μεταλλική οροφή του πιεστηρίου και το λάδι να διαρρέει από το πλάι και να κατεβαίνει σε ποταμάκια προς τον αποχετευτικό σωλήνα ήταν για μένα ένα θέαμα μοναδικό και άκρως ενδιαφέρον. Βέβαια, ρωτούσα συνέχεια για τον τρόπο λειτουργίας του μηχανήματος αυτού, απορώντας για το πώς και από πού προέρχονταν η καταπληκτική δύναμη σύνθλιψης που ασκούσε. Τότε συνειδητοποίησα για πρώτη φορά την έννοια της στατικής υδραυλικής πίεσης και τις τεράστιες δυνατότητες του σχεδόν απεριόριστου πολλαπλασιασμού της, με την εφαρμογή της αρχής του Πασκάλ, ο οποίος και είχε περιγράψει θεωρητικά το υδραυλικό πειστήριο ήδη από το 1650!
Το μεγάλο μου ενδιαφέρον για τη μηχανική των ρευστών με συνόδευσε όταν αργότερα ασχολήθηκα με το κατ’εξοχήν υδραυλικό σύστημα του σώματος, το κυκλοφορικό σύστημα. Η αδιάκοπη ροή του αίματος, μέσα από την καρδιά και τα αγγεία, οι περίεργες αλλά πάντα σκόπιμες διακλαδώσεις, οι αγγειακές αντιστάσεις, η μεταβαλλόμενη χωρητικότητα πολλών και διάφορων αγγείων, η αντλητική λειτουργία της καρδιάς και πλείστων άλλων αγγειακών περιοχών, η πίεση τροφοδότησης του αγγειακού συστήματος με αίμα, οι μεταβολές αυτής της πίεσης κατά μήκος του αγγειακού δικτύου και ένα σωρό άλλες παράμετροι σχετικές με τη ρύθμιση της λειτουργίας του κυκλοφορικού αποτέλεσαν για μένα σημαντικό αντικείμενο μελέτης και διερεύνησης.»
Ο σύγχρονος άνθρωπος γνωρίζει περισσότερα απ’ότι άλλοτε για το κυκλοφορικό του σύστημα και, κατ’επέκταση, την υγεία και τη ζωή του και ξέρει ότι πρέπει να παρακολουθείται η πίεση από την οποία το αίμα φέρεται μέσα στις μεγάλες αρτηρίες του σώματος. Η πίεση αυτού του είδους αποτελεί την κύρια δύναμη που αναγκάζει το αίμα να κυκλοφορεί και έτσι να πραγματοποιούνται οι ζωτικές λειτουργίες. Ονομάζεται αρτηριακή πίεση ή απλά πίεση του αίματος. Όπως και άλλα στοιχεία της φυσιολογίας μας, ρυθμίζεται αυτόματα, με παρεμβάσεις του νευρικού και του ενδοκρινικού συστήματος, έτσι ώστε, παρά τις τεράστιες μεταβολές σε πολλές άλλες παραμέτρους του συστήματος, να διατηρείται σε ορισμένα πλαίσια. Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις η ρύθμιση δεν μπορεί να επιτευχθεί, με αποτέλεσμα η αρτηριακή πίεση να φτάνει και να παραμένει σε παθολογικά υψηλές τιμές. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται αρτηριακή υπέρταση ή απλά υπέρταση.
Την αρτηριακή πίεση τη μετράμε συνήθως στη βραχιόνια αρτηρία και επικράτησε να την εκφράζουμε σε χιλιοστόμετρα στήλης υδραργύρου (mmHg). Τη διακρίνουμε σε μέγιστη ή συστολική πίεση και σε ελάχιστη ή διαστολική πίεση (μεγάλη και μικρή πίεση). Πράγματι, η πίεση μέσα στις αρτηρίες εμφανίζει σε κάθε συστολή και διαστολή της καρδιάς, δηλαδή σε κάθε καρδιακό παλμό, δύο ακραίες τιμές. Αυτό γίνεται γιατί κατά τη συστολή της καρδιάς αποστέλλεται με δύναμη αίμα προς τις αρτηρίες, οπότε, σε εκείνο το χρονικό διάστημα, η πίεση του αίματος αυξάνεται και φτάνει σε ένα μέγιστο, λίγο πριν από το τέλος της συστολής. Έπειτα το αίμα δε διοχετεύεται προς τις αρτηρίες, μέχρι την έναρξη της επόμενης συστολής. Έτσι, κατά το χρονικό αυτό διάστημα της ηρεμίας της καρδιάς, η πίεση του αίματος στο εσωτερικό των αρτηριών ελαττώνεται συνεχώς, καθώς το αίμα εξακολουθεί να ρέει προς πιο περιφερικά αγγεία, φτάνει δε σε μία ελάχιστη τιμή αμέσως πριν να αρχίσει η επόμενη διοχέτευση αίματος, με την καινούργια συστολή της καρδιάς.